Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της

των Μανόλη Βουτυρά & Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

  • 387. Τζιάκομο Ντέλα Πόρτα, ναός του Ιησού στη Ρώμη, 1571-1584.

  • 388. Κλαούντιο Μοντεβέρντι, Ορφέας (Μάντοβα, 1607). Από παράσταση στην Όπερα της Ζυρίχης το 1975 (Ν. Harnoncourt, Jean-Pierre Ponnelle).

  • 389. Τζιοβάνι Μπατίστα Τιέπολο, Το Συμπόσιο της Κλεοπάτρας, 1746-1750. Βενετία, Palazzo Labia.

  • 390. Φλωρεντία, αίθουσα της Tribuna στην Galleria degli Uffizi.

  • 391. Σάτυρος με κρουπέζιο, από την Πρόσκληση σε χορό, ρωμαϊκό αντίγραφο. Φλωρεντία, Galleria degli Uffizi (Tribuna).

  • 392. Ανίμπαλε Καράτσι, Θρίαμβος του Βάκχου και της Αριάδνης, τοιχογραφία, 1595-1604. Ρώμη, Palazzo Farnese.

  • 393. Καραβάτζιο, Έφηβος Βάκχος, περ. 1590. Φλωρεντία, Galleria degli Uffizi.

  • 394. Τζιανλορέντσο Μπερνίνι, Απόλλων και Δάφνη, μάρμαρο, 1622-1625. Ρώμη, Galleria Borghese.

11. Μπαρόκ (τέλη 16ου - μέσα 18ου αιώνα) και αρχαία τέχνη

Από τις τελευταίες δεκαετίες του 16ου έως τον 18ο αιώνα (1580-1760) επικρατεί σε όλη την Ευρώπη η τέχνη του μπαρόκ (barocco "ακατέργαστο μαργαριτάρι"), με μια τελευταία φάση του στη Γαλλία (1720-1760) που λέγεται ροκοκό (<rocaille "υλικό με κοχύλια που επενδύει σπηλιές σε κήπους της εποχής"). Μια περίοδος γεμάτη συνεχείς συγκρούσεις και ανακατατάξεις σε διάφορα επίπεδα, η οποία ανοίγει με την Ιερά Εξέταση και τελειώνει μέσα σε ένα πνεύμα λογικής και προόδου που θα οδηγήσει στον Διαφωτισμό του 18ου αιώνα. Οι ανακαλύψεις θα αλλάξουν τον κόσμο των μορφωμένων. Πεθαίνει ο Σέξπιρ (1616), ο Γαλιλαίος (1642) και γεννιέται ο Μολιέρος (1622) και ο Νεύτωνας (1643). Σε αυτό τον ταραγμένο και αντιφατικό κόσμο των μεγάλων αντιθέσεων αναπτύσσεται η τέχνη του μπαρόκ, μια τέχνη υπερβολής, εκζήτησης, με έντονη θεατρικότητα, πληθωρική σε όλους τους τομείς. Εντελώς απλουστευτικά, θα μπορούσε να ορίσει κανείς τη συμμετρία ως το κύριο χαρακτηριστικό για την αρχαία ελληνική τέχνη, την ανάταση (καθετότητα) για τη γοτθική τέχνη, τη σφαιρικότητα, την ενοποίηση της εικόνας για την Αναγέννηση, τον συνδυασμό του κύκλου και του τετραγώνου για τον μανιερισμό (συστηματοποίηση της αναγέννησης) και τη διαγώνιο σε συνδυασμό με καμπυλόγραμμα μοτίβα για το μπαρόκ.

