Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση
Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της
των Μανόλη Βουτυρά & Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
7.6.3. Το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού
Στο προηγούμενο κεφάλαιο είδαμε ότι στη δυτική Μικρά Ασία και ειδικότερα στη Λυκία οι τοπικοί δυνάστες, που ήταν φόρου υποτελείς στον βασιλιά της Περσίας αλλά διατηρούσαν αρκετά μεγάλη αυτονομία, είχαν τη συνήθεια να κατασκευάζουν μεγάλα και πλούσια διακοσμημένα ταφικά μνημεία, εμπνευσμένα από την αρχιτεκτονική των κατοικιών, τα οποία από τις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. γίνονται ναόμορφα κτίσματα επάνω σε υψηλό πόδιο. Το γνωστότερο παράδειγμα είναι το μνημείο των Νηρηίδων στην Ξάνθο της Λυκίας (εικ. 245). Η συνήθεια αυτή έφτασε στο αποκορύφωμά της με το ταφικό μνημείο του ηγεμόνα της Καρίας Μαυσώλου στην Αλικαρνασσό, ένα κτίσμα που αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία της αρχιτεκτονικής.
Ο Μαύσωλος, γιος του Εκατόμνω, διαδέχθηκε τον πατέρα του ως ηγεμόνας και σατράπης (δηλαδή διοικητής υποτελής στον βασιλιά της Περσίας) της Καρίας το 376 π.Χ., και αφού κατόρθωσε να συγκεντρώσει στα χέρια του μεγάλο πλούτο και δύναμη, αποφάσισε να μεταφέρει την πρωτεύουσά του από τα Μύλασα, στο εσωτερικό της χώρας, στην ελληνική πόλη Αλικαρνασσό, που βρισκόταν στα παράλια και διέθετε αξιόλογο λιμάνι. Συνέπεια της απόφασης αυτής ήταν να ξανασχεδιαστεί η Αλικαρνασσός με βάση ένα πολεοδομικό σχέδιο με οριζόντιους και κάθετους δρόμους, όμοιο με εκείνο που είχε εφαρμοστεί περίπου 50 χρόνια νωρίτερα στη Ρόδο. Στο πιο περίοπτο σημείο της πόλης, περίπου στο κέντρο της, δημιουργήθηκε ένα μεγάλο τεχνητό ανάλημμα (242 m x 107 m), που δέσποζε επάνω από την αγορά. Εκεί, σύμφωνα με την απόφαση του Μαυσώλου, κατασκευάστηκε για τον ίδιο και την αδελφή και σύζυγό του Αρτεμισία ένα επιβλητικό ταφικό μνημείο (εικ. 270), που έμεινε γνωστό ως Μαυσωλείο και θεωρήθηκε ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου. Σημασία δεν έχει μόνο το μέγεθος και η πολυτέλεια, αλλά και η θέση του κτηρίου. Η ίδρυση ενός ταφικού μνημείου στο κέντρο μιας πόλης έχει ιδιαίτερο συμβολισμό. Οι αρχαίοι έθαβαν τους νεκρούς τους έξω από τα τείχη. Μόνο τάφοι ηρώων μπορούσαν να βρίσκονται σε κεντρικά σημεία και ειδικότερα στην αγορά. Είναι επομένως σαφές ότι, με την κατασκευή του επιβλητικού ταφικού μνημείου του στο κέντρο της καινούργιας του πρωτεύουσας, ο Μαύσωλος επιδίωκε να αποκτήσει μετά τον θάνατό του ηρωικές τιμές.
