Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση
Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της
των Μανόλη Βουτυρά & Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
5.3.3. Οι λευκές λήκυθοι
Πιο κοντά στη μεγάλη ζωγραφική, ειδικά ως προς τη χρήση των χρωμάτων, μας φέρνουν τα λευκά αγγεία, τα οποία εμφανίστηκαν στην Αττική προς το τέλος του 6ου αιώνα π.Χ. Η διακοσμημένη επιφάνεια των αγγείων αυτών καλυπτόταν με ένα λευκό ή υποκίτρινο επίχρισμα, επάνω στο οποίο ο αγγειογράφος ζωγράφιζε χρησιμοποιώντας διάφορα χρώματα. Η πολυχρωμία, αλλά και η υψηλή ποιότητα του σχεδίου που συναντούμε σε κάποια από τα λευκά αγγεία, ιδιαίτερα του 5ου αιώνα π.Χ., μας βοηθούν να σχηματίσουμε μια εικόνα για τους ζωγραφικούς πίνακες και τις τοιχογραφίες της περιόδου αυτής. Όμως τα λευκά αγγεία δεν ήταν τόσο ανθεκτικά στη χρήση όσο τα μελανόμορφα και τα ερυθρόμορφα με τον ανεξίτηλο διάκοσμό τους, επειδή το λευκό τους επίχρισμα και τα χρώματά τους ξεθώριαζαν και απολεπίζονταν σχετικά εύκολα. Για τον λόγο αυτό τέτοια αγγεία δεν κατασκευάζονταν σε μεγάλους αριθμούς. Μοναδική εξαίρεση είναι οι λευκές λήκυθοι, οι οποίες είχαν αποκλειστικά ταφική χρήση. Οι λήκυθοι είναι αγγεία που περιείχαν μυρωμένο λάδι και τις τοποθετούσαν συχνά ως κτερίσματα στους τάφους, γιατί άλειφαν τους νεκρούς με αρώματα. Από το δεύτερο τέταρτο του 5ου αιώνα (από τη δεκαετία 470-460 π.Χ.) επικράτησε στην Αθήνα η συνήθεια να προσφέρουν στους νεκρούς λευκές ληκύθους διακοσμημένες με πολύχρωμες παραστάσεις που εικονίζουν τους ίδιους τους νεκρούς, τους τάφους τους ή σκηνές από τον κάτω κόσμο.
Θα αναφέρουμε εδώ δύο παραδείγματα που προέρχονται από την Ερέτρια:
(1) Σε μιαν αριστουργηματική λευκή λήκυθο που χρονολογείται γύρω στο 440 π.Χ. και αποδίδεται στον «ζωγράφο του Αχιλλέα» (του οποίου είδαμε ήδη πιο πάνω ένα εξαίρετο έργο) εικονίζεται το θέμα της αναχώρησης του πολεμιστή (εικ. 209). Μπροστά σε μια όμορφη νεαρή γυναίκα καθισμένη με άνεση σε έναν κλισμό (κάθισμα με ερεισίνωτο) και ντυμένη με χιτώνα και ιμάτιο (του οποίου έχει απολεπιστεί το χρώμα, αφήνοντας να διακρίνεται το περίγραμμα των σκελών) στέκεται ένας άνδρας με επιβλητική κορμοστασιά, που φοράει κοντό χιτωνίσκο και πρέπει να είναι ο νεκρός. Η ασπίδα και το δόρυ στο αριστερό χέρι, το ξίφος που κρέμεται από τον δεξιό ώμο και το κράνος που προτείνει με το δεξί προς το μέρος της γυναίκας δείχνουν ότι ο άνδρας είναι πολεμιστής. Τα γυμνά πόδια είναι ένα στοιχείο που τοποθετεί τη μορφή έξω από τον κόσμο των θνητών. Μπορούμε επομένως να πούμε ότι εικονίζεται ένας στρατιώτης που σκοτώθηκε στον πόλεμο να χαιρετάει για τελευταία φορά τη γυναίκα του. Η σκηνή τοποθετείται μέσα στο σπίτι και συγκεκριμένα στον γυναικωνίτη, όπως φαίνεται από τα αντικείμενα που κρέμονται στον τοίχο: μια λήκυθος, ένας καθρέφτης και μια υφασμάτινη θήκη.
(2) Μια άλλη πολύ όμορφη λευκή λήκυθος, σύγχρονη με την προηγούμενη, έργο του «ζωγράφου του Bosanquet», εικονίζει μια επιτύμβια στήλη με την ψηλή βαθμιδωτή βάση της, επάνω στην οποία έχουν εναποτεθεί ως προσφορές για τον νεκρό μικρά αγγεία, λήκυθοι και οινοχόες, καρποί και στεφάνια (εικ. 210). Ο κορμός της στήλης είναι στολισμένος με μια ταινία, ενώ πίσω του διακρίνεται το στρογγυλό περίγραμμα του τύμβου που κάλυπτε τον τάφο. Μπροστά στο μνημείο στέκεται ο νεκρός, ένας έφηβος με μακριά μαλλιά, ντυμένος με χλαμύδα (το χαρακτηριστικό ρούχο των εφήβων), με έναν πέτασο (πλατύγυρο καπέλο) κρεμασμένο στην πλάτη και ένα δόρυ ακουμπισμένο στον αριστερό βραχίονα· τα πόδια του είναι γυμνά. Από την άλλη πλευρά (δεν διακρίνεται στην εικόνα) πλησιάζει μια νεαρή γυναίκα με ένα καλάθι γεμάτο στεφάνια, για να στολίσει τον τάφο. Εδώ, όπως και στην προηγούμενη παράσταση, ο κόσμος των νεκρών συνδέεται με τον κόσμο των ζωντανών, αφού ο νεκρός εμφανίζεται μαζί με μια συγγενή του· η παρουσία του μπροστά στον τάφο του υπογραμμίζει ότι η μνήμη του παραμένει ζωντανή.