Το κυνήγι αρχαιοτήτων και τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων στον χώρο της ανατολικής Μεσογείου μετατοπίζουν το ενδιαφέρον και τα ταξίδια των Ευρωπαίων την εποχή αυτή προς την Ελλάδα. Μεγάλες αρπαγές αρχαίων γίνονται στην Κόρινθο, στην Ολυμπία, στους Δελφούς, στην Αθήνα. Η Ελλάδα είναι σαν μια αποθήκη έργων τέχνης. Όταν λεηλατηθεί η επιφάνεια, θα αρχίσουν τις ανασκαφές. Το 1687 στην πολιορκία της Αθήνας από τον Μοροζίνι ανατινάζεται η στέγη του Παρθενώνα. Η ανεπανόρθωτη καταστροφή του μνημείου προκαλεί ιδιαίτερη συγκίνηση σε ολόκληρη την Ευρώπη και ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για την Ελλάδα.

Πολλοί μελετητές συνδέουν το μπαρόκ, ιδιαίτερα στην αρχιτεκτονική, με την προσπάθεια της εκκλησίας να κερδίσει έδαφος, ενώ ο κλασικισμός (η επιμονή σε κλασικά πρότυπα) εκφράζει περισσότερο την κοσμική εξουσία. Η αλλαγή της αντίληψης φαίνεται ήδη στην πρόσοψη της εκκλησίας του Ιησού (Jesù) στη Ρώμη (εικ. 387), που σχεδίασε ο Τζιάκομο Ντέλα Πόρτα (1541;-1604) γύρω στο 1575, που θα χρησιμοποιηθεί σαν πρότυπο σε πολλές κατοπινές προσόψεις εκκλησιών. Διπλασιάζονται οι κίονες με κορινθιακά κιονόκρανα, το αέτωμα περιβάλλεται από τόξο, κυριαρχούν έλικες και καμπυλόγραμμα μοτίβα, που συνδυάζονται με κλασικά στοιχεία σε μια σύνθεση η οποία θα γίνεται στο εξής όλο και πιο πολύπλοκη. Στη ζωγραφική επικρατούν οι «ζωγράφοι της σάρκας», όπως αποκάλεσε ο Ζολά τον Ρούμπενς και αργότερα τους Βατό, Ντελακρουά και Κουρμπέ, ζωγράφοι που ενδιαφέρονται περισσότερο για τη ζωγραφική απόδοση καθαυτή, για το χρώμα, την απόδοση του γυμνού, και λιγότερο για τη σημασία του θέματος.

Ωστόσο, τα αρχαία θέματα θα εξακολουθήσουν να έχουν σημαντική θέση στη θεματογραφία της εποχής, με έναν διαφορετικό τρόπο προσέγγισης. Η κλασική τέχνη στο μπαρόκ έχει άλλη χρήση: προσφέρει ενδιαφέροντα θέματα, μύθους, αλληγορίες, αφορμές και προσχήματα για εξεζητημένες, συχνά ερωτικές σκηνές, χωρίς να λείπουν οι αναφορές σε συγκεκριμένα αρχαία έργα ή τα ερείπια σε ονειρικά τοπία. Οι καλλιτέχνες με αφετηρία γραπτές πηγές ή πρωτότυπα έργα συχνά ερμηνεύουν ή μεταπλάθουν τους μύθους σε νέες δικές τους δημιουργίες, όπως π.χ. ο Πουσέν, που συγχωνεύει τη γέννηση του Βάκχου με τον θάνατο του Νάρκισσου και της Ηχούς.

