Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της

των Μανόλη Βουτυρά & Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

Πρόλογοι (στην έντυπη έκδοση)

Πρόλογος του συντονιστή της σειράς

μνήμη Τάσου Χρηστίδη

Με το προκείμενο εγχειρίδιο, έβδομο στη σειρά «Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση», περατώνεται ένα συλλογικό, επτάτευχο πρόγραμμα (ερευνητικό, συγγραφικό, εκδοτικό), με πειραματικό και πιλοτικό εξαρχής χαρακτήρα, ο οποίος επεξηγείται στο επίμετρο κάθε τόμου. Βασικός στόχος παραμένει η (ουσιαστική, μεθοδολογική και διδακτική) διάκριση αρχαιογνωσίας και αρχαιογλωσσίας. Η άρση δηλαδή μιας παρεξήγησης, που συγχέει επίτηδες τους δύο όρους, υποστηρίζοντας ότι είναι λίγο πολύ συνώνυμοι. Πρόκειται για αυθαίρετο, από επιστημονική και ιστορική άποψη, ισχυρισμό, που παραγνωρίζει την καταστατική διαφορά ανάμεσα στη γνώση και στη γλώσσα, στη γλώσσα και στον λόγο. Δίνοντας μάλιστα μαθησιακό προβάδισμα στην αρχαιογλωσσία, προορισμένη, υποτίθεται, να αναπληρώνει και τα ελλείμματα της νεογλωσσίας.

Η προγραμματική απόρριψη της έμμονης αυτής παρεξήγησης στο συγκεκριμένο πρόγραμμα δεν συνεπάγεται βέβαια υποτίμηση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας· αποτελεί όμως φραγμό στην ανιστόρητη υπερτίμησή της τόσο έναντι της νεοελληνικής όσο και κάθε άλλης σύγχρονης γλώσσας. Ζητούμενο στην προκείμενη περίπτωση είναι να οριστούν νηφάλια οι έγκυρες σχέσεις αρχαιογνωσίας και αρχαιογλωσσίας, με την προϋπόθεση ότι η δεύτερη αποτελεί μέρος και μέσο της πρώτης, στην περιοχή ειδικότερα των γραμμάτων, και όχι ηγεμονικό αυτοσκοπό.

Σε αυτή την εδραία βάση στηρίζονται και τα επτά εγχειρίδια του προγράμματος. Το οποίο, γι᾽ αυτόν ακριβώς τον λόγο εγκαινιάστηκε με παραδειγματικό εγχειρίδιο της σειράς την Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, συνταγμένη από τον αλησμόνητο Τάσο Χρηστίδη (δημοσιεύτηκε το 2005, λίγους μήνες μετά τον ξαφνικό θάνατό του). Μεσολάβησαν, μέσα στον ίδιο χρόνο, η άρτια Αρχαία ελληνική γραμματολογία του Φάνη Κακριδή, και ο συναρπαστικός τόμος Η Ρώμη και ο κόσμος της του Θεόδωρου Παπαγγελή, ευάγωγη γέφυρα ανάμεσα στον ελληνικό και στον ρωμαϊκό κόσμο της Αρχαιότητας. Την επόμενη χρονιά είδε το φως της δημοσιότητας το τέταρτο εγχειρίδιο, αφιερωμένο στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία και στον φιλόσοφο βίο, υπό τον τίτλο Αρχαίοι έλληνες φιλόσοφοι — θεμελιακό έργο των Βασίλη Κάλφα και Γιώργου Ζωγραφίδη, όπου εφαρμόστηκε με επιτυχία η μέθοδος της συγγραφικής διφωνίας. Το διφωνικό παράδειγμα συγγραφής ακολούθησαν: το 2007 οι Δ. Ν. Μαρωνίτης και Λάμπρος Πόλκας με την Αρχαϊκή επική ποίηση (υπότιτλος: από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια)· και το 2010 οι Δ. I. Κυρτάτας και Σ. I. Ράγκος με την Ελληνική αρχαιότητα (υπότιτλος: πόλεμος - πολιτική - πολιτισμός), μεταφέροντας καίρια ιστορικά δρώμενα από την αρχαϊκή έως τη ρωμαϊκή εποχή, σε εναλασσόμενο αφηγηματικό λόγο, που διαβάζεται απνευστί.

