Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση
Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της
των Μανόλη Βουτυρά & Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
3.2.2. Ο πρώιμος ιωνικός ρυθμός στα νησιά του Αιγαίου και στα μικρασιατικά παράλια
Εκτός από την ηπειρωτική Ελλάδα και τις αποικίες στην Ιταλία και τη Σικελία η λίθινη αρχιτεκτονική επικράτησε επίσης από νωρίς στα νησιά του Αιγαίου και στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας (δηλαδή σε περιοχές κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, ιωνικές), όπου αναπτύχθηκε ο ιωνικός ρυθμός. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα μακρόστενο οικοδόμημα στο ιερό του Απόλλωνα στη Δήλο, που είναι γνωστό ως «οίκος των Ναξίων» (εικ. 76). Οίκοι ονομάζονταν ήδη στην Αρχαιότητα κτίσματα που βρίσκονταν σε ιερά αλλά δεν είχαν λατρευτικό χαρακτήρα· χρησίμευαν για τη φύλαξη αναθημάτων (όπως οι θησαυροί) ή ως χώροι συνεστιάσεων. Είναι όμως πιθανόν ότι ο «οίκος των Ναξίων» ήταν στην πραγματικότητα ο πρώτος ναός του Απόλλωνα, που άλλαξε χρήση στο δεύτερο μισό του 6ου αιώνα π.Χ., όταν πολύ κοντά του χτίστηκε ο «πώρινος ναός». Το κτήριο είναι μακρόστενο (24 m x 10 m περίπου) με την κύρια είσοδο στη δυτική στενή πλευρά, όπου υπάρχει πρόδομος με δύο (ή ίσως τρεις) κίονες ανάμεσα σε παραστάδες. Το πλαίσιο της πόρτας είναι από μάρμαρο. Στη βόρεια μακρά πλευρά ανοίγεται μια δευτερεύουσα είσοδος. Οι τοίχοι είναι χτισμένοι με πέτρες διαφόρων ειδών και μεγεθών (γρανίτη και γναύσιο λίθο). Στο εσωτερικό μια κεντρική κιονοστοιχία από ψηλούς και λεπτούς μαρμάρινους κίονες στηρίζει την οροφή. Οι κίονες είναι ιωνικοί: στηρίζονται σε στρογγυλές βάσεις, που πατούν επάνω σε μεγάλους δίσκους χωμένους στο έδαφος και έχουν ιωνικά κιονόκρανα, με άβακα που καταλήγει σε έλικες. Αξιοσημείωτο είναι ότι η οροφή και η στέγη του «οίκου των Ναξίων» δεν ήταν από ξύλο, αλλά από μάρμαρο. Ειδικά τα μαρμάρινα κεραμίδια είναι, όσο γνωρίζουμε, τα πρώτα του είδους, και δεν αποκλείεται να σχετίζονται με την πληροφορία που μας δίνει ο περιηγητής Παυσανίας (Ελλάδος περιήγησις 5.10.3), σύμφωνα με την οποία ο εφευρέτης τους ήταν ο Νάξιος Βύζης, που έζησε στα χρόνια του βασιλιά των Λυδών Αλυάττη και του βασιλιά των Μήδων Αστυάγη, δηλαδή στο πρώτο τρίτο του 6ου αιώνα π.Χ.
Αλλά οι πιο μεγάλοι και εντυπωσιακοί ιωνικοί ναοί ιδρύθηκαν σε δύο σημαντικά ιερά του ανατολικού Αιγαίου: στο ιερό της Ήρας στη Σάμο και στο ιερό της Άρτεμης στην Έφεσο.
