Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της

των Μανόλη Βουτυρά & Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

2.8. Τι είναι η δαιδαλική τέχνη

Στην αρχαιολογική ορολογία η τέχνη και ειδικότερα η πλαστική του 7ου αιώνα π.Χ. ονομάζεται δαιδαλική και χωρίζεται συνήθως σε τρεις φάσεις: μια πρώιμη (700-670 π.Χ.), μια μέση (670-640 π.Χ.) και μια όψιμη (640-620 π.Χ.). Αν και ο όρος δαιδαλική τέχνη είναι στην πραγματικότητα συμβατικός, η υιοθέτησή του έχει τη σημασία της, γιατί σχετίζεται με αρχαίες παραδόσεις σχετικά με την αρχή της μνημειακής πλαστικής στη Ελλάδα. Ο μυθικός αρχιτέκτονας και τεχνίτης Δαίδαλος, που κατά την παράδοση είχε δουλέψει στην Κρήτη για τον βασιλιά Μίνωα, αν και σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη καταγόταν από την Αθήνα, είναι πρόσωπο γνωστό ήδη στον Όμηρο (Ιλιάδα, Σ 592). Ξέρουμε όμως επίσης ότι στην αρχαία ελληνική δαίδαλα ονομάζονταν τα περίτεχνα έργα, ανάμεσά τους και τα αγάλματα. Για τον λόγο αυτό πολλοί πίστευαν ότι Δαίδαλος δεν ήταν το πραγματικό όνομα του περίφημου τεχνίτη, αλλά ένα παρατσούκλι που το χρωστούσε στα θαυμαστά δημιουργήματά του, όπως μας εξηγεί ο Παυσανίας (Ελλάδος περιήγησις 9.3.1), ένας λόγιος που περιηγήθηκε την Ελλάδα στα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ. και περιέγραψε λεπτομερώς όσα είδε και άκουσε:

«Λένε πως η Ήρα, έχοντας λόγους να είναι θυμωμένη με τον Δία, είχε αποχωρήσει στην Εύβοια. Ο Δίας, μη μπορώντας να τη μεταπείσει, λένε πως κατάφυγε στον Κιθαιρώνα, που ήταν τότε ηγεμόνας των Πλαταιών και τον οποίο κανένας δεν ξεπερνούσε στην επινοητικότητα. Αυτός παρακίνησε τον Δία να κάνει άγαλμα ξύλινο και να το μεταφέρει σκεπασμένο πάνω σε αμάξι που έσερνε ένα ζευγάρι βοδιών λέγοντας πως φέρνει ως σύζυγό του την Πλάταια, την κόρη του Ασωπού. Ο Δίας έκανε ό,τι τον συμβούλεψε ο Κιθαιρώνας. Η Ήρα αμέσως το έμαθε και αμέσως έφτασε. Πλησίασε στο αμάξι και ξέσκισε το φόρεμα του αγάλματος. Βρίσκοντας ξόανο αντί για νύφη ευχαριστήθηκε με την απάτη και συμφιλιώθηκε με τον Δία. Σε ανάμνηση της συμφιλίωσης αυτής [οι Πλαταιείς] κάνουν μια γιορτή Δαίδαλα, γιατί οι παλιοί ονόμαζαν τα ξόανα "δαίδαλα"· και ονομάζονταν, νομίζω, έτσι πριν γεννηθεί στην Αθήνα ο Δαίδαλος του Παλαμάονα. Σε αυτόν δόθηκε, υποθέτω, αργότερα από τα "δαίδαλα" το σχετικό προσωνύμιο και δεν του είχε δοθεί ως όνομα όταν γεννήθηκε.» (Μτφρ. Ν. Παπαχατζή, με μικρές τροποποιήσεις)

Ο μυθικός τεχνίτης Δαίδαλος συνδέθηκε λοιπόν, χάρη στο όνομά του, με την τέχνη της πλαστικής και τα πρώτα ξύλινα αγάλματα των θεών, τα ξόανα.

Με αφετηρία έναν παρόμοιο συνειρμό οι Έλληνες φαντάστηκαν έναν δεύτερο Δαίδαλο, γλύπτη από την Κρήτη, ικανό να κατασκευάζει αγάλματα τόσο ζωντανά, που μπορούσαν να περπατήσουν. Ο Πλάτων (Μένων 97d) σχολιάζει ειρωνικά την παράδοση αυτή, λέγοντας ότι τα αγάλματα του Δαιδάλου έπρεπε να τα δένουν για να μη φύγουν. Υπήρχε όμως και μια ορθολογικότερη αντίληψη, σύμφωνα με την οποία ο Δαίδαλος ήταν ο πρώτος που κατασκεύασε αγάλματα με τα σκέλη όχι ενωμένα αλλά σε διασκελισμό, που πρόβαλλαν δηλαδή το ένα πόδι μπροστά, και με τα χέρια αποδεσμευμένα από τον κορμό (Διόδωρος Σικελιώτης 4.76). Σύμφωνα με την άποψη αυτή, ο γλύπτης Δαίδαλος ήταν ο δημιουργός της μνημειακής πλαστικής στην Ελλάδα· τα έργα του όμως, όσο και αν ήταν πρωτοποριακά για την εποχή τους, υπολείπονταν πολύ σε σχέση με τις δημιουργίες του 5ου και του 4ου αιώνα π.Χ. Ο Πλάτων (Ιππίας Μείζων 281c) παρατηρεί ότι οι σύγχρονοί του γλύπτες έλεγαν πως, αν ο Δαίδαλος ξαναζούσε στην εποχή τους και έκανε αγάλματα όμοια με εκείνα στα οποία χρωστούσε τη φήμη του, θα γινόταν καταγέλαστος. Είναι αλήθεια ότι πολλοί θεωρούσαν τον Κρητικό γλύπτη Δαίδαλο ιστορικό πρόσωπο και του απέδιδαν μά-λιστα ορισμένα πρώιμα αγάλματα. Μάρτυρας είναι ο Παυσανίας (Ελλάδος περιήγησις 9.40.1), που όμως επιμένει να συγχέει τον γλύπτη Δαίδαλο με τον ομώνυμο μυθικό τεχνίτη:

