Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της

των Μανόλη Βουτυρά & Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

  • 81. Θραύσματα του κολοσσού των Ναξίων, γύρω στο 600 π.Χ. Δήλος, ιερό του Απόλλωνα.

  • 82. Βάση του κούρου του Ευθυκαρτίδη, πρώτο τέταρτο του 6ου αι. π.Χ. Δήλος, Αρχαιολογικό Μουσείο.

  • 83. Ημιτελές άγαλμα Διονύσου, πρώτο τέταρτο του 6ου αι. π.Χ. Νάξος, Απόλλωνας.

  • 84. Ημιτελές άγαλμα Κριοφόρου, πρώτο τέταρτο του 6ου αι. π.Χ. Θάσος, Μουσείο.

3.3.2. Οι πρώτοι μεγάλοι κούροι και ο ρόλος της Νάξου

Κάτι άλλο που φαίνεται ότι έκανε μεγάλη εντύπωση στους Έλληνες ήταν οι επιβλητικές διαστάσεις των κτισμάτων και των αγαλμάτων που είδαν και θαύμασαν στην Αίγυπτο. Έτσι μπορούμε να εξηγήσουμε το γεγονός ότι ανάμεσα στους πρωιμότερους κούρους που μας σώζονται συναντούμε και τους μεγαλύτερους. Η ικανότητα που απέκτησαν οι Έλληνες τεχνίτες μέσα σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, στο δεύτερο μισό του 7ου αιώνα, να κατασκευάζουν και να στήνουν μεγάλα μαρμάρινα αγάλματα πρέπει να γέμισε τους σύγχρονούς τους με περηφάνια και αυτοπεποίθηση. Αυτό φαίνεται ότι ισχύει πιο πολύ για τους Ναξίους, που είχαν πλουτίσει σημαντικά από το εμπόριο και είχαν στο νησί τους λατομεία μαρμάρου. Η άρχουσα τάξη του νησιού, οι πλούσιοι που ονομάζονταν παχέες ("χοντροί"), είχε τη δυνατότητα να αφιερώνει μεγάλα μαρμάρινα αγάλματα στο ιερό του Απόλλωνα στη Δήλο, το σημαντικότερο ιερό των Ιώνων. Ανάμεσα στα αναθήματα αυτά ξεχωρίζει ένας τεράστιος μαρμάρινος κούρος με ύψος λίγο μεγαλύτερο από 9 m, ο κολοσσός των Ναξίων, όπως επικράτησε να λέγεται, που εικονίζει πιθανότατα τον Απόλλωνα. Το άγαλμα, του οποίου σώζονται σήμερα δύο μεγάλα θραύσματα από τον κορμό και τους γοφούς (εικ. 81), χρονολογείται γύρω στο 600 π.Χ. και είναι ένα μνημείο του πλούτου αλλά και της τεχνικής ικανότητας των Ναξίων. Στη βάση του διαβάζεται ως σήμερα μια επιγραφή που λέει ότι το άγαλμα και η βάση έχουν γίνει από την ίδια πέτρα. Με αυτό τον τρόπο εκφράζεται η περηφάνια των κατασκευαστών, που κατάφεραν να αποσπάσουν από το λατομείο, να μεταφέρουν και να κατεργαστούν με εξαιρετικό τρόπο έναν τέτοιο τεράστιο όγκο μαρμάρου. Πόσο καμάρωναν οι Νάξιοι γλύπτες της εποχής εκείνης για τη δουλειά τους μας το δείχνει η βάση ενός μικρού σχετικά κούρου από ναξιώτικο μάρμαρο στη Δήλο (εικ. 82), στην οποία είναι χαραγμένη μια επιγραφή που λέει σε πρώτο πρόσωπο, σαν να μιλάει το ίδιο το άγαλμα: «Ο Ευθυκαρτίδης με αφιέρωσε ο Νάξιος, που με έφτιαξε».