Πραγματικά το όνομα του Μαυσώλου έγινε πασίγνωστο χάρη στον τάφο του. Τόσο μεγάλη ήταν η φήμη του Μαυσωλείου στην Αρχαιότητα, αλλά και στα μεταγενέστερα χρόνια, ώστε το όνομά του χρησιμοποιείται ως σήμερα για να δηλώσει κάθε είδους μεγάλο και μνημειακό ταφικό οικοδόμημα. Οι διαστάσεις του Μαυσωλείου ήταν εντυπωσιακές: είχε μήκος 32,40 m, πλάτος 38,50 m και ύψος που ξεπερνούσε τα 40 m. Ο Μαύσωλος πέθανε το 353 π.Χ., πριν τελειώσει το λαμπρό ταφικό κτίσμα στο οποίο ενταφιάστηκε· οι εργασίες αποπερατώθηκαν με τη φροντίδα της Αρτεμισίας. Τις πληροφορίες αυτές μας τις δίνει ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (Naturalis historia 36.30-31):
«Ο Σκόπας είχε ανταγωνιστές στα ίδια χρόνια τον Βρύαξη και τον Τιμόθεο και τον Λεωχάρη, που πρέπει να τους αναφέρουμε μαζί, επειδή δούλεψαν από κοινού στα γλυπτά του Μαυσωλείου. Πρόκειται για τον τάφο που έφτιαξε για τον Μαύσωλο, τον ηγεμόνα της Καρίας που πέθανε το δεύτερο έτος της 107ης Ολυμπιάδας, η γυναίκα του Αρτεμισία. Το ότι το έργο αυτό συγκαταλέγεται ανάμεσα στα επτά θαύματα οφείλεται κυρίως σε αυτούς τους καλλιτέχνες. Το πλάτος του στα νότια και τα βόρεια είναι 63 πόδια, ενώ στα μέτωπα λίγο μικρότερο. Η περίμετρός του είναι συνολικά 440 πόδια, φτάνει σε ύψος τους 25 πήχεις, και περιβάλλεται από 36 κίονες. Την περίσταση των κιόνων οι Έλληνες την ονομάζουν πτερόν. Τα γλυπτά της ανατολικής πλευράς τα έκανε ο Σκόπας, της βόρειας ο Βρύαξις, της νότιας ο Τιμόθεος και της δυτικής ο Λεωχάρης. Πριν τελειώσουν, η βασίλισσα πέθανε. Ωστόσο, δεν σταμάτησαν και ολοκλήρωσαν το έργο, γιατί θεώρησαν ότι θα ήταν ένα μνημείο για την υστεροφημία τους και την τέχνη τους. Ως σήμερα δεν υπάρχει συμφωνία τίνος τα γλυπτά είναι τα καλύτερα. Υπήρχε και πέμπτος καλλιτέχνης. Διότι επάνω στο πτερόν στέκεται μια πυραμίδα ίση σε ύψος με την κάτω κατασκευή, η οποία με τις 24 βαθμίδες της καταλήγει στενεύοντας στην κορυφή του έργου. Στο ψηλότερο σημείο υπάρχει ένα μαρμάρινο τέθριππο, το οποίο κατασκεύασε ο Πύθις. Αν συνυπολογίσει κανείς αυτή την πυραμίδα ολόκληρο το οικοδόμημα φτάνει σε ύψος τα 140 πόδια.»
Το Μαυσωλείο ήταν μια σύνθετη κατασκευή αποτελούμενη από μια ψηλή, περίπου κυβική βάση, ένα περίπτερο οικοδόμημα που στηριζόταν επάνω της και μια ψηλή πυραμιδοειδή στέγη (εικ. 270). Τα δύο πρώτα στοιχεία τα συναντούμε ήδη στο μνημείο των Νηρηίδων· η πυραμίδα όμως που στεγάζει το κτίσμα είναι κάτι καινούργιο για τη δυτική Μικρά Ασία και ίσως έχει ως πρότυπο τις πυραμίδες της Αιγύπτου, που ήταν τα μεγαλύτερα ως τότε γνωστά ταφικά μνημεία. Αρχιτέκτονας ήταν ο Πύθις, ο οποίος κατασκεύασε άλλα δύο σημαντικά κτήρια στην ίδια περιοχή: τον ναό της Αθηνάς στην Πριήνη και τον ναό του Δία στα Λάβρανδα.
Το Μαυσωλείο παρέμεινε σχεδόν αλώβητο ως τις αρχές του 14ου αιώνα, οπότε υπέστη σοβαρές ζημιές από έναν σεισμό. Το τμήμα που δεν είχε καταρρεύσει το κατεδάφισαν ως τα θεμέλια το 1522 οι Ιωαννίτες Ιππότες της Ρόδου, για να χτίσουν με το υλικό του το φρούριο του Αγίου Πέτρου, το οποίο ελέγχει ως σήμερα την είσοδο του λιμανιού της Αλικαρνασσού. Στα μέσα του 19ου αιώνα, από το 1856 ως το 1859, ο Άγγλος αρχαιολόγος Charles Newton διεξήγαγε ανασκαφές και αρχαιολογικές έρευνες στην Αλικαρνασσό και αποκάλυψε το θεμέλιο του Μαυσωλείου και αρκετά γλυπτά από τον πλούσιο διάκοσμό του. Τα γλυπτά και τα άλλα κινητά ευρήματα μεταφέρθηκαν στο Βρετανικό Μουσείο, το οποίο είχε οργανώσει την ερευνητική αποστολή. Στα πρόσφατα χρόνια μια δανική αρχαιολογική ομάδα ολοκλήρωσε την έρευνα του Μαυσωλείου και έφερε στο φως νέα στοιχεία, τα οποία επιτρέπουν μια πειστικότερη αποκατάσταση του μνημείου από εκείνες που είχαν γίνει στο παρελθόν.