Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση
Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της
των Μανόλη Βουτυρά & Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
12.13. Νέο στιλ
Οι καλλιτέχνες των ιδεαλιστικών ρευμάτων ανοίγουν τον δρόμο για το νέο στιλ στη Γερμανία (Jugendstil), ένα στιλ που απλώνεται με παραλλαγές σε όλη την Ευρώπη (Γαλλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Αγγλία, Ισπανία, Γερμανία, Αυστρία κ.α.) και αφορά όλες τις τέχνες (και τις εφαρμοσμένες), με χαρακτηριστικά τη διακοσμητικότητα, τα καμπυλόγραμμα φυτικά μοτίβα, τα σύμβολα, τους υπαινιγμούς, την έντονη θεατρικότητα συχνά και τον ερωτισμό, που οδηγούν κάποτε προς τον εξπρεσιονισμό. Σε αυτό το κλίμα πολλά στοιχεία, μορφές και μοτίβα είναι δάνεια από την Αρχαιότητα που παίρνουν έντονα συμβολικό χαρακτήρα, όπως συμβαίνει χαρακτηριστικά σε έργα του ζωγράφου, γλύπτη, γραφίστα και αρχιτέκτονα Φραντς φον Στουκ (1863-1928) στο Μόναχο ή του αρχιτέκτονα Τζον Σον (1753-1837) στην Αγγλία (εικ. 458). Από την Αρχαιότητα και συγκεκριμένα από αρχαία αγγεία που δημοσίευσε ο Γερμανός αρχαιολόγος Έντουαρντ Γκέρχαρντ στο βιβλίο του Auserlesene Griechische Vasenbilder (1848-1858), εμπνεύστηκε ο Αυστριακός Γκούσταβ Κλιμτ μια σειρά από έργα, όπως τα Μουσική I (1895· εικ. 459), Μουσική II (1898), Palas Aenea (1898) και Ver Sacrum.
Στην αντίληψη και στο γούστο του νέου στιλ ανήκει ένα μοναδικό κτήριο που χρησιμοποιεί με υπερβολικό τρόπο τα αρχαία πρότυπα. Πρόκειται για τη βίλα Kerylos (εικ. 460), το όνειρο του σπουδαίου Γάλλου ιστορικού και ελληνιστή Τεοντόρ Ρενάκ (1860-1928), που κατάφερε να το πραγματοποιήσει σε μια χερσόνησο στο Beaulieu-Sur-Mer στην Côte d᾽Azur κοντά στη Nice της Γαλλίας. Η βίλα που κτίστηκε τα χρόνια 1902-1908 συνεχίζει την παράδοση του Πότσνταμ και του Aschaffenburg. Είναι εμπνευσμένη από την αρχαία Ελλάδα όχι μόνον σαν αρχιτεκτόνημα, αλλά και στην εσωτερική διακόσμηση (εικ. 461), στην επίπλωση, σε κάθε λεπτομέρεια, σε όλα τα χρηστικά αντικείμενα και ασφαλώς στη διαμόρφωση των κήπων. Αρχιτέκτονας της βίλας ήταν ο Εμανουέλε Ποντρέμολι (1865-1956), συγγραφέας αρχαιολογικών άρθρων με άριστη γνώση της τέχνης της Αρχαιότητας, που είχε βραβευτεί στη Ρώμη το 1890. Για το έργο αυτό χρησιμοποίησε επιπλέον σπάνιες εκδόσεις αρχαίων μνημείων, τις οποίες είχε ο Ρενάκ στην κατοχή του: Ντ᾽Αρκανβίλ, Φουρτβένγκλερ/Ράιχολντ, κ.ά. Η βίλα εξακολουθεί και σήμερα να είναι ένα ζωντανό μουσείο, κέντρο ελληνιστικών σπουδών.