Όλα δείχνουν ότι η συμβολή των Κυκλάδων, και ειδικά της Νάξου και των τεχνιτών της, στην ανάπτυξη της μνημειακής πλαστικής στην αρχαϊκή Ελλάδα ήταν πολύ μεγάλη. Στη Νάξο συναντούμε τα πρώτα μεγάλα λατομεία μαρμάρου, όπου οι γλύπτες αναζητούσαν το υλικό για τα έργα τους. Η πρώτη κατεργασία των αγαλμάτων γινόταν στο λατομείο. Με τον τρόπο αυτό ελαττωνόταν ο όγκος και κυρίως το βάρος των γλυπτών που έπρεπε να μεταφερθούν, και επιπλέον οι τεχνίτες είχαν τη δυνατότητα να ανακαλύψουν τυχόν ελαττώματα του υλικού, που μπορούσαν να δημιουργήσουν ρωγμές σε ένα άγαλμα και να το καταστρέψουν. Αυτός είναι πιθανότατα ο λόγος που κάποια γλυπτά έμειναν μισοδουλεμένα στα λατομεία, σιωπηλοί μάρτυρες του τρόπου εργασίας των γλυπτών της αρχαϊκής εποχής. Το πιο γνωστό παράδειγμα είναι ένα άγαλμα του πρώτου τετάρτου του 6ου αιώνα, που κείτεται ως σήμερα σε ένα αρχαίο λατομείο στη θέση Απόλλωνας, κοντά στη βόρεια ακτή της Νάξου (εικ. 83)· Δεν πρόκειται για κούρο, αλλά για άγαλμα του μεγάλου θεού της Νάξου, του Διονύσου, που εικονίζεται γενειοφόρος και ντυμένος με ιμάτιο. Σε πιο προχωρημένο στάδιο επεξεργασίας βρίσκεται ένα σύγχρονο περίπου μεγάλο άγαλμα όρθιου νέου άνδρα από τη Θάσο, αποικία των Πάριων, που κρατάει ένα κριάρι (γι᾽ αυτό ονομάζεται Κριοφόρος) και εικονίζει πιθανότατα τον θεό Ερμή (εικ. 84). Το άγαλμα αυτό είχε μεταφερθεί μισοτελειωμένο στην πόλη της Θάσου, όπου επρόκειτο να στηθεί. Πριν όμως ολοκληρωθεί η επεξεργασία του, ο γλύπτης ανακάλυψε ότι το μάρμαρο είχε ελαττώματα και εγκατέλειψε το έργο.

Μπορούμε να υποθέσουμε ότι, την εποχή που άρχισε να δημιουργείται η μνημειακή πλαστική (στο δεύτερο μισό του 7ου και στις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ.), έρχονταν στα λατομεία της Νάξου γλύπτες από όλη την Ελλάδα, αναζητώντας μάρμαρο για να κατασκευάσουν τα έργα τους. Είναι λοιπόν πολύ πιθανό ότι το νησί αυτό έγινε από νωρίς τόπος συνάντησης καλλιτεχνών, που είχαν έτσι την ευκαιρία να ανταλλάξουν απόψεις και εμπειρίες. Αλλά το μάρμαρο της Νάξου είναι χοντρόκοκκο και σχετικά κακής ποιότητας. Έτσι από τα μέσα του 6ου αιώνα και έπειτα οι γλύπτες αρχίζουν πλέον να προτιμούν το παριανό μάρμαρο. Τα λατομεία της Πάρου βρίσκονται αρκετά μακριά από τη θάλασσα και η εκμετάλλευσή τους ήταν πιο δαπανηρή· το μάρμαρό τους όμως (ιδιαίτερα αυτό που εξορυσσόταν από βαθιές στοές σκαμμένες στην πλαγιά του βουνού με τη βοήθεια λυχναριών και ονομαζόταν λυχνίτης λίθος) ήταν εξαιρετικής ποιότητας, με λαμπερό λευκό χρώμα.