Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση
Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της
των Μανόλη Βουτυρά & Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
3.3.4. Δύο κούροι από το Άργος στους Δελφούς
Ένα άλλο εργαστήριο μαρμαρογλυπτικής που αναπτύχθηκε στις πρώτες δεκαετίες του 6ου αιώνα π.Χ. είναι εκείνο του Άργους. Το εργαστήριο αυτό μας είναι γνωστό κυρίως από δύο μεγάλους όμοιους κούρους (εικ. 87), με ύψος λίγο παραπάνω από 2 m, που βρέθηκαν στους Δελφούς στο τέλος του 19ου αιώνα, κατά τις ανασκαφές της Γαλλικής Σχολής της Αθήνας. Στην πλίνθο του ενός από τα δύο αγάλματα υπάρχει μια επιγραφή που σώζει μέρος από το όνομα και την πατρίδα του δημιουργού τους: «Ο ---μήδης τα κατασκεύασε ο Αργείος.» Για πολλά χρόνια οι αρχαιολόγοι πίστευαν ότι οι κούροι των Δελφών εικονίζουν δύο αδέλφια από το Άργος, τον Κλέοβη και τον Βίτωνα. Τους δύο αυτούς νέους τούς αναφέρει ο Ηρόδοτος, όταν διηγείται την επίσκεψη του σοφού Αθηναίου νομοθέτη Σόλωνα στον πάμπλουτο βασιλιά της Λυδίας Κροίσο, που έσπευσε να ρωτήσει τον καλεσμένο του ποιον θεωρούσε τον πιο ευτυχισμένο από όλους τους ανθρώπους, με την ιδέα ότι ο ίδιος ήταν ο πιο ευτυχισμένος. Ο Σόλων όμως πίστευε ότι μόνο στο τέλος της ζωής ενός ανθρώπου μπορεί κανείς να γνωρίζει αν πράγματι ήταν ευτυχισμένος και ανέφερε δύο τέτοια παραδείγματα· το πρώτο ήταν ο Τέλλος ο Αθηναίος και το δεύτερο ο Κλέοβις και ο Βίτων. Η ιστορία έχει ως εξής (Ηρόδοτος 1.31):
«Έτσι μιλώντας για τον Τέλλο ερέθισε ο Σόλων τον Κροίσο με όσα είπε για την ευτυχία του, ώστε εκείνος τώρα ρωτούσε ποιον έβρισκε ο Σόλων δεύτερο στη σειρά μετά τον Τέλλο, πιστεύοντας ακράδαντα πως τη δεύτερη θέση θα την έπαιρνε βέβαια ο ίδιος. Όμως ο Σόλων αποκρίθηκε: "Τον Κλέοβη και τον Βίτωνα. Αυτοί, που ήταν από αργίτικη γενιά, και αγαθά αρκετά είχαν και επιπλέον σωματική δύναμη τέτοιας λογής· και οι δύο είχαν κερδίσει βραβεία σε αγώνες, και λένε μάλιστα γι᾽ αυτούς την ακόλουθη ιστορία: Πως σε μια γιορτή που έκαναν οι Αργίτες προς τιμή της Ήρας, έπρεπε η μητέρα τους να πάει οπωσδήποτε με ζεμένο αμάξι στο ιερό, όμως τα βόδια δεν έφταναν στην ώρα τους από το χωράφι· καθώς ο χρόνος δεν τους έπαιρνε να περιμένουν, μπήκαν οι ίδιοι οι νέοι κάτω από το ζυγό και έσερναν το αμάξι, ενώ πάνω του πήγαινε η μητέρα τους. Κι αφού έσυραν το φορτίο τους σαράντα πέντε στάδια [λίγο περισσότερο από οκτώ χιλιόμετρα], έφτασαν στο ιερό. Το κατόρθωμά τους, που το είδε όλος ο μαζεμένος κόσμος στο πανηγύρι, το επισφράγισε λαμπρά το τέλος της ζωής τους, και έδειξε στην περίσταση αυτή ο θεός πόσο είναι για τον άνθρωπο καλύτερο να πεθαίνει παρά να ζει. Γιατί οι Αργείοι τούς περικύκλωσαν και μακάριζαν τα παλικάρια για τη ρώμη τους, ενώ οι Αργίτισσες μακάριζαν τη μάνα τους, που της έτυχαν τέτοια παιδιά. Και η μητέρα τους γεμάτη χαρά για το έργο και τους επαίνους των παιδιών της, στάθηκε αντίκρυ στο άγαλμα της θεάς και