Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση
Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της
των Μανόλη Βουτυρά & Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
2.5. Οι επιδράσεις από την Ανατολή και τα πρώτα λίθινα γλυπτά
Στην πλαστική τα ερεθίσματα που πήραν οι Έλληνες από την Ανατολή είναι πολύ εμφανέστερα από ό,τι στην αγγειογραφία. Η εξέλιξη αυτής της τέχνης συνδέεται αναμφίβολα με την ευημερία και τις κοινωνικές αλλαγές που έφεραν στην Ελλάδα, μέσα στον 7ο αιώνα π.Χ., το εμπόριο, ο αποικισμός και η νέα πολιτική οργάνωση σε πόλεις. Θέλοντας να προβάλουν τον πλούτο τους αλλά και να δοκιμάσουν τις τεχνικές δυνατότητές τους, οι Έλληνες δημιουργούν για πρώτη φορά γλυπτά μνημειακών διαστάσεων, έχοντας ως πρότυπα τα επιβλητικά έργα που έβλεπαν και θαύμαζαν στα ανάκτορα και τους ναούς της Συρίας, της Μεσοποταμίας και της Αιγύπτου. Από την άποψη αυτή η ανάπτυξη της μεγάλης πλαστικής συμβαδίζει με εκείνη της μνημειακής αρχιτεκτονικής.
Η μνημειακότητα όμως δεν είναι μόνο θέμα μεγέθους. Η εντύπωση που προκαλεί ένα γλυπτό στον θεατή εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις αναλογίες του και από τη σχέση του με τον περιβάλλοντα χώρο. Τα χάλκινα αγαλμάτια και τα μικρά συμπλέγματα της όψιμης γεωμετρικής εποχής δεν είναι κατασκευασμένα με βάση αυστηρούς κανόνες αναλογιών και δεν έχουν μία κύρια όψη· μόνο όσα διακοσμούν μεγάλους χάλκινους τρίποδες υποτάσσονται αναγκαστικά στην οπτική γωνία που επιβάλλει η θέση τους. Ήδη όμως από τις αρχές του 7ου αιώνα τα γλυπτά, ανεξάρτητα από το μέγεθος και τη θέση τους, αποκτούν μια σαφώς προσδιορισμένη δομή, κάτι που προϋποθέτει τη χρήση ενός συστήματος αναλογιών. Συνέπεια του νέου τρόπου κατασκευής, ειδικά των ανθρώπινων μορφών, είναι μια έντονη σχηματοποίηση· έχει κανείς την εντύπωση ότι είναι δομημένες με βάση γεωμετρικά σχήματα. Για να κατανοήσουμε τη σημασία αυτής της αλλαγής αρκεί να συγκρίνουμε το αγαλμάτιο ενός πολεμιστή από την περιοχή της Καρδίτσας (του «Αχιλλέα»), έργο του τέλους του 8ου αιώνα π.Χ. (εικ. 47), με ένα λίγο μεγαλύτερο γυμνό χάλκινο άγαλμα από τη Βοιωτία, πιθανότατα από τη Θήβα (εικ. 48), που χρονολογείται γύρω στο 680 π.Χ., είναι δηλαδή μόλις 20 με 30 χρόνια νεότερο. Τo κεφάλι της δεύτερης μορφής μοιάζει σαν ένα ανεστραμμένο ισοσκελές τρίγωνο πλαισιωμένο από κάθετους βοστρύχους μαλλιών (δύο από κάθε πλευρά), που πέφτουν στους ώμους, το σώμα σαν τραπέζιο και οι μηροί σαν κύλινδροι που στενεύουν προς τα κάτω, εκεί όπου διαμορφώνονται σαν μικρές σφαίρες τα γόνατα. Το χάλκινο αγαλμάτιο από τη Βοιωτία ήταν αφιερωμένο σε ένα ιερό του Απόλλωνα (πιθανόν στο ιερό του Απόλλωνα Ισμηνίου στη Θήβα), όπως δηλώνει η επιγραφή που είναι χαραγμένη στην μπροστινή επιφάνεια των μηρών: το έμμετρο κείμενο (δύο δακτυλικοί εξάμετροι στίχοι) λέει ότι το έργο το αφιέρωσε στον Απόλλωνα ο Μάντικλος από το δέκατο των κερδών του. Ο αναθέτης θέλησε να ευχαριστήσει τον τοξότη θεό κάνοντάς του ένα όμορφο δώρο και του ζητά να του ανταποδώσει τη χάρη. Η μορφή εικονίζει τον ίδιο τον θεό, αφού πρέπει να κρατούσε τόξο στο προτεταμένο αριστερό χέρι.
