Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της

των Μανόλη Βουτυρά & Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

  • 19. Πρωτογεωμετρικός αμφορέας, δεύτερο μισό του 10ου αι. π.Χ. Αθήνα, Μουσείο Κεραμεικού.

  • 20. Υπομηκυναϊκός αμφορέας, 11ος αι. π.Χ. Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.

  • 21. Πρωτογεωμετρικός αμφορέας, πρώτο μισό του 10ου αι. π.Χ. Αθήνα, Μουσείο Κεραμεικού.

  • 22. Πρωτογεωμετρικός αμφορέας, πρώτο μισό του 10ου αι. π.Χ. Αθήνα, Μουσείο Κεραμεικού.

  • 23. Πήλινο καλάθι, μέσα του 8ου αι. π.Χ. Αθήνα, Μουσείο Κεραμεικού.

  • 24. Πυξίδα με κάλυμμα, τρίτο τέταρτο του 8ου αι. π.Χ. Παρίσι, Λούβρο.

1.7.3. Ο γεωμετρικός ρυθμός δεν είναι αφηρημένη τέχνη

Δεν είναι σωστό να συμπεράνουμε αβασάνιστα, όπως συμβαίνει συχνά, ότι η γεωμετρική τέχνη στηρίζεται σε αφηρημένα μοτίβα, είναι δηλαδή μια τέχνη μη παραστατική. Πρόκειται για μια παλιάν αντίληψη, που τη συναντούμε ακόμη και σήμερα όχι μόνο σε εγχειρίδια αλλά και σε ειδικές μελέτες για την αρχαία τέχνη. Οι αρχαιολόγοι των αρχών του 20ού αιώνα φαντάστηκαν ότι στις αρχές της 1ης χιλιετίας π.Χ. οι Έλληνες, αποδεσμευμένοι από τις ξένες επιρροές που είχαν διαμορφώσει σε μεγάλο βαθμό τον μυκηναϊκό πολιτισμό (προερχόμενες κυρίως από τη μινωική Κρήτη αλλά και από την Εγγύς Ανατολή), ανέπτυξαν μια τέχνη σύμφωνη με την ιδιοσυγκρασία τους. Με βάση αυτό το σκεπτικό, ο διάκοσμος των γεωμετρικών αγγείων, φαινομενικά εντελώς διαφορετικός από τα ελεύθερα σχεδιασμένα φυτικά μοτίβα που κοσμούν τα αγγεία της μυκηναϊκής εποχής, θεωρήθηκε ότι απηχεί έναν πρωτόγνωρο, αφαιρετικό τρόπο σκέψης. Δεν έλειψαν μάλιστα στο παρελθόν οι προσπάθειες να αποδοθεί ο νέος ρυθμός στους Δωριείς, που η εγκατάστασή τους στην Ελλάδα συνδέθηκε, όπως είδαμε, με το τέλος της μυκηναϊκής εποχής. Η εξήγηση αυτή δύσκολα βρίσκει πλέον υποστηρικτές, αφού η αρχαιολογική έρευνα έδειξε ότι το πρώτο και σημαντικότερο κέντρο παραγωγής πρωτογεωμετρικής και γεωμετρικής κεραμικής ήταν η Αθήνα, την οποία, σύμφωνα με την παράδοση, ποτέ δεν κατέκτησαν οι Δωριείς. Μια άλλη, εξίσου προβληματική ερμηνεία θεωρεί τον γεωμετρικό ρυθμό στη διακόσμηση των αγγείων έκφραση μιας κλειστής αγροτικής κοινωνίας. Είναι όμως απίθανο η αθηναϊκή κοινωνία της εποχής, ειδικά από τα μέσα του 9ου αιώνα π.Χ. και έπειτα, να είχε τέτοια χαρακτηριστικά, τη στιγμή που όλες οι ενδείξεις μάς πείθουν, όπως είδαμε, ότι διατηρούσε ένα εκτεταμένο δίκτυο εμπορικών ανταλλαγών.

Ανεξάρτητα όμως από τις ερμηνείες για τη γένεση της γεωμετρικής τεχνοτροπίας, οι περισσότεροι μελετητές δέχονται ότι αυτή είναι αποτέλεσμα του συνδυασμού απλών γραμμικών μοτίβων για τη δημιουργία αφηρημένων συνθέσεων και περιέχει, επομένως, σε εμβρυακή έστω μορφή, τα στοιχεία που οδήγησαν τους Έλληνες στην ανάπτυξη της γεωμετρίας και της επιστημονικής σκέψης, αλλά και τον σπόρο από τον οποίο βλάστησαν αργότερα η ποίηση και η φιλοσοφία. Κάποιοι μάλιστα δεν δίστασαν να δουν στην τεχνοτροπία αυτή έναν μακρινό πρόδρομο των μη παραστατικών καλλιτεχνικών ρευμάτων του 20ού αιώνα.

