Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση
Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της
των Μανόλη Βουτυρά & Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
3.1.2. Ο «ζωγράφος του Νέσσου»
Ανάμεσα στα παλαιότερα αττικά αγγεία που έχουν διακοσμηθεί με τη μελανόμορφη τεχνική, αξιομνημόνευτα είναι εκείνα που ανακαλύφθηκαν σε τάφους του αρχαίου δήμου Αναγυρούντος, στη σημερινή Βάρη. Οι αγγειογραφίες τους είναι πραγματικά εντυπωσιακές· πρόκειται για έργα ικανών ζωγράφων των τελευταίων δεκαετιών του 7ου αιώνα π.Χ., οι οποίοι, αν και παραμένουν ανώνυμοι, μας δίνουν συχνά τη δυνατότητα να αναγνωρίσουμε την ιδιαίτερη καλλιτεχνική τους γλώσσα, με άλλα λόγια το προσωπικό τους στιλ. Τον σημαντικότερο από αυτούς τον αποκαλούμε συμβατικά «ζωγράφο του Νέσσου» από το γνωστότερο έργο του, έναν αμφορέα που βρέθηκε στο νεκροταφείο του Κεραμεικού στην Αθήνα, στον λαιμό του οποίου εικονίζεται η πάλη του Ηρακλή με τον Κένταυρο Νέσσο (εικ. 59).
Σύμφωνα με τον μύθο, ο Ηρακλής, επιστρέφοντας από την Καλυδώνα, όπου είχε παντρευτεί τη Δηιάνειρα, την κόρη του βασιλιά Οινέα, έφτασε στις όχθες του Εύηνου ποταμού. Εκεί ο Νέσσος (ή Νέττος στην αττική διάλεκτο) περνούσε τους ταξιδιώτες απέναντι με αμοιβή και ο Ηρακλής του εμπιστεύτηκε τη γυναίκα του για να τη μεταφέρει στην πλάτη του. Αλλά στη μέση του ποταμού ο Κένταυρος προσπάθησε να βιάσει τη Δηιάνειρα και τότε ο Ηρακλής του επιτέθηκε και τον σκότωσε με τα θανατηφόρα βέλη του. Ο αγγειογράφος δεν ακολουθεί αυτή την εκδοχή του μύθου, αφού μας δείχνει τον Ηρακλή να σκοτώνει τον Κένταυρο με το ξίφος του. Είναι δύσκολο να πούμε αν η ιδιομορφία αυτή οφείλεται σε παραλλαγή του μύθου ή αν ο αγγειογράφος προτίμησε το ξίφος από τα βέλη για να κάνει τη συμπλοκή των μορφών πιο δραματική για τον θεατή. Η δεύτερη ερμηνεία φαίνεται πιθανότερη, γιατί ο τρόπος θανάτωσης του Νέσσου έχει τη σημασία του στον μύθο.
Μπορεί το επεισόδιο του φόνου του Νέσσου να μη φαίνεται από μόνο του σημαντικό, οι αρχαίοι γνώριζαν όμως ότι είχε μοιραίες συνέπειες για τον Ηρακλή. Ο λόγος ήταν ότι ο Κένταυρος, πριν πεθάνει, συμβούλεψε τη Δηιάνειρα να μαζέψει το αίμα του, λέγοντάς της ότι, αν ποτέ ο Ηρακλής φανεί άπιστος απέναντι της, αυτό θα τη βοηθούσε να τον ξαναφέρει κοντά της. Πραγματικά, ο Ηρακλής ερωτεύτηκε λίγο αργότερα την Ιόλη, κόρη του βασιλιά της Οιχαλίας Ευρύτου, που την αιχμαλώτισε όταν κυρίεψε την πατρίδα της και σκότωσε τον πατέρα και τα αδέλφια της. Η Δηιάνειρα, από φόβο μήπως ο Ηρακλής την εγκαταλείψει, ράντισε με το αίμα του Νέσσου τον επίσημο χιτώνα που θα φορούσε για να προσφέρει θυσία στον Δία. Αλλά το αίμα του Κενταύρου ήταν μολυσμένο από το δηλητήριο της Λερναίας Ύδρας, στο οποίο είχε βουτήξει ο Ηρακλής τα βέλη του για να τα κάνει θανατηφόρα. Μόλις λοιπόν ο ήρωας φόρεσε το ρούχο, εκείνο κόλλησε επάνω του και άρχισε να του διαλύει τις σάρκες. Για να γλιτώσει από τους πόνους ο Ηρακλής κατέφυγε στην κορυφή της Οίτης, όπου κάηκε σε μια φωτιά που άναψε για χάρη του ο βοσκός Ποίας. Η θετική πλευρά της ιστορίας είναι ότι οι θεοί δέχτηκαν τον Ηρακλή στον Όλυμπο μετά το τραγικό τέλος του. Ο φόνος του Νέσσου είναι, επομένως, η αρχή μιας ιστορίας με μεγάλο ενδιαφέρον για τον αρχαίο θεατή, που γνώριζε ότι ο Ηρακλής λατρευόταν σε ολόκληρη την Ελλάδα, άλλοτε ως ήρωας και άλλοτε ως θεός. Η ιστορία του Ηρακλή και του Νέσσου, που εμείς την ξέρουμε κυρίως από μια τραγωδία του 5ου αιώνα π.Χ., τις Τραχίνιες του Σοφοκλή, ήταν πολύ γνωστή ήδη από τον 7ο αιώνα, όπως φαίνεται από το γεγονός ότι την είχε διηγηθεί σε ένα ποίημά του ο Αρχίλοχος.
Στο σώμα του αμφορέα εικονίζεται ένας μύθος που τον συναντήσαμε ήδη στον πρωτοαττικό αμφορέα της Ελευσίνας, ο αποκεφαλισμός της Μέδουσας: η αποκεφαλισμένη Γοργόνα καταρρέει ενώ οι αδελφές της κυνηγούν τον φονιά της, τον Περσέα. Η γρήγορη κίνηση δηλώνεται με την κάμψη και των δύο γονάτων σχεδόν σε ορθή γωνία, ένα τυπικό μοτίβο της αρχαϊκής τέχνης. Στην πραγματικότητα οι φτερωτές Γοργόνες πετούν πάνω από τα κύματα της θάλασσας, η οποία δηλώνεται με μια σειρά από δελφίνια που κολυμπούν αντίθετα· τα μεγάλα τερατόμορφα κεφάλια τους αποδίδονται με τρόπο λιγότερο ευφάνταστο από ό,τι στον παλαιότερο αμφορέα του Πολύφημου. Η τυποποίηση των χαρακτηριστικών των Γοργόνων που παρατηρούμε εδώ, με ανθρώπινα μάτια και αφτιά, αλλά μύτη πλατιά, στόμα άγριου ζώου και φλογόσχημους βοστρύχους σαν χαίτη λιονταριού στο κάτω μέρος του προσώπου, οφείλεται στους Κορίνθιους αγγειογράφους και επικρατεί ως την κλασική εποχή. Ο ίδιος ο Περσέας δεν εμφανίζεται στην παράσταση, πιθανότατα λόγω έλλειψης χώρου. Το αγγείο είναι διακοσμημένο μόνο στην μπροστινή όψη· η πίσω πλευρά του φαίνεται ότι δεν ήταν ορατή, επειδή ήταν ταφικό μνημείο, προορισμένο να στηθεί μπροστά από μια όρθια λίθινη πλάκα.