Ο πρώτος λίθινος ναός της Ήρας στη Σάμο, ο τρίτος κατά σειρά στην ίδια θέση, άρχισε να χτίζεται γύρω στο 575 π.Χ.· όταν τελείωσε, γύρω στο 550 π.Χ., ήταν αναμφίβολα το μεγαλύτερο και επιβλητικότερο κτίσμα της εποχής του στην Ελλάδα (εικ. 77). Πέρα από τις εντυπωσιακές διαστάσεις του ναού (104 m x 52 m), που προκαλούσαν αναμφίβολα τον θαυμασμό (το εμβαδόν του ήταν 25 φορές μεγαλύτερο από εκείνο του παλαιού «εκατομπέδου»), η πιο σημαντική του πρωτοτυπία ήταν ότι η περίστασή του είχε δύο σειρές από κίονες· ήταν δηλαδή ο πρώτος δίπτερος ναός που γνωρίζουμε. Ο επισκέπτης που έμπαινε στον ναό είχε την εντύπωση ότι περιστοιχίζεται από ένα δάσος κιόνων. Ο ναός αυτός γρήγορα παρουσίασε στατικά προβλήματα επειδή η θεμελίωση του, λόγω του ελώδους εδάφους, δεν μπορούσε να στηρίξει το τεράστιο βάρος του (καθένας από τους κίονες ύψους 15 m ζύγιζε περίπου 50 τόνους) και υπέστη καθίζηση σε ορισμένα σημεία. Για τον λόγο αυτό, περίπου 20 χρόνια αργότερα, την εποχή του τυράννου Πολυκράτη (538-522 π.Χ.), ο ναός κατεδαφίστηκε και στη θέση του άρχισε να κατασκευάζεται ένας δεύτερος ναός, επίσης δίπτερος, με λίγο μεγαλύτερες διαστάσεις (110 m x 55 m), αλλά μετατοπισμένος κατά 40 m προς τα δυτικά (όπου το έδαφος είναι πιο στερεό) και με πολύ ισχυρότερη θεμελίωση. Στη νέα θεμελίωση ενσωματώθηκαν πολλά αρχιτεκτονικά μέλη του πρώτου δίπτερου ναού, που με αυτό τον τρόπο διασώθηκαν και μας επιτρέπουν σήμερα να αποκαταστήσουμε την ανωδομή του. Οι εργασίες στον ναό αυτό κράτησαν πολύ, όπως δείχνουν οι διαφορές στον τρόπο δόμησης, και ίσως δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ. Όταν ο Ηρόδοτος έφτασε στη Σάμο, πάνω από μισό αιώνα μετά την έναρξη της κατασκευής του ναού, φαίνεται ότι αυτός ήταν ακόμη ημιτελής. Ο Ηρόδοτος (3.60) μας λέει ότι αυτός είναι ο μεγαλύτερος ναός που γνωρίζει και κατονομάζει ως «πρώτο» αρχιτέκτονά του τον Ροίκο από τη Σάμο. Μαθαίνουμε όμως από τον Βιτρούβιο (De architectura 7, praef. 12) ότι ένας άλλος Σάμιος αρχιτέκτονας, ο Θεόδωρος, είχε γράψει ένα σύγγραμμα σχετικά με τον ναό της Ήρας. Ο Θεόδωρος δεν ήταν μόνο περίφημος αρχιτέκτονας, αλλά επίσης γλύπτης, μεταλλουργός και εφευρέτης. Το πιθανότερο είναι ότι ο Θεόδωρος έζησε μια γενιά πριν από τον Ροίκο και είχε σχεδιάσει και κατασκευάσει τον πρώτο δίπτερο ναό της Ήρας, που υπέστη λίγο αργότερα σοβαρές ζημιές από την καθίζηση του εδάφους· σε αυτόν θα πρέπει να αναφερόταν το βιβλίο του. Ο Ροίκος που αναφέρει ο Ηρόδοτος ήταν πιθανότατα ο αρχιτέκτονας που κατασκεύασε τον δεύτερο ναό της Ήρας, ο οποίος είναι γνωστός στους αρχαιολόγους ως ναός του Πολυκράτη.