Χαρακτηριστικό είδος που δημιουργείται στη μουσική στα τέλη του 16ου αιώνα και χρησιμοποιεί πολύ τους αρχαίους μύθους είναι η όπερα. Η Δάφνη του Τζάκοπο Πέρι το 1598 και ο Ορφέας του Κλαούντιο Μοντεβέρντι το 1607 (εικ. 388) ανοίγουν μια σειρά έργων με αρχαία θέματα που σχετίζονται με το γούστο της εποχής (εικ. 355). Η αρχαία τραγωδία μπορεί να απουσιάζει από την όπερα και το επίσημο θέατρο της εποχής, εμφανίζεται όμως σε σχολικές παραστάσεις, ιδιαίτερα στην εκπαίδευση των Ιησουιτών, και αποτελεί τον 17ο αιώνα πηγή έμπνευσης για τις δημιουργίες των Γάλλων κλασικών, όπως των Ρακίνα, Κορνέιγ κ.ά., που θα δώσουν με τη σειρά τους πρότυπα σε όπερες του Λουλύ και του Ραμό. Τα ντεκόρ της εποχής, απόλυτα εναρμονισμένα με τη θεατρικότητα και την ψευδαίσθηση της τέχνης του μπαρόκ, κόβουν την ανάσα όταν ενώνονται με τις βιρτουοζίστικες φωνές των καστράτο, των εκπληκτικών τραγουδιστών της όπερας με την ψιλή φωνή, που ντυμένοι με εντυπωσιακά κοστούμια ζωντανεύουν την αρχαία μυθολογία, κάνοντάς τη στα μάτια και στα αφτιά των θεατών αξέχαστη. Αυτή τη θεατρικότητα και επιβλητική μεγαλοπρέπεια τη συναντούμε σε μεγάλες τοιχογραφίες του μπαρόκ που μεταμορφώνουν την αίθουσα ενός πύργου ή ενός μοναστηριού σε πλαίσιο για θεαματικές γιορτές. Μια τέτοια θεαματική γιορτή απεικονίζει η τοιχογραφία Το Συμπόσιο της Κλεοπάτρας στο Palazzo Labia της Βενετίας (εικ. 389) γύρω στο 1750, του Βενετσιάνου Τζιοβάνι Μπατίστα Τιέπολο (1696-1770), που ήταν ένας από τους διασημότερους καλλιτέχνες του 18ου αιώνα. Οι μορφές, ντυμένες με πλούσια εντυπωσιακά ενδύματα της εποχής, ταιριάζουν απόλυτα στο πνεύμα του ροκοκό. Στα αρχιτεκτονικά μέρη όμως γίνεται ήδη φανερή η επίδραση από τις πομπηιανές τοιχογραφίες (βλ. παρακάτω).

Ως τα τέλη του 18ου αιώνα υπάρχει ένα κοινό υπόβαθρο στην τέχνη: Οι ιδεαλιστές συμφωνούν ότι ο καλλιτέχνης οφείλει να μελετά τη φύση και να σπουδάζει το γυμνό, ενώ οι νατουραλιστές αναγνωρίζουν ότι τα έργα της κλασικής Αρχαιότητας ήταν αξεπέραστα σε ομορφιά.

Ο όρος μπαρόκ χρησιμοποιείται τον 18ο αιώνα ήδη από τον Βίνκελμαν (1764) για να δηλώσει απαξιωτικά την παρακμή της τέχνης και την απομάκρυνση από τη φύση και την κλασική Αρχαιότητα. Ο κλασικός κόσμος μπορεί να χάνει έδαφος ως απόλυτο πρότυπο στην καλλιτεχνική δημιουργία, μεταλλάσσεται όμως πολύ δημιουργικά και ακολουθεί την ποικιλία έκφρασης δημιουργών σε διάφορες χώρες.