ευχόταν για τον Κλέοβη και τον Βίτωνα, τα παιδιά της, που τόσο πολύ την τίμησαν, να τους δώσει η θεά ό,τι καλύτερο μπορεί να τύχει σε άνθρωπο. Ύστερα από αυτή την ευχή έκαναν θυσίες και έφαγαν, και σαν κοιμήθηκαν τα παλικάρια στο ίδιο το ιερό, δεν ματαξύπνησαν πια αλλά η ζωή τους τελείωσε έτσι. Και οι Αργείοι τους έφτιαξαν αγάλματα και τα αφιέρωσαν στους Δελφούς, να τους τιμήσουν που στάθηκαν άριστοι άνδρες."» (Μτφρ. Δ. Ν. Μαρωνίτη)
Όπως ήταν φυσικό και αναμενόμενο, οι Γάλλοι ανασκαφείς, μόλις αντίκρισαν τους δύο δίδυμους κούρους και διάβασαν στην πλίνθο του ενός την υπογραφή ενός Αργείου γλύπτη, θυμήθηκαν τη διήγηση του Ηροδότου και πίστεψαν ότι αυτά ήταν τα αγάλματα του Κλέοβη και του Βίτωνα, που είχαν στήσει οι Αργείοι στους Δελφούς. Τα υπολείμματα μιας δεύτερης επιγραφής, που ήταν χαραγμένη στην πλίνθο του δεύτερου κούρου, διαβάστηκαν και ερμηνεύτηκαν με τρόπο που φάνηκε να ενισχύει την ταύτιση των δύο κούρων με τον Κλέοβη και τον Βίτωνα: «Αυτοί οι δύο μετέφεραν τη μητέρα τους.» Ένα άλλο στοιχείο που έμοιαζε να στηρίζει την ερμηνεία αυτή ήταν ότι οι δύο κούροι των Δελφών, σε αντίθεση με τους άλλους, δεν έχουν γυμνά πόδια, αλλά φορούν κλειστά παπούτσια, όπως ταιριάζει για όσους κάνουν μεγάλες πορείες. Οι σκέψεις όμως αυτές, όσο εύλογες και αν φαίνονται, δεν είναι απόλυτα πειστικές. Το καθοριστικό στοιχείο είναι η ανάγνωση της επιγραφής, η οποία, όπως έδειξε μια πρόσφατη επανεξέταση, δεν είναι καθόλου βέβαιη. Τα ίχνη των γραμμάτων μπορούν να διαβαστούν διαφορετικά, ώστε να αναγνωρίζεται το όνομα Άνακες. Αν η ανάγνωση αυτή είναι σωστή, τότε οι εικονιζόμενοι είναι ο Κάστωρ και ο Πολυδεύκης, δηλαδή οι Διόσκουροι, οι δίδυμοι γιοι του Δία και της Λήδας και αδελφοί της Ελένης, της ομορφότερης γυναίκας στην ελληνική μυθολογία. Ξέρουμε ότι οι Διόσκουροι λατρεύονταν στο Άργος (όπως και στη Σπάρτη και αλλού) με την επωνυμία Άνακες. Τα κλειστά παπούτσια ταιριάζουν στους Διοσκούρους, που ήταν ήρωες ταξιδευτές. Η ταυτότητα των δύο κούρων από τους Δελφούς παραμένει επομένως προβληματική· βέβαιη είναι πάντως, όπως είδαμε, η απόδοσή τους σε Αργείο γλύπτη.
Όσο και αν οι δύο κούροι από τους Δελφούς ακολουθούν το ίδιο γενικό σχήμα, είναι προφανείς οι διαφορετικές αναλογίες τους σε σχέση με τους ναξιώτικους και τους αττικούς κούρους. Ο κορμός είναι σαφώς πιο κοντός, όπως και οι βραχίονες, ενώ το στήθος είναι τοποθετημένο αισθητά ψηλότερα. Το σχεδόν κυβικό κεφάλι με το πλατύ πρόσωπο και το χαμηλό μέτωπο πλαισιώνεται από χοντρούς βοστρύχους που πέφτουν στους ώμους, τρεις από κάθε πλευρά, όπως στα κεφάλια των αγαλμάτων της δαιδαλικής εποχής. Ακόμη, η θωρακική κοιλότητα αποδίδεται με μια τοξωτή εγχάρακτη γραμμή, που θυμίζει τη διακόσμηση των χάλκινων θωράκων. Είναι προφανές ότι οι γλύπτες του αργίτικου εργαστηρίου ακολουθούσαν τα δικά τους αισθητικά πρότυπα και γι᾽ αυτό οι κούροι τους διαφέρουν από τους ναξιώτικους και τους αττικούς.