Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της

των Μανόλη Βουτυρά & Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

  • 335. Αντίγραφο αγάλματος του κρεμασμένου Μαρσύα. Παρίσι, Λούβρο.

  • 336. Αντίγραφο αγάλματος Σκύθη που ακονίζει το μαχαίρι του για να γδάρει τον Μαρσύα. Φλωρεντία, Galleria degli Uffizi.

  • 337. Σύμπλεγμα του Λαοκόοντα και των γιων του που δέχονται την επίθεση φιδιών. Βατικανό, Museo Pio Clementino.

  • 338. Γλυπτή σύνθεση της τύφλωσης του Πολύφημου. Sperlonga, Museo Archeologico.

  • 339. Γλυπτή σύνθεση της Σκύλλας που αρπάζει τον κυβερνήτη του πλοίου του Οδυσσέα. Sperlonga, Museo Archeologico.

8.3.5. Μεγάλα μυθολογικά συμπλέγματα: Ο Μαρσύας και ο Σκύθης, ο Λαοκόων και τα γλυπτά της Sperlonga

Είδαμε στα προηγούμενα κεφάλαια ότι ο μύθος του μουσικού αγώνα ανάμεσα στον Απόλλωνα και τον Μαρσύα, που είχε ιδιαίτερη σημασία για τη χρήση του αυλού ως μουσικού οργάνου, είχε απεικονιστεί στη γλυπτική ήδη τον 5ο αιώνα π.Χ., στο σύνταγμα του Μύρωνα στην Ακρόπολη της Αθήνας που εικόνιζε την Αθηνά και τον Μαρσύα (εικ. 182), και τον 4ο αιώνα π.Χ., στη βάση της Μαντινείας (εικ. 286, εικ. 287). Στο τέλος του 3ου ή στις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ. χρονολογείται ένα ακόμη σύμπλεγμα με το ίδιο θέμα, όπου όμως έχει απεικονιστεί μια εντελώς διαφορετική χρονική στιγμή, εκείνη της εκτέλεσης της απάνθρωπης τιμωρίας που επέβαλε ο Απόλλωνας στον ηττημένο Μαρσύα, δηλαδή να τον γδάρουν ζωντανό. Το σύμπλεγμα μας είναι γνωστό από μια σειρά αντιγράφων που δείχνουν τον Μαρσύα κρεμασμένο σε ένα δέντρο (εικ. 335) και έναν Σκύθη γονατιστό να ακονίζει το μαχαίρι με το οποίο ετοιμάζεται να τον γδάρει (εικ. 336). Είναι πιθανόν ότι υπήρχε και ένα άγαλμα Απόλλωνα με κιθάρα. Σε αντίθεση με τις δύο προηγούμενες γλυπτές συνθέσεις, που αφήνουν τον θεατή να φανταστεί το φοβερό τέλος της ιστορίας, το έργο της ελληνιστικής εποχής εικονίζει τη στιγμή κατά την οποία κορυφώνεται η αγωνία. Ο Μαρσύας είναι πλέον ανίκανος να αντιδράσει, καθώς είναι δεμένος στον κορμό του δέντρου: στο κρεμασμένο σώμα του διαγράφονται καθαρά οι μύες και στο πρόσωπό του αποτυπώνεται η αγωνία και ταυτόχρονα η παραίτηση. Από την άλλη πλευρά ο Σκύθης ετοιμάζεται να εκτελέσει τη σκληρή ποινή χωρίς να δείχνει καμιά συγκίνηση. Δεν γνωρίζουμε πού ήταν στημένο το πρωτότυπο ούτε με ποια αφορμή είχε κατασκευαστεί. Θα πρέπει όμως να το φανταστούμε σε ένα περιβάλλον που δημιουργούσε την εντύπωση ότι τα αγάλματα ήταν ζωντανά.