«Από τα έργα του Δαιδάλου αυτά τα δύο είναι στη Βοιωτία: ο Ηρακλής στη Θήβα και στη Λεβάδεια ο Τροφώνιος· άλλα δύο ξόανα υπάρχουν στην Κρήτη, η Βριτόμαρτις στην πόλη Ολούς και η Αθηνά στην Κνωσό· στην Κνωσό είναι και ο χορός της Αριάδνης που τον αναφέρει ο Όμηρος στην Ιλιάδα (Σ 590-598) και που είναι παράσταση ανάγλυφη σε λευκό μάρμαρο. Υπάρχει και στη Δήλο ξόανο της Αφροδίτης, όχι μεγάλο, με το δεξί χέρι φθαρμένο από την πολυκαιρία· στο κάτω μέρος, αντί για πόδια, απολήγει σε τετράγωνο. Πιστεύω πως αυτό το πήρε η Αριάδνη από τον Δαίδαλο και όταν ακολούθησε τον Θησέα πήρε και το άγαλμα από το σπίτι· όταν ο Θησέας έμεινε χωρίς την Αριάδνη, οι Δήλιοι λένε πως αφιέρωσε το ξόανο της θεάς στον Δήλιο Απόλλωνα και δεν το πήρε μαζί του στην πατρίδα για να μην του θυμίζει την Αριάδνη και ανανεώνει διαρκώς την ερωτική του στενοχώρια. Άλλα έργα του Δαιδάλου δεν ξέρω να σώζονται.» (Μτφρ. Ν. Παπαχατζή)

Ορισμένοι συγγραφείς παραδίδουν ότι ο Δαίδαλος είχε γιους ή μαθητές τους δύο παλαιότερους Έλληνες γλύπτες που ήταν γνωστοί στα μεταγενέστερα χρόνια με τα ονόματά τους ως ιστορικά πρόσωπα και κατάγονταν και αυτοί από την Κρήτη: τον Δίποινο και τον Σκύλλι. Την ακμή των δύο αυτών καλλιτεχνών ο Ρωμαίος συγγραφέας Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (Naturalis historia 36.4.11) την τοποθετεί στην 50ή Ολυμπιάδα, δηλαδή στα χρόνια 580-576 π.Χ. Η πληροφορία του Πλίνιου προέρχεται οπωσδήποτε από κάποιον Έλληνα συγγραφέα (πιθανότατα της ελληνιστικής εποχής) και φαίνεται να στηρίζεται σε αρχειακή έρευνα. Με βάση αυτό το χρονολογικό στοιχείο μπορούμε, επομένως, να υποστηρίξουμε ότι οι λόγιοι της Αρχαιότητας πίστευαν πως η μνημειακή πλαστική είχε εμφανιστεί στην Ελλάδα στο τέλος του 7ου αιώνα π.Χ., αφού τότε τοποθετούσαν τη δράση του γλύπτη Δαιδάλου. Τα αρχαιολογικά δεδομένα που διαθέτουμε σήμερα (τα πώρινα γλυπτά από την Κρήτη και η μαρμάρινη Άρτεμις της Νικάνδρας) μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι αυτό συνέβη πιθανότατα 40 ή 50 χρόνια νωρίτερα. Το ερώτημα πού δημιουργήθηκαν τα πρώτα μεγάλα αγάλματα δεν μπορούμε να το απαντήσουμε με ασφάλεια. Ένα στοιχείο που συμβάλλει στην αβεβαιότητα είναι η ύπαρξη, ιδιαίτερα στον 7ο αιώνα π.Χ., μεγάλων αγαλμάτων από ξύλο που δεν μας έχουν σωθεί. Πάντως τα αρχαιολογικά δεδομένα, όπως τα είδαμε σύντομα παραπάνω, δεν είναι ασυμβίβαστα με την αρχαία παράδοση, σύμφωνα με την οποία κοιτίδα της μνημειακής πλαστικής ήταν η Κρήτη. Ένα πρόσφατο εύρημα από τη Θήρα, μια λίθινη κόρη με ύψος περίπου 2 m, έργο πιθανότατα Κρητικού γλύπτη που μπορεί να χρονολογηθεί στην όψιμη φάση της δαιδαλικής περιόδου (λίγο πριν από το 620 π.Χ.), προσφέρει μια πρόσθετη επιβεβαίωση.