Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση
Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της
των Μανόλη Βουτυρά & Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
2.2. Η καινοτομία στην αρχαία ελληνική τέχνη και τα τοπικά εργαστήρια
Αν υπάρχει ένα στοιχείο που ξεχωρίζει τους Έλληνες καλλιτέχνες από τους συναδέλφους τους της Εγγύς Ανατολής και της Αιγύπτου, αυτό είναι η έντονη διάθεσή τους να πειραματιστούν και να καινοτομήσουν. Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της αρχαίας ελληνικής τέχνης είναι ότι κανένας από τους τύπους που χρησιμοποιεί δεν μένει σταθερός και αναλλοίωτος για περισσότερο από μία γενιά, καθώς οι νέοι καλλιτέχνες προσπαθούν συνεχώς να ξεπεράσουν τους δασκάλους τους. Ξέρουμε ότι οι αρχαίοι Έλληνες καλλιεργούσαν συνειδητά από πολύ νωρίς το πνεύμα της έρευνας και της καινοτομίας σε όλες τους τις δραστηριότητες. Στο τέλος του 6ου αιώνα π.Χ. ο φιλόσοφος και ποιητής Ξενοφάνης γράφει (απόσπ. 18 Diels-Kranz):
«Δεν είναι αλήθεια ότι οι θεοί τα έδειξαν από την αρχή όλα στους ανθρώπους· αντίθετα, αυτοί με το πέρασμα του χρόνου ψάχνοντας βρίσκουν τι είναι καλύτερο.»
Εντελώς διαφορετική είναι η αντίληψη που συναντούμε σε άλλους πολιτισμούς. Στην Αίγυπτο, για παράδειγμα, η τέχνη χρησιμοποιεί εικονογραφικούς τύπους και συστήματα αναλογιών που επαναλαμβάνονται σχεδόν απαράλλαχτα για αιώνες.
Μια ιδιομορφία της αρχαίας Ελλάδας, που μπορεί να θεωρηθεί κατά κάποιον τρόπο συνέπεια της γεωγραφικής της διαμόρφωσης, είναι η ανάπτυξη ανεξάρτητων μικρών κρατών, των πόλεων. Για τους αρχαίους Έλληνες η πόλις δεν ήταν, όπως για εμάς σήμερα, ένα αστικό κέντρο, αλλά μια γεωγραφική ενότητα με φυσικά όρια (για παράδειγμα, μια πεδιάδα με τα γύρω βουνά ή ένα μικρό νησί), οι κάτοικοι της οποίας είχαν δημιουργήσει μιαν αυτόνομη και ανεξάρτητη κοινότητα. Ορισμένες μεγάλες και ισχυρές πόλεις είχαν δημιουργηθεί με συνοικισμό, δηλαδή με τη συνένωση μικρότερων πόλεων. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η Αθήνα, μια πόλις που η επικράτειά της περιελάμβανε ολόκληρη την Αττική, η οποία αρχικά χωριζόταν σε πολλές αυτόνομες κοινότητες. Η Αθήνα ήταν το κύριο αστικό κέντρο αυτού του κράτους και ονομαζόταν Άστυ. Κάθε πόλις είχε τους δικούς της θεσμούς, τα δικά της ήθη και έθιμα, τη δική της διάλεκτο και, σε αρκετές περιπτώσεις, τη δική της καλλιτεχνική παράδοση. Οι αρχαίες πόλεις μπορούσαν να μοιράζονται κάποια πολιτιστικά στοιχεία με τις γειτονικές τους, αν αποτελούσαν τμήμα μιας μεγαλύτερης γεωγραφικής ενότητας (όπως οι πόλεις της Κρήτης ή της Εύβοιας) ή αν οι κάτοικοί τους είχαν κοινή καταγωγή και γλώσσα. Έτσι οι αρχαίοι Έλληνες καλλιτέχνες μεγάλωναν και εκπαιδεύονταν σε ένα περιβάλλον με αυτόνομη πολιτική και πνευματική ζωή και καλλιεργούσαν συνειδητά τη δική τους καλλιτεχνική παράδοση. Αυτό επιβεβαιώνεται από τη διαπίστωση ότι έργα διαφορετικών κατηγοριών (πήλινα ειδώλια, χάλκινα αγαλμάτια, μεγάλα λίθινα γλυπτά) που προέρχονται από την ίδια γεωγραφική περιοχή έχουν συνήθως κοινά τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά. Μπορούμε, επομένως, να μιλούμε, τουλάχιστον ως τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ., για τοπικά εργαστήρια με αναγνωρίσιμη τεχνοτροπία.