Η γοητευτική στη σύλληψή της θεωρία που θέλει τους αγγειογράφους της γεωμετρικής εποχής να δημιουργούν τα έργα τους στηριγμένοι σε θεωρητικές αρχές που τις συναντούμε πολύ αργότερα στη σκέψη των αρχαίων Ελλήνων, όχι όμως και στην τέχνη (όπου βρίσκουν εφαρμογή μόνο στη σύγχρονη εποχή, στις αρχές του 20ού αιώνα), δεν αντέχει σε προσεκτική εξέταση. Στην πραγματικότητα η γεωμετρική τέχνη δεν είναι ένα εντελώς νέο ξεκίνημα. Αν συγκρίνουμε τον διάκοσμο των αθηναϊκών πρωτογεωμετρικών αγγείων (εικ. 19) με εκείνο των λίγο προγενέστερων υπομηκυναϊκών (εικ. 20), διαπιστώνουμε ότι τα μοτίβα τους δεν διαφέρουν ριζικά. Τα βασικά στοιχεία που χρησιμοποιούνται είναι και στις δύο περιπτώσεις τα ίδια (π.χ. ομόκεντρα ημικύκλια και κυματοειδείς γραμμές), μόνο που στα πρωτογεωμετρικά αγγεία έχουν συμμετρική διάταξη και προσεκτικότερη σχεδίαση. Γνωρίζουμε επίσης ότι τα διακοσμητικά μοτίβα της όψιμης μυκηναϊκής κεραμικής συνεχίζουν κατά κάποιον τρόπο, σχηματοποιημένα και παραλλαγμένα, τα φυτικά κυρίως κοσμήματα που συναντούμε στα μυκηναϊκά αγγεία.

Φαίνεται επομένως ότι ο γεωμετρικός διάκοσμος, παρά την εκτεταμένη χρήση γραμμικών στοιχείων, είναι παραστατικός, αποδίδει δηλαδή μορφές που υπάρχουν στη φύση. Άλλωστε η αυστηρή σχηματοποίηση δεν αποτελεί απαράβατο κανόνα της γεωμετρικής τέχνης, ούτε στην πρώιμη φάση της ούτε αργότερα. Για να το κατανοήσουμε αυτό αρκεί να συγκρίνουμε δύο αττικούς πρωτογεωμετρικούς αμφορείς από το νεκροταφείο της περιοχής του Διπύλου στον Κεραμεικό. Ενώ και οι δύο φέρουν στον ώμο τα τυπικά για την εποχή ομόκεντρα ημικύκλια, η ζώνη της κοιλιάς διακοσμείται με διαφορετικό τρόπο: στον έναν έχουμε ομόκεντρους κύκλους φτιαγμένους με διαβήτη (εικ. 21) και στον άλλον ελεύθερα ζωγραφισμένες κυματοειδείς γραμμές σαν τόξα (εικ. 22). Το ελεύθερο σχέδιο του δεύτερου αγγείου συνδυάζεται με ένα εικονιστικό θέμα, τη μορφή ενός αλόγου κάτω από ένα από τα τόξα. Ο τεχνίτης έχει επομένως ως πρότυπο μορφές που υπάρχουν στη φύση και η σχηματοποίηση δεν είναι παρά ένας συμβατικός τρόπος για την απόδοσή τους.

Αλλά η άποψη ότι ο διάκοσμος των γεωμετρικών αγγείων εμπνέεται άμεσα από την πραγματικότητα και αποδίδει φυτικές και άλλες μορφές επιβεβαιώνεται και από μια προσεκτική ανάλυση των ίδιων των στοιχείων του. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα ενός πήλινου καλαθιού από τάφο του Κεραμεικού (εικ. 23), του οποίου η γεωμετρική διακόσμηση μιμείται φανερά το πλέξιμο κλαδιών λυγαριάς, τονίζοντας μάλιστα τα πολύπλοκα μοτίβα που σχηματίζονται εκεί όπου η πλέξη είναι ενισχυμένη, στις ενώσεις και στη λαβή. Το ίδιο συμβαίνει και με τη διακόσμηση των πήλινων αλόγων που διακοσμούν συνήθως τα καλύμματα των πυξίδων (εικ. 24). Εξετάζοντας προσεκτικά τις ζώνες γραμμικών κοσμημάτων στο κεφάλι, στον λαιμό και στη ράχη τους, διαπιστώνουμε ότι αποδίδουν στοιχεία από τον ζυγό και τα χαλινάρια με τα οποία τα ζώα δένονταν στα άρματα. Δεν πρόκειται επομένως για ελεύθερα αλλά για ζεμένα άλογα, όπως αυτά που οδηγούν τους ήρωες στη μάχη στην Ιλιάδα. Αυτή είναι μια πρόσθετη ένδειξη για τις αριστοκρατικές αντιλήψεις που απηχεί ο διάκοσμος των γεωμετρικών αγγείων.