Με πόσο γρήγορα βήματα προχώρησε η εξέλιξη της πλαστικής κατά τη διάρκεια του 7ου αιώνα το βλέπουμε αν συγκρίνουμε τον Απόλλωνα του Μαντίκλου με ένα 30 ή 40 χρόνια νεότερό του χάλκινο αγαλμάτιο από τους Δελφούς (εικ. 49), που εικονίζει, έναν όρθιο γυμνό νέο, ο οποίος (όπως και ο Απόλλων του Μαντίκλου) φοράει μόνο ένα φαρδύ περίζωμα γύρω από τη μέση του. Η διαφορά στις αναλογίες του σώματος ανάμεσα στα δύο έργα οφείλεται ασφαλώς ως έναν βαθμό στη διαφορετική εργαστηριακή παράδοση: ο Απόλλων του Μαντίκλου πρέπει να είναι έργο Βοιωτού καλλιτέχνη, ενώ ο «νέος των Δελφών» έχει αποδοθεί με πειστικά επιχειρήματα σε κρητικό εργαστήριο. Σημαντικό είναι όμως να προσέξουμε πόσο πιο οργανικά δεμένα είναι μεταξύ τους τα μέλη του σώματος του νεότερου έργου: ο λαιμός αποτελεί οργανική συνέχεια του κεφαλιού και δεν είναι ένα ξεχωριστό κυλινδρικό στοιχείο που το ενώνει με τους ώμους· η μετάβαση από τον κορμό στους γλουτούς και τα σκέλη ακολουθεί μια συνεχή μαλακή καμπύλη και δεν δηλώνεται με μιαν απλή οριζόντια τομή. Οι διαφορές αυτές δείχνουν ποια κατεύθυνση ακολούθησε η τέχνη από το πρώτο τέταρτο ως τα μέσα του 7ου αιώνα: οι καλλιτέχνες άρχισαν να εγκαταλείπουν τα καθαρά γεωμετρικά σχήματα και να χρησιμοποιούν όλο και περισσότερο καμπύλες γραμμές και πλαστικούς όγκους για να αποδώσουν το ανθρώπινο σώμα. Έτσι, τα νεότερα έργα φαίνονται λιγότερο σχηματοποιημένα και πιο "φυσιοκρατικά".
Στο πρώτο μισό του 7ου αιώνα π.Χ. εμφανίζονται και τα πρώτα λίθινα γλυπτά, κατασκευασμένα από μαλακό ασβεστόλιθο. Το παλαιότερο ίσως παράδειγμα είναι το κάτω μέρος μιας φυσικού μεγέθους καθιστής γυναικείας μορφής από τη Γόρτυνα της Κρήτης (εικ. 50). Οι λείες, επίπεδες επιφάνειες του ενδύματος καλύπτονται από καμπυλόγραμμα διακοσμητικά μοτίβα, στα οποία διακρίνεται ακόμη έντονο κόκκινο χρώμα. Πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι τα αρχαία γλυπτά, σε αντίθεση με τα σύγχρονα, ήταν πάντα χρωματισμένα, συχνά με ζωηρά χρώματα. Είδαμε ότι η Κρήτη είναι ένα κομβικό σημείο του ελληνικού κόσμου που έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διάδοση του ανατολίζοντος ρυθμού στην τέχνη.
Το πιο γνωστό ολόγλυφο έργο της πρώιμης κρητικής πλαστικής είναι ένα μικρό σχετικά άγαλμα ντυμένης γυναίκας, που ακουμπάει το δεξί χέρι στο στήθος, σε μια στάση που ίσως δηλώνει προσευχή (εικ. 51). Το άγαλμα, που σήμερα εκτίθεται στο Μουσείο του Λούβρου, είναι γνωστό με το όνομα «κυρία της Auxerre», γιατί παλαιότερα βρισκόταν στο μουσείο της μικρής αυτής γαλλικής πόλης. Η «κυρία της Auxerre» μπορεί να χρονολογηθεί λίγο μετά τα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ., καθώς βρίσκεται τεχνοτροπικά στην ίδια εξελικτική φάση με το επίσης κρητικής προέλευσης χάλκινο αγαλμάτιο από τους Δελφούς (εικ. 49). Χαρακτηριστική για την εποχή είναι η ενδυμασία: αποτελείται από έναν κυλινδρικό μάλλινο μακρύ χιτώνα ζωσμένο στη μέση με φαρδιά ζώνη, και έναν επενδύτη που καλύπτει τους ώμους και το πίσω μέρος των βραχιόνων, και στερεώνεται επάνω από τα στήθη με δύο πόρπες, τις οποίες καλύπτουν τα μαλλιά. Ο χιτώνας έχει πλούσιο εγχάρακτο διάκοσμο από γραμμικά κοσμήματα και ήταν βέβαια χρωματισμένος. Λίγο μεταγενέστερα από την «κυρία της Auxerre» είναι τα γλυπτά του ναού του Απόλλωνα στον Πρινιά (εικ. 41).
Μπορεί η Κρήτη να διεκδικεί τα πρωτεία στη λιθογλυπτική στα χρόνια του ανατολίζοντος ρυθμού, όμως η τέχνη αυτή φαίνεται ότι εξαπλώθηκε γρήγορα, καθώς πρώιμα λίθινα γλυπτά προέρχονται και από άλλες περιοχές της Ελλάδας. Στην ίδια περίοδο με την «κυρία της Auxerre», δηλαδή γύρω στα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ., ανήκει μια αποσπασματικά σωζόμενη ανάγλυφη πλάκα από ασβεστόλιθο που βρέθηκε στην ακρόπολη των Μυκηνών (εικ. 52). Η παρουσία στο επάνω μέρος της πλάκας μιας φαρδιάς προστατευτικής λωρίδας δείχνει ότι ήταν τμήμα του ανάγλυφου διακόσμου ενός κτίσματος. Είναι, ωστόσο, δύσκολο να προσδιορίσουμε με ακρίβεια τι είδους κτίσμα ήταν αυτό και σε ποιο σημείο του ήταν τοποθετημένη η ανάγλυφη πλάκα. Από την παράσταση διατηρείται το επάνω μέρος μιας ντυμένης γυναικείας μορφής, που εικονίζεται κατενώπιον. Η ομοιότητα του κεφαλιού με κεφάλια από πλαστικούς πρωτοκορινθιακούς αρυβάλλους (εικ. 53) βεβαιώνει τη χρονολόγηση της ανάγλυφης πλάκας και οδηγεί επιπλέον στη σκέψη ότι πρέπει να είναι έργο Κορίνθιου γλύπτη.