Οι αρχαίοι τεχνίτες ταξίδευαν συχνά (ή και μετανάστευαν ακόμη), ανάλογα με τις συνθήκες εργασίας που έβρισκαν και τις παραγγελίες που έπαιρναν. Έτσι οι τεχνικές και οι τεχνοτροπίες διαδίδονταν και αλληλεπιδρούσαν. Ξέρουμε επίσης ότι συχνά δημιουργούνταν ανάμεσα στους επαγγελματίες έντονος ανταγωνισμός, που είχε θετικά αποτελέσματα, γιατί βοηθούσε στη βελτίωση των έργων τους, όπως τονίζει ο ποιητής Ησίοδος περιγράφοντας την επίδραση της καλής Έριδας (της προσωποποίησης του ανταγωνισμού), σε αντίθεση με εκείνη της κακής (της φιλονικίας) στους ανθρώπους (Ησίοδος, Έργα και ημέραι 11-26):
«Της Έριδας γένος δεν υπάρχει ένα μονάχα, μα πάνω στη γη είναι δύο. Τη μια όποιος την ένιωσε την επαινεί, μα η άλλη αξιόμεμπτη είναι. Κι αντίθετες έχουν μεταξύ τους καρδιές. Η μια προάγει τον κακό τον πόλεμο και τη φιλονικία, η άθλια. Θνητός κανένας δεν την αγαπά, μα εξ ανάγκης, με των αθανάτων θεών τη θέληση, την επαχθή την Έριδα οι άνθρωποι τιμούν. Όμως την άλλη η ζοφερή η Νύχτα τη γέννησε πρώτη, κι ο γιος του Κρόνου, που έχει το θρόνο του ψηλά και στον αιθέρα κατοικεί, στης γης τα θεμέλια την τοποθέτησε, πολύ καλύτερη για τους ανθρώπους. Αυτή και τον ανίκανο τον ξεσηκώνει για δουλειά: ζηλεύει ο άεργος σαν βλέπει τον άλλο που ᾽ναι πλούσιος, που δείχνει τη σπουδή του στο όργωμα και στο φύτεμα και διαφεντεύει καλά το σπιτικό του. Ο γείτονας το γείτονα ζηλεύει που πασχίζει να πλουτίσει. Κι είναι αγαθή η Έριδα αυτή για τους θνητούς. Ο κεραμοποιός τα βάζει με τον κεραμοποιό κι ο μαραγκός με το μαραγκό, ζηλεύει ο μεροκαματιάρης το μεροκαματιάρη κι ο ένας τραγουδιστής τον άλλο.» (Μτφρ. Σ. Γκιργκένη, με μικρές τροποποιήσεις)
Επιπλέον τα έργα τέχνης ταξίδευαν πολλές φορές μακριά είτε ως εμπορεύματα είτε ως δώρα. Δεν υπάρχει, επομένως, αμφιβολία ότι οι αρχαίοι τεχνίτες όχι μόνο προσπαθούσαν να ξεπεράσουν ο ένας τον άλλον σε αξιοσύνη, αλλά γνώριζαν επίσης καλά τη δουλειά των συναδέλφων τους από άλλες περιοχές και έβρισκαν τρόπους να ανταλλάξουν μαζί τους γνώσεις και εμπειρίες. Σημαντικά για την ανάπτυξη της τέχνης ήταν ακόμη τα μεγάλα πανελλήνια ιερά, όπου συνέρρεαν άνθρωποι από όλη την Ελλάδα για να γιορτάσουν μαζί και να τιμήσουν τους θεούς. Στους χώρους αυτούς μπορούσε να δει κανείς και να θαυμάσει έργα των πιο άξιων καλλιτεχνών από διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Η ιστορία της ελληνικής τέχνης στην πρώιμη φάση της είναι, επομένως, στην πραγματικότητα η μελέτη των χαρακτηριστικών των διάφορων τοπικών εργαστηρίων και η παρακολούθηση της εξέλιξης και των αλληλεπιδράσεών τους.