Έτσι φτάσαμε στο προκείμενο, έβδομο και τελευταίο, εγχειρίδιο της σειράς, που επιγράφεται Η αρχαία ελληνική τέχνη και η ακτινοβολία της, συνεργατικό πόνημα αυτό του ζεύγους Μανόλη και Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά, στο οποίο προτάσσεται κατατοπιστικός πρόλογος των δύο συγγραφέων. Εδώ προκαταβάλλονται με δίκαιη, πιστεύω, έμφαση δύο δυσεύρετες αρετές του εγχειριδίου, οι οποίες επισκιάζονται ίσως στον σεμνό και συνοπτικό πρόλογο του τόμου.

Η μία αρετή αποτυπώνεται ήδη στη διαίρεση του εγχειριδίου σε δύο σχεδόν ισότιμα μέρη. Το πρώτο, συνταγμένο από τον Μανόλη Βουτυρά, είναι εξ ορισμού αρχαιολογικό και επιγράφεται «Αρχαία ελληνική τέχνη». Εξελισσόμενο σε οκτώ έντιτλα κεφάλαια, καλύπτει με επάρκεια και ενάργεια, όλο το φάσμα της ελληνικής τέχνης, από τους Σκοτεινούς Αιώνες και τη γεωμετρική περίοδο έως την όψιμη ελληνιστική εποχή.

Το δεύτερο μέρος, σπάνιο και απρόβλεπτο σε παρόμοιες περιπτώσεις, οφείλεται στη αρμόδια γνώση και στον επίμονο μόχθο της Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά. Η οποία ερευνά και συντάσσει συστηματικά σε έξι κεφάλαια τα βασικά εκείνα στοιχεία που μαρτυρούν τη γόνιμη και εξελισσόμενη επίδραση της αρχαίας ελληνικής τέχνης στα νεότερα χρόνια, από την πρώιμη Αναγέννηση έως το τέλος του 20ού αιώνα. Καταλήγοντας στα ίχνη και στα σήματα της αρχαιοελληνικής καλλιτεχνικής παράδοσης, όσα και όπως αναγνωρίζονται σε επώνυμα πρόσωπα και έργα της νεοελληνικής τέχνης.

Η δεύτερη, μεθοδολογική και ιδεολογική, αρετή, αφορά τον αμφίδρομο τύπο, με τον οποίο νοείται και εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση η αρχή της ακτινοβολίας και της επίδρασης, στην πορεία και στην εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής τέχνης. Επιβεβαιώνοντας την παραγωγική αξία που έχει και στον καλλιτεχνικό τομέα η μέθοδος της αμοιβαιότητας. Που πάει να πει: στη τέχνη όποιος δίνει παίρνει, και όποιος παίρνει δίνει. Έτσι μόνο το ξένο παράδειγμα τρέπεται σε οικείο και το οικείο ξενίζεται, διευρύνοντας συνεχώς τον ορίζοντα της καλλιτεχνικής δημιουργίας, τόσο στη διάσταση του χώρου όσο και στο άνυσμα του χρόνου.

Τούτο σημαίνει ότι η αμφίδρομη ακτινοβολία και επίδραση της αρχαίας ελληνικής τέχνης συστήνουν έναν τύπο πολιτισμού ανοιχτού στον χώρο και στον χρόνο, προάγοντας την αρχή της αμοιβαίας ανταλλαγής και στην ευρύτερη περιοχή της οικονομίας και της πολιτικής, όταν μάλιστα κλονίζεται. Από την άποψη αυτή το έβδομο και τελευταίο εγχειρίδιο της σειράς δεν είναι εκτός τόπου και χρόνου.