11.1. Ιταλία: Αξίζει πάντα το ταξίδι

Αν ταξίδευε κανείς το 1684 στη Φλωρεντία, έπρεπε οπωσδήποτε να επισκεφθεί την Tribuna στην Galleria degli Uffizi (εικ. 390), το Στουντιόλο των Μεδίκων, που ήταν ήδη ανοιχτό στο κοινό και συγκέντρωνε τα πιο σημαντικά αρχαία γλυπτά της συλλογής των Μεδίκων: τους Νιοβίδες, τον Σκύθη (από το σύμπλεγμα του Μαρσύα, εικ. 336), τον Θνήσκοντα Γαλάτη, τον Φαύνο (Σάτυρο) που παίζει κρουπέζιο από το σύμπλεγμα Πρόσκληση σε χορό, με συμπληρώσεις που αποδίδονται στον Μιχαήλ Άγγελο (εικ. 391) κ.ά. Μαζί με αυτά ήταν εκτεθειμένα και έργα μεγάλων αναγεννησιακών καλλιτεχνών, του Ραφαήλ, του Τιτσιάνο, αλλά και του Ρούμπενς κ.ά. Ανάμεσα στα αρχαία γλυπτά που είχε αναλάβει αυτή τη χρονιά, το 1684, να αντιγράψει ο γλύπτης Σολντάνι για τις Βερσαλίες ήταν και ο παραπάνω Φαύνος, τον οποίο θεωρούσαν «το ωραιότερο γλυπτό που μπορούσε να βρει κανείς στον κόσμο».

Η Ρώμη όμως εξακολουθεί κατά τον 17ο αιώνα να είναι σημαντικό κέντρο για την τέχνη της Ευρώπης. Το ελληνιστικό γλυπτό σύμπλεγμα, γνωστό ως «ταύρος Farnese» ταιριάζει απόλυτα στα γούστα του μπαρόκ.

Στα τέλη του 16ου αιώνα έρχεται στη Ρώμη ο Ανίμπαλε Καράτσι (1560-1609) όπου σπουδάζει την ελληνορωμαϊκή τέχνη, γοητεύεται από τον Ραφαήλ, την κλασική διατύπωση, τον Μιχαήλ Άγγελο και ζωγραφίζει στο Palazzo Farnese (1596- 1604) τοιχογραφίες με αρχαία θέματα, τον Θρίαμβο του Βάκχου και της Αριάδνης, και ακόμη γυμνές μορφές, Άτλαντες, που μιμούνται μαρμάρινα γλυπτά (εικ. 392), με πρότυπο έργα της Αρχαιότητας, όπως τον λυσιππικό Ηρακλή Farnese κ.ά. Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό κλασικιστικό σύνολο που θα επηρεάσει ανάκτορα, εκκλησίες και θα γίνει μόδα σε όλη την Ευρώπη τον επόμενο αιώνα. Ο Καράτσι θα ιδρύσει στην Μπολόνια μια σχολή ζωγραφικής, την Accademia degli Incamminati, στην οποία θα σπουδάσουν σημαντικοί συνεχιστές της κλασικιστικής παράδοσης, όπως ο Γκουίντο Ρένι (1575-1642). Ο Ρένι, ο οποίος στην εποχή του θεωρήθηκε ισάξιος του Ραφαήλ, κλασικιστής, εκλεκτικός, δανείζεται στοιχεία από διάφορους δημιουργούς, ακόμη και από τον αντίποδα του Καράτσι, τον Καραβάτζιο (1573-1610), καλλιτέχνη επαναστάτη που στρέφεται στη ρεαλιστική απόδοση χωρίς να δεσμεύεται από αρχαία πρότυπα.

Και τον Καραβάτζιο όμως δεν τον άφησε αδιάφορο η Αρχαιότητα, μια και επέλεξε να αποδώσει θέματά της με τον προσωπικό του νατουραλιστικό τρόπο, όπως στο πολύ γνωστό του έργο τον Έφηβο Βάκχο (περ. 1590), που βρίσκεται σήμερα στην Galleria degli Uffizi (εικ. 393). Το ίδιο και ο κατεξοχήν γλύπτης του μπαρόκ, ο Τζιανλορέντσο Μπερνίνι (1598-1667), ο οποίος δημιουργεί μια νέα μόδα στη γλυπτική που ξεφεύγει στη σύνθεση και στην απόδοση της πτυχολογίας από τα κλασικά πρότυπα, χωρίς να αποφεύγει θέματα από την αρχαία μυθολογία, όπως π.χ. το σύμπλεγμα Απόλλων και Δάφνη του 1622-1625 (εικ. 394).