Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της

των Μανόλη Βουτυρά & Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

  • 255. Σχέδιο του μακεδονικού τάφου Β (“τάφου του Φιλίππου”) της Μεγάλης Τούμπας της Βεργίνας.

7.5. Η μεγάλη ζωγραφική

Στο προηγούμενο κεφάλαιο εξηγήσαμε ότι η μεγάλη ζωγραφική γνώρισε σημαντική ανάπτυξη και άνοιξε καινούργιους δρόμους ήδη από το πρώτο μισό του 5ου αιώνα π.Χ. Η αλήθεια είναι όμως ότι κανένα από τα έργα των αρχαίων Ελλήνων ζωγράφων της πρώιμης κλασικής περιόδου δεν μας έχει σωθεί είτε στο πρωτότυπο είτε σε αντίγραφο. Το μόνο που έχουμε είναι περιγραφές ορισμένων τοιχογραφιών και πινάκων από συγγραφείς των ρωμαϊκών χρόνων, όπως ο Λουκιανός και ο Παυσανίας, ενώ ορισμένες αγγειογραφίες μάς επιτρέπουν, όπως είδαμε, να σχηματίσουμε μιαν ατελή έστω εικόνα των χαμένων έργων. Εξίσου δύσκολο ήταν ως πρόσφατα να προσεγγίσουμε αντίστοιχα έργα του 4ου αιώνα π.Χ. που, όπως συμπεραίνουμε από τις γραπτές μαρτυρίες, ήταν η πιο λαμπρή εποχή για την αρχαία ελληνική ζωγραφική. Οι αρχαίοι συγγραφείς μάς παραδίδουν τα ονόματα διάσημων ζωγράφων, όπως ο Ζεύξις, ο Παρράσιος και ο Απελλής, και μιλούν με θαυμασμό για την τέχνη τους. Αλλά η μεγάλη ζωγραφική της εποχής αυτής παρέμενε ουσιαστικά άγνωστη· την προσεγγίζαμε έμμεσα, είτε μέσα από μεμονωμένες μορφές ή συνθέσεις της αγγειογραφίας και εγχάρακτες παραστάσεις σε χάλκινα σκεύη, οι οποίες φαίνεται να έχουν ζωγραφικά πρότυπα, είτε από τοιχογραφίες και ψηφιδωτά των ρωμαϊκών χρόνων που επαναλαμβάνουν, περισσότερο ή λιγότερο πιστά, έργα του 4ου αιώνα π.Χ. Ανάμεσα στα έργα αυτά ιδιαίτερη θέση έχει το ψηφιδωτό του Μεγάλου Αλεξάνδρου από την Πομπηία.

Οι γνώσεις μας για τη ζωγραφική της όψιμης κλασικής περιόδου αυξήθηκαν απρόσμενα τα τελευταία χρόνια, καθώς η ανακάλυψη στη Μακεδονία μνημειακών τάφων διακοσμημένων με τοιχογραφίες μάς έδωσε τη δυνατότητα να γνωρίσουμε από κοντά αξιόλογα δείγματα της μεγάλης ζωγραφικής του δεύτερου μισού του 4ου αιώνα π.Χ. Ανάμεσα στα νέα ευρήματα ξεχωρίζουν για την ποιότητα και τη σημασία τους οι τοιχογραφίες των τάφων της Μεγάλης Τούμπας της Βεργίνας. Οι τάφοι αυτοί βρίσκονται στο νεκροταφείο μιας σημαντικής αρχαίας μακεδονικής πόλης, η οποία ταυτίζεται πλέον χωρίς αμφιβολία με τις αρχαίες Αιγές, την πρώτη πρωτεύουσα του βασιλείου της Μακεδονίας, όπου, σύμφωνα με την παράδοση, θάβονταν οι Μακεδόνες βασιλείς. Μπορούμε επομένως να δεχτούμε ότι οι μνημειακοί τάφοι της Μεγάλης Τούμπας της Βεργίνας που ανακάλυψε το 1977 ο Μανόλης Ανδρόνικος και χρονολογούνται όλοι στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα π.Χ. ανήκουν σε μέλη της βασιλικής οικογένειας, αν και δεν είναι προς το παρόν δυνατόν να προσδιορίσουμε με βεβαιότητα την ταυτότητά τους.

Οι τάφοι της Μεγάλης Τούμπας ανήκουν, με μία μόνο εξαίρεση, στην κατηγορία των μακεδονικών τάφων, είναι δηλαδή ευρύχωρα υπόγεια κτίσματα με ορθογώνια κάτοψη και δύο εσωτερικούς χώρους, προθάλαμο και θάλαμο, στεγασμένα με ημικυλινδρική καμάρα από πελεκητές πέτρες (εικ. 255). Οι μακεδονικοί τάφοι έχουν ακόμη μνημειακή πρόσοψη όμοια με πρόσοψη ναού, με θριγκό και επίστεψη ψηλή ζωφόρο (όπως στον τάφο Β της Μεγάλης Τούμπας της Βεργίνας) ή αέτωμα, αλλά με ημικίονες στη θέση των κιόνων. Η πρόσβαση στο εσωτερικό του τάφου γίνεται από μια μαρμάρινη συνήθως θύρα, η οποία μιμείται ξύλινα πρότυπα και σφραγιζόταν μετά την ταφή του νεκρού. Οι μακεδονικοί τάφοι καλύπτονταν πάντοτε από τύμβο (έναν τεχνητό λόφο από χώμα) και δεν ήταν επομένως ορατοί παρά μόνο πριν από την ταφή· σε ορισμένες περιπτώσεις όμως είναι σαφές ότι ανοίχτηκαν ξανά για να ταφούν μέσα άλλα μέλη της ίδιας οικογένειας. Τέτοιοι μνημειακοί τάφοι κατασκευάζονταν αποκλειστικά για τους υψηλότερους αξιωματούχους του μακεδονικού βασιλείου και τις οικογένειές τους, οι οποίοι διατηρούσαν περισσότερο ή λιγότερο στενές σχέσεις με τη βασιλική οικογένεια. Το γεγονός ότι οι μακεδονικοί τάφοι παρέμειναν θαμμένοι κάτω από τη γη συνετέλεσε ώστε να διατηρηθεί συχνά σε σχετικά καλή κατάσταση ο ζωγραφικός τους διάκοσμος.