 

Δ. Ν. Μαρωνίτης

 

Πρόλογος των συγγραφέων

Είναι γενικά αποδεκτό ότι οι αρχαίοι Έλληνες δημιούργησαν με την τέχνη τους αισθητικές αρχές και πρότυπα που κέρδισαν ευρεία αποδοχή και απέκτησαν παγκόσμια ακτινοβολία. Είναι επίσης γεγονός ότι η αρχαία ελληνική τέχνη λειτούργησε διαχρονικά ως πρότυπο και καθορίζει ως σήμερα, άμεσα ή έμμεσα, τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε και αποτιμούμε την καλλιτεχνική δημιουργία. Οφείλουμε όμως να επισημάνουμε ότι, όσο οικεία και αν μας φαίνεται σήμερα η τέχνη αυτή, η κατανόησή της δεν είναι εύκολη, επειδή προϋποθέτει μια συνολική αντίληψη του πολιτισμού που τη δημιούργησε και επίσης τη γνώση της μακρόχρονης ιστορικής του εξέλιξης. Εξίσου χρήσιμη και αναγκαία με τη συστηματική μελέτη της τέχνης των αρχαίων Ελλήνων είναι η διερεύνηση της επίδρασης που άσκησε στους καλλιτέχνες και τους πνευματικούς ανθρώπους της νεότερης Ευρώπης, ιδιαίτερα από την Αναγέννηση και έπειτα, η γνωριμία με τα ίδια τα έργα, που για αιώνες θεωρήθηκαν αξεπέραστα πρότυπα και παραμένουν σταθερές αξίες στον σημερινό, παγκόσμιο πλέον, πολιτισμό, του οποίου η αισθητική είναι ανοιχτή σε πολλές και διαφορετικές τάσεις και επιδράσεις. Ειδικά οι δημιουργίες της λεγόμενης κλασικής περιόδου (από τους Περσικούς Πολέμους ως τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου: 480-323 π.Χ.) θεωρήθηκαν ήδη στην Αρχαιότητα υποδείγματα αισθητικής τελειότητας και έγιναν αντικείμενο θαυμασμού και μίμησης. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι την επίδραση της ελληνικής τέχνης την ανιχνεύουμε όχι μόνο στον άμεσο γεωγραφικό περίγυρο της Ελλάδας και στην περιοχή της Μεσογείου, όπου οι Έλληνες είχαν από νωρίς ιδρύσει αποικίες, αλλά σε έναν ευρύτατο γεωγραφικό χώρο που εκτείνεται από την κεντρική Ασία ως τη βόρεια Ευρώπη και την Αφρική.

Το αυξημένο ενδιαφέρον για την τέχνη της Αρχαιότητας και η έναρξη των πρώτων ανασκαφών στην Ιταλία, στις πόλεις που κατέστρεψε η έκρηξη του Βεζουβίου το 79 μ.Χ., οδήγησαν πριν από δυόμισι περίπου αιώνες στη δημιουργία της αρχαιολογίας ως ξεχωριστού κλάδου της αρχαιογνωστικής έρευνας, με σκοπό τη συστηματική μελέτη της τέχνης της λεγόμενης κλασικής Αρχαιότητας (της εποχής από τις αρχές της 1ης χιλιετίας π.Χ. ως την επικράτηση του χριστιανισμού στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κατά τον 4ο και τον 5ο αιώνα μ.Χ.). Από το τέλος του 19ου αιώνα, ιδιαίτερα όμως στα πρόσφατα χρόνια, το γνωστικό αντικείμενο της αρχαιολογίας διευρύνθηκε πολύ και περιλαμβάνει πλέον το σύνολο των καταλοίπων όλων των αρχαίων πολιτισμών. Τα μνημεία και τα άλλα υλικά λείψανα του αρχαίου ελληνικού και του ρωμαϊκού πολιτισμού (οι οποίοι από το τέλος της ελληνιστικής εποχής συμπλέκονται σε μιαν αδιάσπαστη ενότητα) αποτελούν το ερευνητικό πεδίο της κλασικής αρχαιολογίας. Η έρευνα της κλασικής αρχαιολογίας δεν περιορίζεται, ωστόσο, στην εξέταση των έργων τέχνης και των άλλων αντικειμένων, αλλά ενσωματώνει και αξιοποιεί σε μεγάλο βαθμό τα πορίσματα της κλασικής φιλολογίας και της αρχαίας ιστορίας.