Ένα ανάλογης έμπνευσης σύμπλεγμα είναι ο περίφημος Λαοκόων, που ανακαλύφθηκε στη Ρώμη το 1506 και εντυπωσίασε όσο λίγα αρχαία έργα τέχνης τους νεότερους καλλιτέχνες (εικ. 337). Το μαρμάρινο σύμπλεγμα του Λαοκόοντα το αναφέρει ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (Naturalis historia 36.37), ο οποίος το επαινεί ιδιαίτερα για την καλλιτεχνική του αξία και λέει ότι το είχαν κάνει τρεις Ρόδιοι γλύπτες, ο Αγήσανδρος, ο Πολύδωρος και ο Αθανόδωρος, και ότι βρισκόταν στην κατοικία του μετέπειτα αυτοκράτορα Τίτου. Το θέμα είχε ιδιαίτερη σημασία για τους Ρωμαίους, οι οποίοι πίστευαν ότι κατάγονταν από τους Τρώες που έφυγαν από την πατρίδα τους με αρχηγό τον Αινεία μετά την κατάληψη και την καταστροφή της από τους Έλληνες. Σύμφωνα με τον μύθο, ο Λαοκόων ήταν ο μόνος που είχε προειδοποιήσει τους Τρώες για την επερχόμενη καταστροφή: Για να καταλάβουν την Τροία οι Έλληνες, μετά από συμβουλή του Οδυσσέα κατασκεύασαν ένα μεγάλο ξύλινο άλογο, τον δούρειο ίππο, μέσα στο οποίο κρύφτηκαν αρκετοί πολεμιστές και το άφησαν στην ακτή δήθεν ως δώρο στον θεό Ποσειδώνα, ενώ οι υπόλοιποι προσποιήθηκαν ότι φεύγουν για την πατρίδα τους. Σύμφωνα με το σχέδιο, οι πολεμιστές που ήταν μέσα στο άλογο θα έβγαιναν τη νύχτα και θα άνοιγαν τις πύλες της πόλης για να μπουν και οι υπόλοιποι Έλληνες που θα επέστρεφαν με τα πλοία. Οι Τρώες ετοιμάστηκαν να μεταφέρουν το ξύλινο άλογο μέσα στην πόλη για να το αφιερώσουν στον θεό, αλλά ο Λαοκόων, ιερέας του Ποσειδώνα, υποπτεύθηκε το τέχνασμα και χτύπησε με ένα κοντάρι την κοιλιά του αλόγου για να τους δείξει ότι ήταν κούφιο. Τότε δύο τεράστια φίδια βγήκαν από τη θάλασσα και έπνιξαν τον Λαοκόοντα και τους δύο γιους του. Οι Τρώες πίστεψαν ότι αυτή ήταν η τιμωρία για την ασέβεια του ιερέα και το συνόδεψαν με τιμές στην πόλη, προετοιμάζοντας έτσι άθελά τους την καταστροφή της. Το σύμπλεγμα του Λαοκόοντα μπορεί να χρονολογηθεί γύρω στο 20 π.Χ. και είναι πιθανότατα αντίγραφο ενός παλαιότερου έργου που τεχνοτροπικά βρισκόταν κοντά στον βωμό του Δία στο Πέργαμον. Ο Λαοκόων έχει ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του τον πόνο και την αγωνία καθώς παλεύει μάταια να ελευθερωθεί από το φίδι που τον σφίγγει και ετοιμάζεται να τον δαγκώσει. Ο ένας από τους γιους του είναι ήδη νεκρός ενώ ο άλλος προσπαθεί ακόμη να γλιτώσει από τον θανάσιμο κίνδυνο. Στον θεατή δημιουργείται η αίσθηση ότι η δράση εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια του.

