Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση
Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της
των Μανόλη Βουτυρά & Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
7.7.1. Αρχιτεκτονικά γλυπτά του 4ου αιώνα π.Χ.
Το πρώτο σημαντικό σύνολο αρχιτεκτονικών γλυπτών του 4ου αιώνα π.Χ. που μας έχει σωθεί προέρχεται από τον ναό του Ασκληπιού στην Επίδαυρο και περιλαμβάνει τις συνθέσεις των δύο αετωμάτων και τα αντίστοιχα ακρωτήρια (τρία στην κάθε πλευρά). Ο ναός μαζί με τον διάκοσμο του χρονολογείται, όπως είδαμε, γύρω στο 380 π.Χ. Τα γλυπτά εκτίθενται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο· σώζονται αποσπασματικά, αλλά η προσεκτική εξέτασή τους οδήγησε τελικά σε μιαν ασφαλή αποκατάσταση. Στο αέτωμα της ανατολικής πλευράς εικονιζόταν η άλωση της Τροίας, στο κεντρικό ακρωτήριο η αρπαγή της Αίγλης (ή Κορωνίδας), της μητέρας του Ασκληπιού, από τον Απόλλωνα, και στα πλαϊνά ακρωτήρια δύο φτερωτές Νίκες. Στη δυτική πλευρά το αέτωμα δείχνει μιαν Αμαζονομαχία που διαδραματίστηκε στη διάρκεια του Τρωικού Πολέμου, όταν η βασίλισσα των Αμαζόνων Πενθεσίλεια ήρθε να βοηθήσει τους Τρώες, αλλά τη σκότωσε σε μονομαχία ο Αχιλλέας (βλ. κεφ. 5, ενότητα 5.1.2). Το κεντρικό ακρωτήριο είναι μια Νίκη με ένα πουλί (ίσως πέρδικα) στη δεξιά μασχάλη (εικ. 273) και τα πλαϊνά δύο Αύρες (θεές των ανέμων) καθισμένες πλάγια στα άλογά τους (εικ. 274).
Στο κέντρο της παράστασης του δυτικού αετώματος μια έφιππη Αμαζόνα, πιθανότατα η Πενθεσίλεια, έχει χτυπήσει με το δόρυ της έναν γυμνό Έλληνα, που πέφτει στο έδαφος κάτω από το άλογό της, ενώ ένας άλλος Έλληνας (ίσως ο Αχιλλέας), επίσης γυμνός, επιτίθεται εναντίον της (εικ. 275). Το σύμπλεγμα των αντιπάλων επαναλαμβάνει ένα γνωστό μοτίβο (το συναντούμε π.χ. στο επιτύμβιο ανάγλυφο του Δεξίλεω), υιοθετεί όμως τολμηρές για την εποχή λύσεις με τη διαγώνια τοποθέτηση των μορφών και τη συστροφή των σωμάτων. Τα γλυπτά του ανατολικού αετώματος διατηρούνται λιγότερο καλά, είναι όμως βέβαιο ότι η σύνθεση περιλάμβανε δύο επεισόδια που στάθηκαν μοιραία για τους Έλληνες, τον φόνο του Πριάμου και του μικρού εγγονού του Αστυάνακτα από τον γιο του Αχιλλέα Νεοπτόλεμο επάνω στον βωμό και τον βιασμό της Κασσάνδρας από τον Αίαντα τον Λοκρό μπροστά στο Παλλάδιον (το ιερό άγαλμα της Αθηνάς).