Μια πολύ ενδιαφέρουσα διαπίστωση που ανέδειξε η αρχαιολογική έρευνα των τελευταίων εκατό περίπου χρόνων μέσα από τις ανασκαφές και τη συστηματική μελέτη των ευρημάτων είναι ότι η ελληνική τέχνη —όπως άλλωστε και η λογοτεχνία και ο πολιτισμός των αρχαίων Ελλήνων γενικότερα— δέχτηκε στις πρώιμες φάσεις της έντονες επιδράσεις από τους πολιτισμούς της Ανατολής, ιδιαίτερα της Συρίας, της Μεσοποταμίας και της Αιγύπτου. Φαίνεται ότι συνέβη μια αληθινή πολιτιστική όσμωση, αποτέλεσμα των στενών εμπορικών σχέσεων που ανέπτυξαν οι Έλληνες με τις παράκτιες περιοχές της ανατολικής Μεσογείου (κυρίως με τη Συρία και τη Φοινίκη) και με την ενδοχώρα τους. Από την άλλη μεριά σημαντική ήταν και η εξάπλωση των Ελλήνων στην Ιταλία και τη δυτική Μεσόγειο, που άρχισε τον 8ο αιώνα π.Χ. και εξελίχθηκε σχεδόν παράλληλα με εκείνη των Φοινίκων στις νότιες ακτές της. Οι ανατολικές επιδράσεις αφομοιώθηκαν γρήγορα και οδήγησαν σε μια εξαιρετική άνθηση των τεχνών στην Ελλάδα, που άρχισε να ακτινοβολεί σε όλο τον περίγυρο της. Έτσι ήδη από τον 6ο αιώνα π.Χ., και ακόμη περισσότερο τον 5ο και τον 4ο αιώνα, βλέπουμε να αναπτύσσεται μια αντίστροφη ροή επίδρασης: η ελληνική τέχνη γίνεται ευρύτερα αποδεκτή και αρχίζει να εξάγεται στην Ανατολή και τη Δύση.

Με την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου η ελληνική τέχνη κέρδισε ακόμη περισσότερο έδαφος και έφτασε μέσα σε σύντομο χρόνο ως την Ινδία. Σημαντικότερη όμως από αυτή τη γρήγορη εξάπλωση υπήρξε η εδραίωση, στους αιώνες που ακολούθησαν, των αισθητικών προτύπων της ελληνικής τέχνης στον τεράστιο γεωγραφικό χώρο που κάλυπταν τα βασίλεια των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αλλά και πέρα από αυτά. Τα ίδια αυτά πρότυπα επέδρασαν καθοριστικά στην τέχνη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και καθόρισαν την εξέλιξή της ως το τέλος της Αρχαιότητας. Μπορούμε επομένως να πούμε ότι η αρχαία ελληνική τέχνη απέκτησε από νωρίς οικουμενική διάσταση.

Ακόμη και μετά το τέλος της Αρχαιότητας και την επικράτηση του χριστιανισμού, που εισήγαγε ένα νέο σύστημα αξιών, η ελληνική τέχνη δεν έσβησε, αλλά παρέμεινε, αν και σε μικρότερο βαθμό, πηγή έμπνευσης για τους καλλιτέχνες. Στο ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (το λεγόμενο Βυζάντιο) τα αισθητικά πρότυπα της αρχαίας τέχνης δεν εγκαταλείφθηκαν ποτέ εντελώς και βλέπουμε μάλιστα να επανεμφανίζονται κατά περιόδους με μεγαλύτερη ή μικρότερη συχνότητα. Στο δυτικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αντίθετα, η παράδοση της Αρχαιότητας εγκαταλείπεται μετά τις βαρβαρικές επιδρομές του 5ου και του 6ου αιώνα. Το ενδιαφέρον άρχισε να ξυπνά και πάλι τον 9ο αιώνα (την εποχή του Καρλομάγνου), παρέμεινε όμως περιορισμένο. Από την εποχή όμως της Αναγέννησης και έπειτα η τέχνη της ελληνικής Αρχαιότητας —αρχικά μέσα από κλασικιστικές δημιουργίες των ρωμαϊκών χρόνων και αργότερα με τη γνωριμία έργων των παλαιότερων περιόδων— επανήλθε θριαμβευτικά στο προσκήνιο και έγινε πρότυπο και σημείο αναφοράς, αρχικά στην Ιταλία και αργότερα σε ολόκληρη την Ευρώπη, όχι μόνο ως προς την αισθητική, αλλά και ως προς τη θεματολογία. Κορύφωση της συνεχούς επαφής της νεότερης ευρωπαϊκής τέχνης με εκείνη της Αρχαιότητας είναι ο κλασικισμός του τέλους του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα. Στη νεότερη Ελλάδα, που απέκτησε κρατική υπόσταση την εποχή που ο κλασικισμός ήταν η κυρίαρχη τεχνοτροπία στην Ευρώπη, η πρόσληψη της αρχαίας τέχνης, είτε άμεσα είτε διαθλαστικά μέσα από την ευρωπαϊκή τέχνη, συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωση μιας νέας πολιτιστικής ταυτότητας.