Από το νέο στιλ και τον γαλλικό συμβολισμό επηρεάζονται στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα πολλοί δημιουργοί των Ρωσικών Μπαλέτων, ιδιαίτερα όταν βρίσκονται στο Παρίσι από το 1909 και εξής. Ένας σημαντικός τους εκπρόσωπος είναι ο Λεόν Μπακστ (1866-1924), ζωγράφος, σκηνογράφος και ενδυματολόγος, με κλασική παιδεία, προικισμένος με πλούσια φαντασία και ευρηματικότητα. Ο Μπακστ λάτρευε την ελληνική Αρχαιότητα και την Ανατολή, περιοχές που αντιμετώπισε σκηνογραφικά συχνά στην καριέρα του. Το 1905 ταξίδεψε στην Ελλάδα, στην Αθήνα και στα ελληνικά νησιά. Οι εντυπώσεις του από το ταξίδι είχαν σημασία για την επιτυχία των μπαλέτων του Ντιάγκιλεφ στο Παρίσι, καθώς τις αξιοποίησε πολύ δημιουργικά στα περίφημα κοστούμια του για τα μπαλέτα με ελληνικά θέματα (Ιππόλυτος, Οιδίπους, Κλεοπάτρα, Νάρκισσος, Ελένη της Σπάρτης κ.ά.) Στο Απόγευμα ενός φαύνου (1912) ο Μπακστ χρησιμοποιεί αρχαϊκά μοτίβα από αττικά αγγεία και έργα της πλαστικής, μετατρέποντάς τα σε ευφάνταστες πολύχρωμες δημιουργίες του νέου στιλ (εικ. 462 και εικ. 463). Στο μπαλέτο αυτό η χορογραφία του Νιζίνσκι είναι επίσης εμπνευσμένη από αρχαία αγγεία, με αποτέλεσμα να μετατρέπει τη σκηνή σε μια κινούμενη αρχαϊκή ζωφόρο, ενώ η μουσική του Ντεμπυσί επιχειρεί να αποδώσει την αρχαϊκότητα του θέματος. Αντίστοιχα, στο μπαλέτο Δάφνις και Χλόη, που ανεβάστηκε επίσης από τα Ρωσικά Μπαλέτα στο Παρίσι το 1912 με μουσική του Μορίς Ραβέλ και με θαυμάσια αρχαιοπρεπή κοστούμια του Μπακστ, η Αρχαιότητα ως σημείο αναφοράς αντιμετωπίζεται με μια δυναμική ελευθερία και έμπνευση.
Από αυτό τον χώρο του νέου στιλ και ιδιαίτερα στις αρχές του 20ού αιώνα η Αρχαιότητα θα εισβάλει δυναμικά στο θέατρο, στην όπερα και στη μουσική, με θέματα από τον μύθο και την αρχαία τραγωδία. Στο Deutsches Theater στο Βερολίνο στις αρχές του 1900 ο Χανς Ομπερλέντερ ανεβάζει τον Οιδίποδα του Σοφοκλή σε μετάφραση του Βιλαμόβιτς. Ο σπουδαίος φιλόλογος, του οποίου ο πρώτος τόμος με τις μεταφράσεις των ελληνικών τραγωδιών μόλις είχε εκδοθεί, θα δώσει λίγες μέρες πριν από την πρεμιέρα μια διάλεξη με θέμα «Die Auffürbarkeit der griechischen Tragödie», όπου αναπτύσσει τις ιδέες του για την εγγύτητα του κόσμου και της αντίληψης της ελληνικής τραγωδίας με το σύγχρονο παρόν. Στην παράσταση, που γνώρισε τεράστια επιτυχία, τον ρόλο του Τειρεσία έπαιζε ο νεαρός Μαξ Ράινχαρντ, ο δαιμόνιος θεατράνθρωπος που λίγο αργότερα θα οργανώσει και θα σκηνοθετήσει σε τεράστιους ανοιχτούς χώρους στην ίδια πόλη μεγαλόπνοες παραστάσεις του Οιδίποδα. Όπερες του Ρίχαρντ Στράους, Ηλέκτρα (1909· εικ. 464) και Αριάδνη στη Νάξο (1911/1912· 1916) σε λιμπρέτα-διασκευές αρχαίου δράματος που του προμηθεύει ο Χούγκο φον Χόφμανσταλ και πολλή μουσική εμπνευσμένη από την Αρχαιότητα κυριαρχούν σε όλες τις μοντέρνες τάσεις της εποχής: Αλεξάντρ Σκριάμπιν, Προμηθέας (1911), Νταριούς Μιγιό, Ορέστεια (1913-1922), Ερίκ Σατί, Σωκράτης (1918), Ίγκορ Στραβίνσκι, Oedipus Rex (1927), Απόλλων Μουσηγέτης (1928), και αργότερα του ίδιου, Περσεφόνη (1934), Έγκον Βέλετς, Άλκηστις (1924 ) και Βάκχες (1931), Καρλ Ορφ, Catulli Carmina, Ludi scaenici, Carmina Burana (1937), Αντιγόνη (1949), Οιδίπους Τύραννος (1959) κ.ά. είναι λίγες μόνον αναφορές σε μουσικά έργα του 20ού αιώνα που θεματικά συνδέονται με την Αρχαιότητα. Δεν είναι τυχαία αυτή η εισβολή της Αρχαιότητας στον μουσικό χώρο. Σχετίζεται με μια γενικότερη τάση, σαφή στα μοντέρνα κινήματα, ιδιαίτερα εμφανή στις αρχές του 20ού αιώνα, που επιδιώκει την ανανέωση με την επιστροφή σε αρχέγονες φόρμες, τη μνημειοποίηση του καινούργιου με μιαν απόσταση που προσφέρει η Αρχαιότητα μαζί με μιαν αίσθηση διαχρονικής διάρκειας που επιδιώκει η σύγχρονη τέχνη. «Φωτογραφίζει την Ελλάδα από το αεροπλάνο» θα πει ο Ζαν Κοκτό για τη «μουσική τραγωδία» Αντιγόνη του Α. Ονεγκέρ (1927), για την οποία έγραψε τα κείμενα.