Οι οικοδομικές επιγραφές μάς παραδίδουν τα ονόματα των καλλιτεχνών που εργάστηκαν στα γλυπτά του ναού. Το χρυσελεφάντινο λατρευτικό άγαλμα του Ασκληπιού ήταν έργο του Πάριου Θρασυμήδη, όπως μας πληροφορεί ο Παυσανίας (Ελλάδος περιήγησις 2.27.2), ο οποίος το περιγράφει ως εξής:
«Το άγαλμα του Ασκληπιού στο μέγεθος είναι το μισό του Ολυμπίου Δία της Αθήνας, κατασκευασμένο από ελεφαντόδοντο και χρυσάφι. Μια επιγραφή αναφέρει πως ο καλλιτέχνης είναι ο Πάριος Θρασυμήδης, γιος του Αριγνώτου. Ο θεός κάθεται σε θρόνο κρατώντας βακτηρία, ενώ το άλλο του χέρι το έχει επάνω στο κεφάλι του φιδιού· είναι φτιαγμένο και ένα σκυλί ξαπλωμένο πλάι του. Στο θρόνο υπάρχουν ανάγλυφες παραστάσεις με κατορθώματα Αργείων ηρώων, του Βελλεροφόντη με τη Χίμαιρα και του Περσέα, που έκοψε το κεφάλι της Μέδουσας.» (Μτφρ. Ν. Παπαχατζή, με μικρές τροποποιήσεις)
Ο γλύπτης ενός μέρους από τα γλυπτά των αετωμάτων λεγόταν Εκτορίδας. Ένας άλλος γλύπτης που το όνομά του αρχίζει από Θεο-, έκανε τα ακρωτήρια της ανατολικής πλευράς. Οι πολύ δεξιοτεχνικά δουλεμένες μορφές των ακρωτηρίων της δυτικής πλευράς (εικ. 273, 274), που συμβαίνει να σώζονται καλύτερα, είναι έργα του Τιμοθέου, ενός γλύπτη που εργάστηκε αργότερα και στο Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού. Ο ίδιος καλλιτέχνης κατασκεύασε και τους τύπους, δηλαδή μια σειρά από ανάγλυφα, τα οποία κοσμούσαν ίσως τη βάση του αγάλματος του Ασκληπιού.
Εξαιρετικά πλούσιος και σημαντικός για τη μελέτη της τέχνης του 4ου αιώνα π.Χ. ήταν ο γλυπτός διάκοσμος του Μαυσωλείου της Αλικαρνασσού (εικ. 270), για την κατασκευή του οποίου είχαν δουλέψει, όπως είδαμε, τέσσερις από τους πιο άξιους καλλιτέχνες της εποχής. Τα γλυπτά ήταν όλα από λευκό μάρμαρο και περιλάμβαναν πολυπρόσωπες συνθέσεις τοποθετημένες επάνω σε βάσεις στο κάτω μέρος του ποδίου, ανάγλυφες ζωφόρους με παραστάσεις Αμαζονομαχίας, Κενταυρομαχίας και αρματοδρομίας στο επάνω μέρος του ποδίου, και στο επάνω μέρος του τοίχου, εσωτερικά του πτερού, ανδρικά και γυναικεία αγάλματα ανάμεσα στους κίονες, και μια σειρά από λιοντάρια στη βάση της πυραμίδας που αποτελούσε τη στέγη του κτηρίου. Στην κορυφή της πυραμίδας υπήρχε ένα τέθριππο άρμα πολύ μεγάλων διαστάσεων, επάνω στο οποίο βρίσκονταν τα αγάλματα του Μαυσώλου και της Αρτεμισίας. Το Μαυσωλείο ήταν επίσης, όσο γνωρίζουμε, το πρώτο αρχαίο κτήριο που διέθετε φατνώματα οροφής διακοσμημένα με ανάγλυφες παραστάσεις.
Τα περισσότερα από τα σωζόμενα γλυπτά του Μαυσωλείου βρίσκονται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο. Από αυτά διατηρούνται σε καλή κατάσταση δύο υπερφυσικού μεγέθους αγάλματα, ένα ανδρικό ντυμένο με χιτώνα και ιμάτιο (εικ. 276) και ένα γυναικείο με όμοια ενδυμασία (εικ. 277), τα οποία ονομάζονται συμβατικά «Μαύσωλος» και «Αρτεμισία», αν και γνωρίζουμε ότι δεν είναι αυτά που βρίσκονταν στο άρμα στην κορυφή του μνημείου, καθώς και μεγάλα τμήματα από μια ζωφόρο με Αμαζονομαχία (εικ. 278, 279, 280) και μικρότερα από μια ζωφόρο με Κενταυρομαχία (εικ. 281) και μια με αρματοδρομία. Οι πλάκες αυτές προέρχονται από διαφορετικές πλευρές του κτηρίου και έχουν μεταξύ τους σημαντικές τεχνοτροπικές διαφορές, επιβεβαιώνοντας έτσι την πληροφορία ότι τα γλυπτά σε κάθε πλευρά του Μαυσωλείου ήταν έργα διαφορετικού καλλιτέχνη. Δεν υπάρχει, ωστόσο, ομοφωνία μεταξύ των αρχαιολόγων για την απόδοση των σωζόμενων τμημάτων της ζωφόρου με την Αμαζονομαχία σε συγκεκριμένους καλλιτέχνες από τους τέσσερις που αναφέρει ο Πλίνιος, δηλαδή τον Τιμόθεο, τον Σκόπα, τον Λεωχάρη και τον Βρύαξη.