Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση
Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της
των Μανόλη Βουτυρά & Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
13.4. Αρχαιότητα και σύγχρονες τάσεις
Τη δεκαετία του 1960 οι Αν και Πατρίκ Πουαριέ γοητεύονται από την αρχιτεκτονική των αρχαίων μνημείων και από τη μυθολογία. Δημιουργούν έργα με αρχαιολογικά μέσα (μικρογραφικά τοπία ή γιγάντιες εγκαταστάσεις), που αναζητούν να διατυπώσουν σχέσεις της πραγματικότητας και της μορφής της μνήμης. Ξεκινούν από αρχαιολογικά ημερολόγια και φθάνουν να δημιουργούν μεγάλες ιδεατές πόλεις-ουτοπίες. «Αυτές οι μορφές της Αρχαιότητας, όπως δηλώνουν, δεν είναι παρά αρχέτυπα που συμβολίζουν την αχρονικότητα και τη διάρκεια του ανθρώπινου πνεύματος».
Γύψινα εκμαγεία χρησιμοποιούνται κυρίως μετά το 1960 από Ιταλούς καλλιτέχνες σε κατασκευές, εγκαταστάσεις και περιβάλλοντα. Εκπρόσωποι της arte povera τα χρησιμοποιούν σαν σχολιασμένη πολιτιστική μνήμη, π.χ. ο Τζούλιο Παολίνι (γενν. 1940), δημιουργεί το Mimesis (1975), ο Μικελάντζελο Πιστολέτο (1933) την Αφροδίτη των Σκουπιδιών (1967· εικ. 482) και ο Γιάννης Κουνέλης έργα που παρουσιάστηκαν και έκαναν αίσθηση σε μια έκθεση στη Ρώμη επίσης το 1967.
Το 1964 συναντούμε απρόσμενα τον ναό του Απόλλωνα της Κορίνθου (εικ. 483) και τη Diana (Άρτεμη) σε σχέδια ενός χαρακτηριστικού εκπρόσωπου της αμερικανικής pop art, του Ρόι Λιχτενστάιν (γενν. 1923).
Μετά τη δεκαετία του 1970 η Αρχαιότητα διεκδικεί και πάλι έναν σημαντικό ρόλο στην επικράτηση μιας ευρύτερης μόδας στην τέχνη (αρχιτεκτονική, ζωγραφική, γλυπτική, κινηματογράφο). Η κόπωση από όλα τα μοντερνιστικά κινήματα οδηγεί σε ένα πλουραλιστικό όραμα που στην τέχνη ονομάστηκε μεταμοντέρνο (βλ. και μεταπρωτοπορία, transavandgardia) και που σημαίνει την εκλεκτική ανάμειξη μιας παλαιότερης παράδοσης με εκείνη του πρόσφατου παρελθόντος, ένα παστίτσο από δάνεια με έντονη στιλιστική ποικιλία. Πρόκειται για έναν εκλεκτικό συγκρητισμό που «εκλεπτύνει την ευαισθησία μας απέναντι στις διαφορές και ενισχύει την ικανότητά μας να υποφέρουμε το ασύμμετρο» κατά τον Γάλλο φιλόσοφο Ζαν Φρανσουά Λυοτάρ. Ο νεοκλασικισμός μπορεί να μην είναι η μοναδική πηγή άντλησης στοιχείων για τους μεταμοντέρνους, ανανεώνει όμως για άλλη μια φορά τις αναφορές και την αντιμετώπιση της τέχνης της Αρχαιότητας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα στα πλαίσια της ιταλικής καλλιεργημένης ζωγραφικής (pittura colta) στη δεκαετία του 1980 είναι τα έργα του Κάρλο Μαρία Μαριάνι (1931), όπου παρατηρείται ένας συγκρητισμός στοιχείων της ύστερης φάσης του Ντε Κίρικο, της εννοιολογικής τέχνης (conceptual art) και του κλασικισμού των αρχών του 19ου αιώνα (εικ. 484). Το κίνημα του μεταμοντέρνου θα βρει γρήγορα πολύ θετική υποδοχή στη νεοελληνική τέχνη.