Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της

των Μανόλη Βουτυρά & Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

  • 85. Κούρος από το Σούνιο, 600-580 π.Χ. Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.

  • 86. Κεφάλι κούρου από το Δίπυλο στον Κεραμεικό, 610-600 π.Χ. Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.

3.3.3. Οι πρώτοι κούροι από την Αττική

Μεγάλων διαστάσεων κούρους συναντούμε την ίδια εποχή (δηλαδή στο τέλος του 7ου και στις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ.) και στην Αττική. Ιδιαίτερα εντυπωσιακοί είναι εκείνοι που ανακαλύφθηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα (συγκεκριμένα το 1906) στο ιερό του Ποσειδώνα στο Σούνιο, οι περισσότεροι σε μικρά ή μεγαλύτερα θραύσματα. Ο καλύτερα σωζόμενος από τους κούρους του Σουνίου έχει ύψος λίγο μεγαλύτερο από 3 m, χρονολογείται στην πρώτη εικοσαετία του 6ου αιώνα π.Χ. και μαρτυρεί τον πλούτο του παραγγελιοδότη και την ικανότητα του γλύπτη (εικ. 85). Αν παρατηρήσουμε το άγαλμα από κοντά, μπορούμε να αντιληφθούμε καλύτερα πώς δούλευε ο αρχαίος καλλιτέχνης. Πέρα από τις αναλογίες του σώματος, που ακολουθούν, όπως είπαμε, κατά προσέγγιση τον σαϊτικό κανόνα των Αιγυπτίων, βλέπουμε με πόση ακρίβεια και προσοχή στις λεπτομέρειες έχουν αποδοθεί τα ανατομικά στοιχεία του κορμού και του κεφαλιού. Στα σκέλη διακρίνονται καθαρά τα περιγράμματα των μυών και των επιγονατίδων, στον κορμό διαγράφονται οι λαγόνες, οι κοιλιακοί μύες, το στήθος, οι ωμοπλάτες και η σπονδυλική στήλη, ενώ στους βραχίονες ξεχωρίζουν οι αγκώνες και οι καρποί των χεριών. Όλα όμως αυτά τα ανατομικά στοιχεία δηλώνονται σχεδιαστικά, δηλαδή με απλές εγχάρακτες ή ανάγλυφες γραμμές επάνω στις κατά τα άλλα λείες επιφάνειες, και όχι πλαστικά, δηλαδή ως εξογκώματα. Αυτό τον τρόπο απόδοσης τον συναντούμε, όπως και το σύστημα των αναλογιών, στα μεγάλα όρθια ανδρικά αγάλματα από την αρχαία Αίγυπτο.

Η ίδια προσοχή στην απόδοση των λεπτομερειών, αλλά μαζί και η ίδια διάθεση για σχηματοποίηση, διακρίνεται και στην απόδοση των χαρακτηριστικών του κεφαλιού. Εντύπωση προκαλούν πρώτα πρώτα τα μεγάλα μάτια, που θα έδιναν στην Αρχαιότητα μεγάλη ζωντάνια στο πρόσωπο, καθώς η ίριδα και η κόρη αποδίδονταν με έντονα χρώματα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η σχηματική απόδοση του πτερυγίου του αφτιού, το οποίο μοιάζει σαν γραμμικό κόσμημα που απολήγει σε δύο ανόμοιους έλικες. Τα μακριά μαλλιά συγκρατούνται γύρω από το κεφάλι με μια πλατιά ταινία και πέφτουν στους ώμους χτενισμένα σε μακριούς, περίτεχνα κατσαρωμένους βοστρύχους, που και αυτοί αποδίδονται σχηματικά, ενώ πάνω από το μέτωπο τυλίγονται σε διακοσμητικούς ρόδακες. Η εικόνα που φέρνει μπροστά στα μάτια μας ο κούρος είναι εκείνη ενός ρωμαλέου νέου άνδρα με εξαιρετικά φροντισμένη εμφάνιση· ένας αγένειος ακόμη έφηβος από μεγάλη γενιά, καμάρι των δικών του και του τόπου του.

Οι κούροι του Σουνίου, στημένοι στο ιερό του Ποσειδώνα, ήταν αναθήματα, δηλαδή αφιερώματα, φτιαγμένα για να ευχαριστήσουν τον θεό, αλλά και για να προβάλουν τον πλούτο και τη δόξα των αναθετών που τα είχαν στήσει. Παρόμοιοι κούροι, λίγο μικρότεροι σε μέγεθος (γύρω στα 2 m), στήνονταν όμως και επάνω σε τάφους νέων αριστοκρατών. Ένα τέτοιο άγαλμα από την Ανάβυσσο της Αττικής, που σώζεται ακέραιο και βρίσκεται σήμερα στη Νέα Υόρκη, χρονολογείται γύρω στο 600 π.Χ., είναι δηλαδή λίγο παλαιότερο από τον μεγάλο κούρο του Σουνίου. Ο κούρος της Νέας Υόρκης είναι έργο ενός διαφορετικού εργαστηρίου, όπως φαίνεται από το πιο μακρόστενο σχήμα του κεφαλιού και την απόδοση του σώματος και των μαλλιών. Με το εργαστήριο αυτό συνδέονται αντίθετα οι γλύπτες που σμίλεψαν δύο άλλους κούρους της ίδιας εποχής, οι οποίοι ήταν στημένοι στο νεκροταφείο του Κεραμεικού στην Αθήνα, κοντά στο Δίπυλο. Από τον έναν, που είναι λίγο παλαιότερος, σώζεται μόνο το κεφάλι (εικ. 86), έργο δεξιοτεχνικό, και το δεξί άκρο χέρι· ο άλλος βρέθηκε σχεδόν ολόκληρος το 2001 λίγο έξω από το κλασικό τείχος της πόλης, κάτω από το πλακόστρωτο της Ιεράς Οδού, που οδηγεί στην Ελευσίνα.