Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση
Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της
των Μανόλη Βουτυρά & Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
3.3.5. Ο κούρος του Ισχή στο Ηραίο της Σάμου
Η Σάμος γνώρισε στα αρχαϊκά χρόνια μεγάλη οικονομική άνθηση ως κέντρο του διαμετακομιστικού εμπορίου ανάμεσα στην ανατολική και τη δυτική Μεσόγειο. Ο πλούτος που συγκέντρωσαν στα χέρια τους οι Σάμιοι έμποροι αποτυπώνεται στα μεγάλα κτίσματα και τα μνημειακά αναθήματα που κοσμούν το Ηραίο, το ιερό της Ήρας, της μεγάλης θεάς της Σάμου, κοντά στην αρχαία πρωτεύουσα, στη νοτιοανατολική άκρη του νησιού. Στο ιερό αυτό στήθηκαν, γύρω στο 570 π.Χ., επάνω σε σχετικά χαμηλές βάσεις, δύο τεράστιοι μαρμάρινοι κούροι με ύψος 4,80 m, ο ένας από τους οποίους αποκαταστάθηκε πρόσφατα στο μεγαλύτερο μέρος του και στήθηκε στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Σάμου (εικ. 88). Το μεγαλύτερο κομμάτι, που σώζει τον κορμό με τους μηρούς και τους βραχίονες, βρέθηκε το 1980, ενώ το μεγαλύτερο τμήμα του κεφαλιού με το πρόσωπο το 1984· η δεξιά κνήμη είχε βρεθεί σε παλαιότερες ανασκαφές. Στον αριστερό μηρό του κούρου είναι χαραγμένη μια επιγραφή που μας πληροφορεί ότι τον έστησε ο Ισχής, ο γιος του Ρήσιος. Ο άνθρωπος αυτός μας είναι άγνωστος από αλλού, μπορούμε όμως να συμπεράνουμε με βεβαιότητα ότι ήταν ένας από τους πλουσιότερους Σάμιους της εποχής του.
Το μέγεθος και η ποιότητα του κούρου του Ισχή (ο οποίος, ας το επαναλάβουμε, δεν στεκόταν μόνος του, αλλά μαζί με έναν ακόμη ίσο σε διαστάσεις) μαρτυρούν τον πλούτο όχι μόνο του αναθέτη του, αλλά γενικότερα της αρχαϊκής Σάμου, καθώς και την ικανότητα των καλλιτεχνών της. Βέβαιο μπορεί να θεωρηθεί ότι ο δημιουργός του κούρου του Ισχή ήταν Σάμιος όχι μόνο επειδή ο κούρος μοιάζει τεχνοτροπικά με άλλους που βρέθηκαν στο νησί, αλλά και για τον πρόσθετο λόγο ότι το μέτρο που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή του είναι ο σαμιακός πήχυς, ο οποίος είναι ίδιος με τον αιγυπτιακό. Αυτό είναι ένα από τα πολλά στοιχεία που φανερώνουν τις στενές σχέσεις της Σάμου με την Αίγυπτο στο τέλος του 7ου και στον 6ο αιώνα π.Χ. Δεν είναι τυχαίο ότι η πληροφορία που αναφέραμε πιο πάνω, ότι δηλαδή οι Έλληνες έμαθαν το σύστημα των αναλογιών των κούρων από τους Αιγυπτίους, φέρνει στο προσκήνιο δύο Σάμιους γλύπτες. Η σχέση του κούρου του Ισχή με την Αίγυπτο είναι επομένως στενή, έστω και αν το έργο δεν ακολουθεί πιστά τον αιγυπτιακό κανόνα.
Η τεχνοτροπία του κούρου του Ισχή είναι χαρακτηριστική όχι μόνο για τη Σάμο, αλλά για την περιοχή του ανατολικού Αιγαίου γενικότερα. Το εύσαρκο σώμα, το μαλακό πλάσιμο της επιφάνειας, η αποφυγή έντονων εγχάρακτων γραμμών για την απόδοση των ανατομικών λεπτομερειών ξεχωρίζουν τους κούρους που προέρχονται από τις πόλεις της Μικράς Ασίας και τα κοντινά νησιά από εκείνους της ηπειρωτικής Ελλάδας και των Κυκλάδων, με τις λείες και επίπεδες επιφάνειες και τη γραμμικά σχεδιασμένη ανατομία. Διαφορετική είναι επίσης η αισθητική των αργίτικων κούρων από τους Δελφούς (του «Κλέοβη» και του «Βίτωνα») με το ρωμαλέο σώμα, τα κοντά μέλη και το κυβικό κεφάλι. Το ίδιο σαφείς είναι οι ιδιομορφίες στην απόδοση του κεφαλιού και ιδιαίτερα του προσώπου του σαμιακού κούρου. Το πλατύ πρόσωπο, τα μακρόστενα αμυγδαλωτά μάτια, τα σαρκώδη χείλη και το επίπεδο μέτωπο με κλίση προς τα πίσω είναι χαρακτηριστικά που τα συναντούμε στους κούρους από τη Σάμο και την Ιωνία γενικότερα. Αλλά το πιο εντυπωσιακό στοιχείο του κούρου του Ισχή είναι το μέγεθός του. Με βάση τη χρονολόγησή του γύρω στο 570 π.Χ., μπορούμε να πούμε ότι είναι ο τελευταίος από τους υπερμεγέθεις κούρους της πρώιμης αρχαϊκής εποχής που φανερώνουν την επίδραση των αιγυπτιακών αγαλμάτων στη μνημειακή ελληνική τέχνη.