Στο βιβλίο αυτό προσπαθήσαμε να ξεδιπλώσουμε τα διαδοχικά στάδια της εξαιρετικά ενδιαφέρουσας διαδρομής της αρχαίας ελληνικής τέχνης και της ακτινοβολίας της, η οποία φτάνει ως τις μέρες μας, προβάλλοντας ταυτόχρονα, στο μέτρο του δυνατού, τους στενούς δεσμούς της με την ιστορία και τον πολιτισμό γενικότερα. Για να το επιτύχουμε καλύτερα αυτό θεωρήσαμε σκόπιμο να δώσουμε αρκετά παραθέματα από αρχαίους συγγραφείς σε μετάφραση. Όπου το όνομα του μεταφραστή δεν σημειώνεται η μετάφραση είναι του Μ. Βουτυρά. Γνωρίζουμε ότι η εικόνα που προσφέρουμε στον αναγνώστη είναι συνοπτική και ενδεχομένως ατελής σε ορισμένα σημεία· ελπίζουμε όμως παρά ταύτα ότι η επισκόπηση ενός τόσο γοητευτικού υλικού είναι από μόνη της ικανή να του κεντρίσει το ενδιαφέρον και να του προσφέρει αισθητική ικανοποίηση και αφορμή για σκέψη.

Η σύλληψη και οι κατευθυντήριες γραμμές του βιβλίου καθώς και η προτροπή για τη συγγραφή του προήλθαν από τον Δ. Ν. Μαρωνίτη, που παρακολούθησε με αδιάλειπτο ενδιαφέρον και με συνεχείς παραινέσεις και παρεμβάσεις τα διάφορα στάδια της συγγραφής του· του οφείλουμε περισσότερες ευχαριστίες από όσες μπορούμε να εκφράσουμε στο σύντομο αυτό προλογικό σημείωμα. Σημαντική από πολλές απόψεις ήταν η συνδρομή του Γιώργου Παπαναστασίου, ο οποίος, πέρα από τη βοήθεια που μας παρέσχε σε γλωσσικά και πρακτικά θέματα, είχε την καλοσύνη να διαβάσει ολόκληρο το κείμενο και να κάνει χρήσιμες και ουσιαστικές παρατηρήσεις. Θερμότατες ευχαριστίες οφείλουμε επίσης στη Σοφία Τσολάκη και την Κική Τσαλακανίδου, οι οποίες είχαν την ευθύνη για τη φιλολογική επιμέλεια και τις διορθώσεις, καθώς και στη Σούλα Κοπανά που έκανε τη σελιδοποίηση και την επεξεργασία των εικόνων· η συνεργασία και με τις τρεις ήταν άψογη.

Θερμότατες ευχαριστίες οφείλονται τέλος στην Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., και ειδικά στην Πρόεδρο και Διευθύνουσα Σύμβουλο κ. Χ. Χριστοπούλου, η οποία παραχώρησε δωρεάν την άδεια αναδημοσίευσης 127 εικόνων, χωρίς τις οποίες η εικονογράφηση του βιβλίου θα ήταν πολύ φτωχότερη.

 

Αλεξάνδρα Γουλάκη-Βουτυρά

Μανόλης Βουτυράς