Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση
Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της
των Μανόλη Βουτυρά & Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
8.2.1. Δύο μεγάλοι ναοί: Ο ναός του Ολυμπίου Διός στην Αθήνα και ο ναός του Απόλλωνα στα Δίδυμα
Στα ελληνιστικά χρόνια ανακατασκευάστηκαν δύο από τους μεγαλύτερους ναούς του αρχαίου ελληνικού κόσμου που είχαν ανεγερθεί στα αρχαϊκά χρόνια. Ο ένας ήταν ο ναός του Ολυμπίου Διός στην Αθήνα, που είχαν αρχίσει να χτίζουν οι γιοι του Πεισιστράτου κοντά στη νοτιοανατολική είσοδο της πόλης και που τον εγκατέλειψε συνειδητά ημιτελή η αθηναϊκή δημοκρατία ως μνημείο της τυραννίας. Ο αρχαϊκός ναός, που δεν ξεπέρασε ποτέ το αρχικό στάδιο κατασκευής, προβλεπόταν να είναι δωρικός με δύο σειρές κιόνων (δίπτερος) και εντυπωσιακό μέγεθος: η κρηπίδα του έχει διαστάσεις 107,70 m x 42,90 m. Τον ναό αυτό φιλοδόξησε να τον ξαναχτίσει από την αρχή τον 2ο αιώνα π.Χ. ο βασιλιάς της Συρίας Αντίοχος Δ' (174-165 π.Χ.). Η απόφαση αυτή είναι ενδεικτική για τη διάθεση των βασιλέων της ελληνιστικής εποχής να χρησιμοποιούν την αρχιτεκτονική ως μέσο προβολής του πλούτου και της δύναμής τους. Ενδεικτικό για τη διεθνοποίηση της μνημειακής αρχιτεκτονικής στα ελληνιστικά χρόνια είναι ότι ο Αντίοχος ανέθεσε την ανέγερση του νέου ναού σε έναν Ρωμαίο αρχιτέκτονα που ονομαζόταν Κοσσούτιος. Ο Κοσσούτιος, που ήταν άριστος γνώστης της ελληνική αρχιτεκτονικής και ταυτόχρονα καινοτόμος, σχεδίασε τον πρώτο αμιγώς κορινθιακό ναό ως δίπτερο στις μακρές πλευρές και τρίπτερο στις στενές, με 104 κίονες συνολικά (εικ. 318). Ένα επιπλέον αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό του ναού ήταν ότι ο σηκός του δεν ήταν στεγασμένος, αλλά υπαίθριος. Οι εργασίες σταμάτησαν όταν πέθανε ο Αντίοχος και ο ναός έμεινε ημιτελής, ώσπου τον ολοκλήρωσε ο αυτοκράτορας Αδριανός, ο οποίος τον εγκαινίασε το 131 μ.Χ. και τοποθέτησε στο εσωτερικό του ένα μεγάλο χρυσελεφάντινο άγαλμα του Δία.
Ένας άλλος γιγάντιος ναός της ελληνιστικής εποχής, που δεν τελείωσε ποτέ, είναι ο ναός του Απόλλωνα στα Δίδυμα. Το ιερό των Διδύμων στα νότια της Μιλήτου ήταν ένα από τα σημαντικότερα της Ιωνίας και είχε ένα μαντείο περίφημο ήδη από τα αρχαϊκά χρόνια. Τον μεγάλο ναό του ιερού τον κατέστρεψαν οι Πέρσες κατά την εξέγερση των Ιώνων στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. και παρέμεινε ερείπιο ως το 334 π.Χ., όταν ο Μέγας Αλέξανδρος απελευθέρωσε τις ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας από τους Πέρσες. Τότε ξεκίνησε μια φιλόδοξη επιχείρηση ανακατασκευής του δίπτερου ιωνικού ναού με βάση το παλαιό σχέδιο, αλλά με αισθητά μεγαλύτερες διαστάσεις (εικ. 319). Η κρηπίδα απέκτησε επτά βαθμίδες και επάνω της πάτησε ένας ορθογώνιος στυλοβάτης με διαστάσεις 109,34 m x 51,13 m, στον οποίο πατούν οι 120 συνολικά κίονες (108 στα δύο πτερά και 12 στον πρόναο). Ο ναός έχει τρεις χώρους σε διαφορετικά επίπεδα: στο βάθος του προδόμου ανοίγεται μια μεγάλη θύρα με μονολιθικό κατώφλι του οποίου το ύψος ξεπερνά το 1 m, πίσω από την οποία υπάρχει μια αίθουσα με δύο κορινθιακούς κίονες στη μέση και κλίμακες στις πλευρές. Πίσω από την αίθουσα μια μεγάλη κλίμακα με 24 σκαλοπάτια επιτρέπει την κάθοδο σε μια υπαίθρια αυλή, στους τοίχους της οποίας διαμορφώνονται παραστάδες με επίκρανα. Στο πίσω μέρος της αυλής βρίσκεται ο αρχαίος ναΐσκος του Απόλλωνα. Ο ναός έχει πλουσιότατο ανάγλυφο διάκοσμο, από τον οποίο ξεχωρίζουν ζωφόροι με αντωπούς γρύπες. Έχουν σωθεί επιγραφές με λογαριασμούς των εργασιών κατασκευής του ναού από τον 3ο αιώνα π.Χ., από τις οποίες φαίνεται το μέγεθος της δαπάνης, που ήταν για την πόλη της Μιλήτου μια συνεχής οικονομική αιμορραγία: κάθε κίονας κόστιζε σχεδόν 40.000 δραχμές, όταν ένα καλό ημερομίσθιο δεν ξεπερνούσε τις 2 δραχμές. Αναφέρονται επίσης τα ονόματα των αρχιτεκτόνων που διαδέχθηκαν ο ένας τον άλλο και τα ονόματα των επιστατών που επέβλεπαν τις εργασίες. Ο ναός δεν τελείωσε ποτέ· ακόμη και μια γενναιόδωρη χορηγία του αυτοκράτορα Αδριανού τον 2ο αιώνα μ.Χ. δεν στάθηκε αρκετή για την ολοκλήρωσή του.