Ο περίφημος στην Αρχαιότητα ναός της Άρτεμης στην Έφεσο (ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου) ήταν και αυτός ένας ιωνικός δίπτερος ναός με πολύ μεγάλες διαστάσεις. Η Άρτεμη, η μεγάλη θεά της Εφέσου, ήταν μια τοπική μικρασιατική θεότητα που οι Έλληνες είχαν ταυτίσει με την Άρτεμη· το ιερό της ήταν παλαιότερο από την πόλη και είχε αποκτήσει μεγάλη σημασία, όχι μόνο ως τόπος λατρείας αλλά και ως κέντρο οικονομικών συναλλαγών που γίνονταν με την εγγύηση της θεάς. Δεν είναι λοιπόν παράξενο ότι την κατασκευή του μεγάλου ναού της Άρτεμης στην Έφεσο, που άρχισε να χτίζεται γύρω στο 560 π.Χ. και χρειάστηκε περισσότερα από 100 χρόνια για να αποπερατωθεί, τη χρηματοδότησε γενναιόδωρα, στην αρχική φάση της, ο πάμπλουτος βασιλιάς της Λυδίας Κροίσος. Συγκεκριμένα, ο Κροίσος αφιέρωσε τους περισσότερους από τους 117 (ή 127) τεράστιους μαρμάρινους κίονες του ναού, που το ύψος τους ήταν 18 m και στο κάτω μέρος είχαν ανάγλυφες παραστάσεις (εικ. 78). Έτσι γνωρίζουμε ότι οι εργασίες του ναού είχαν προχωρήσει αρκετά το 547 π.Χ., όταν ο Κροίσος ηττήθηκε από τον βασιλιά της Περσίας Κύρο και έχασε τον θρόνο του. Κομμάτια από τους διακοσμημένους με ανάγλυφα κίονες του αρχαϊκού Αρτεμισίου της Εφέσου βρέθηκαν στις ανασκαφές που έκαναν εκεί Άγγλοι αρχαιολόγοι στα μέσα του 19ου αιώνα, και φυλάσσονται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου.
Σημαντικά δείγματα της ιωνικής μνημειακής αρχιτεκτονικής έχουμε επίσης στη Νάξο, το μεγαλύτερο και πλουσιότερο νησί των Κυκλάδων. Νότια της πόλης της Νάξου, στην τοποθεσία Ύρια, ανασκάφηκε από το 1986 ως το 1998 το ιερό του μεγάλου θεού του νησιού, του Διονύσου. Στη θέση ενός μυκηναϊκού υπαίθριου ιερού χτίστηκε στα πρωτογεωμετρικά χρόνια ένας μικρός μονόχωρος ναός (οίκος), ο οποίος γύρω στα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ. αντικαταστάθηκε από έναν πολύ μεγαλύτερο (10 m x 16 m) που το εσωτερικό του χωριζόταν σε τέσσερα κλίτη από τρεις σειρές ξύλινων στηριγμάτων. Μέσα σε αυτό τον ναό τελούνταν θυσίες και γίνονταν τελετουργικά δείπνα. Στις αρχές του 7ου αιώνα ο ναός ξαναχτίστηκε με τις ίδιες διαστάσεις, αλλά με δύο κιονοστοιχίες στο εσωτερικό και προστώο με τέσσερις κίονες μπροστά από την είσοδο. Σημαντικός από αρχιτεκτονική άποψη είναι ο τέταρτος κατά σειρά ναός, που χτίστηκε μεταξύ 580 και 550 π.Χ. με το ίδιο σχέδιο, αλλά εξ ολοκλήρου από μάρμαρο (εικ. 79)· η στέγη του δεν ήταν επίπεδη, όπως των προηγουμένων, αλλά δίριχτη, με μαρμάρινα κεραμίδια. Ο νέος ναός δεν ήταν πλέον τόπος συγκεντρώσεων και θυσιών, αλλά κατοικία του θεού, δηλαδή του αγάλματός του. Αξιοπρόσεκτα είναι τα μαρμάρινα ιωνικά κιονόκρανα, που μοιάζουν με εκείνο της σφίγγας των Ναξίων στους Δελφούς (εικ. 101).
Από το 538 ως το 524 π.Χ. τύραννος της Νάξου ήταν ο Λύγδαμις. Στα χρόνια αυτά άρχισε να χτίζεται σε ένα νησάκι στην είσοδο του λιμανιού της Νάξου ένας επιβλητικός ναός για τον Δήλιο Απόλλωνα. Από τη θεμελίωση συμπεραίνουμε ότι ο ναός αυτός θα ήταν περίπτερος με έξι κίονες στις στενές και εννέα στις μακρές πλευρές· οι κιονοστοιχίες των στενών πλευρών θα ήταν επιπλέον διπλές. Ο κυρίως ναός είχε πρόδομο, οπισθόδομο και σηκό με τρία κλίτη. Το φιλόδοξο σχέδιο του Λύγδαμη εγκαταλείφθηκε μετά την ανατροπή του και ο ναός του Απόλλωνα δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Όρθιο στέκεται όμως ως σήμερα το μισοτελειωμένο πλαίσιο της μεγάλης πόρτας του σηκού (εικ. 80).