Οι ίδιοι γλύπτες που κατασκεύασαν τον Λαοκόοντα υπογράφουν και ένα εξαιρετικά εντυπωσιακό σύνολο μαρμάρινων γλυπτών με μυθολογικά θέματα που ανακαλύφθηκαν τυχαία το 1957 στην Ιταλία, στη μικρή παραλιακή πόλη Sperlonga, ανάμεσα στη Ρώμη και τη Νεάπολη, κατά την κατασκευή ενός δρόμου. Τα γλυπτά ήταν στημένα σε μια μεγάλη και πλούσια διακοσμημένη σπηλιά που ανήκε σε μια πολυτελή έπαυλη, χτισμένη στο δεύτερο μισό του 1ου αιώνα π.Χ., στην οποία είχε διαμείνει για λίγο ο αυτοκράτορας Τιβέριος κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του. Υπήρχαν συνολικά τέσσερα συμπλέγματα σχετικά με την άλωση της Τροίας και τις περιπέτειες του Οδυσσέα: (1) Στο βάθος της σπηλιάς μέσα σε μια βραχώδη κόγχη ήταν τοποθετημένη μια τεράστια σύνθεση που έδειχνε την τύφλωση του Πολύφημου από τον Οδυσσέα και τους συντρόφους του (εικ. 338). Ο Κύκλωπας Πολύφημος είναι ξαπλωμένος στον βράχο, μεθυσμένος από το κρασί που του έδωσε να πιει ο Οδυσσέας, ο οποίος στέκεται δίπλα του με μια κύλικα στο χέρι. Δύο σύντροφοι του Οδυσσέα ετοιμάζονται να βυθίσουν τον πάσσαλο με την πυρωμένη μύτη στο μοναδικό μάτι του Πολύφημου, ενώ ένας τρίτος σύντροφος κρατάει τον ασκό με το κρασί. (2) Στο κέντρο περίπου της σπηλιάς, μέσα σε μια δεξαμενή με νερό, έβλεπε κανείς το πλοίο του Οδυσσέα να περνάει το στενό ανάμεσα στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη. Σώζεται η πρύμνη του πλοίου με τον κυβερνήτη που τον αρπάζει από τα μαλλιά η Σκύλλα (εικ. 339), ενώ τα κυνόμορφα κεφάλια που βγαίνουν από το σώμα της κατασπαράζουν κάποιους από τους συντρόφους του Οδυσσέα. (3) Αποσπασματικά σώζεται μια σύνθεση που δείχνει ένα επεισόδιο του Τρωικού Πολέμου, την κλοπή του παλλαδίου, του μικρού μεγέθους ιερού αγάλματος της Αθηνάς που βρισκόταν στον ναό της θεάς στην ακρόπολη της Τροίας, από τον Οδυσσέα και τον Διομήδη. Η κλοπή ήταν αναγκαία γιατί όσο το παλλάδιον βρισκόταν στη θέση του κανείς δεν μπορούσε να κυριέψει την Τροία. (4) Τέλος, υπήρχε ένα σύμπλεγμα, γνωστό από πολυάριθμα αντίγραφα, που δείχνει έναν ηλικιωμένο πολεμιστή με κράνος στο κεφάλι να μεταφέρει έναν νεαρό νεκρό. Πρόκειται για ένα επεισόδιο από τον Τρωικό Πόλεμο για το οποίο έχουν προταθεί δύο διαφορετικές ερμηνείες: ο Αίαντας με τον νεκρό Αχιλλέα ή ο Μενέλαος με τον Πάτροκλο.

Το φυσικό πλαίσιο μέσα στο οποίο είναι τοποθετημένα τα γλυπτά της Sperlonga είναι αποκαλυπτικό για την αισθητική της ελληνιστικής εποχής, που επεδίωκε να μετατρέψει το φυσικό τοπίο σε σκηνικό για μυθολογικές σκηνές. Χαρακτηριστική είναι και η δεξιοτεχνία με την οποία είναι δουλεμένα τα γλυπτά, έτσι ώστε να δίνουν την εντύπωση ότι είναι ζωντανές μορφές. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι συνθέσεις δεν είναι πρωτότυπες, αλλά επαναλαμβάνουν, περισσότερο ή λιγότερο πιστά, παλαιότερα πρότυπα. Επομένως τα γλυπτά της Sperlonga, αν και χρονολογούνται στο δεύτερο μισό του 1ου αιώνα π.Χ., είναι σημαντικές μαρτυρίες της αισθητικής της ελληνιστικής εποχής, όπως ακριβώς και ο Λαοκόων.