Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της

των Μανόλη Βουτυρά & Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

7.4. Η κατωιταλιωτική κεραμική

Αναφέραμε ήδη ότι από το τέλος του 5ου αιώνα π.Χ. άρχισε στην Κάτω Ιταλία η παραγωγή ερυθρόμορφων αγγείων όμοιων με τα αττικά, με συνέπεια τον περιορισμό των αττικών εξαγωγών. Τα εργαστήρια που παρήγαν τα αγγεία αυτά τα δημιούργησαν πιθανότατα Αθηναίοι κεραμείς, οι οποίοι έφυγαν από την πόλη τους και εγκαταστάθηκαν στην Κάτω Ιταλία για να βρίσκονται πιο κοντά στις κύριες αγορές των προϊόντων τους. Τα πρώτα κατωιταλιωτικά αγγεία δύσκολα διακρίνονται από τα αττικά. Η κυριότερη διαφορά τους είναι ότι το μαύρο γάνωμά τους δεν έχει τη στιλπνότητα που χαρακτηρίζει εκείνο των προϊόντων του αττικού Κεραμεικού. Με την πάροδο του χρόνου τα εργαστήρια της Κάτω Ιταλίας (και αργότερα της Σικελίας) ανέπτυξαν το καθένα τη δική του χαρακτηριστική τεχνοτροπία. Το πιο παραγωγικό από τα εργαστήρια αυτά ήταν το απουλικό, εγκατεστημένο στον Τάραντα, του οποίου η επίδραση στα υπόλοιπα είναι εμφανής, ιδιαίτερα μετά τα μέσα του 4ου αιώνα. Τα παλαιότερα απουλικά ερυθρόμορφα αγγεία χρονολογούνται στη δεκαετία 430-420 π.Χ.· είναι συνήθως μικρού μεγέθους και οι παραστάσεις τους είναι απλές, ενώ οι αγγειογράφοι αποφεύγουν τη χρήση πρόσθετων χρωμάτων. Από το τέλος του 5ου αιώνα όμως αρχίζουν να εμφανίζονται μεγάλα σχήματα, ιδιαίτερα κρατήρες, που διακοσμούνται με μεγάλες πολυπρόσωπες συνθέσεις, από τις οποίες δεν λείπουν τα πρόσθετα χρώματα, όπως το λευκό, το κίτρινο και το ιώδες. Ενδιαφέρον έχουν επίσης τα πλούσια φυτικά μοτίβα που κοσμούν κενές περιοχές στην επιφάνεια των αγγείων καθώς και τα αρχιτεκτονικά στοιχεία, τα οποία αποδίδονται με τη χρήση της προοπτικής.