Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση
Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της
των Μανόλη Βουτυρά & Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
12.1. Πομπηία - Ερκουλάνεουμ
Η σημαντικότερη ελληνική αναβίωση μετά την Αναγέννηση συντελείται στα μέσα περίπου του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα. Πρόκειται για το κίνημα του κλασικισμού (ή νεοκλασικισμού), που θα επικρατήσει στην Ευρώπη του Διαφωτισμού ιδιαίτερα μετά τη Γαλλική Επανάσταση.
Συγκλονιστική για την ευρωπαϊκή τέχνη είναι η άμεση γνωριμία με τη ζωγραφική της Αρχαιότητας στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα, με τις καταπληκτικές ανακαλύψεις ολόκληρων αρχαίων πόλεων, που φέρνουν στο φως οι ανασκαφές του Ερκουλάνεουμ (1738) και της Πομπηίας (1748). Για πρώτη φορά οι Ευρωπαίοι μπορούν να αντιληφθούν πώς ήταν η ζωή στην Αρχαιότητα, να γνωρίσουν τη ζωγραφική στο πρωτότυπο. Εκτός από ένα πλήθος αντικειμένων και μικρογλυπτικής που έρχεται στο φως, και στις δύο αυτές πόλεις ανακαλύπτονται για πρώτη φορά αγγεία σε μεγάλες ποσότητες, και τότε ουσιαστικά γνωρίζει η Ευρώπη την ελληνική ζωγραφική. Ούτε στην Αναγέννηση, ούτε στο μπαρόκ έδιναν σημασία σε αυτό το υλικό. Μόνο στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα αρχίζουν να δημιουργούνται μεγάλες συλλογές αρχαίων αγγείων, όπως αυτή του Λόρδου Γουίλιαμ Χάμιλτον (1730-1803), που θα επηρεάσει καθοριστικά τη νεοκλασική τέχνη και ιδίως τη ζωγραφική. Ο Χάμιλτον πούλησε το 1772 ολόκληρη τη συλλογή του στο Βρετανικό Μουσείο. Ο Πιέρ Φρανσουά Ουγκ, βαρώνος Ντ᾽Αρκανβίλ δημοσίευσε τη συλλογή του Χάμιλτον στην περίφημη έκδοση Antiquités étrusques, grecques et romaines tirés du cabinet de M. Hamilton (Νάπολη· 1766-1767), με πολλά σχέδια αγγείων, τα οποία ο Χάμιλτον ήθελε να χρησιμοποιηθούν ως πρότυπα για νέες δημιουργίες. Η επιθυμία του Χάμιλτον πραγματοποιήθηκε, μια και από την έκδοση αυτή άντλησαν πρότυπα για τον διάκοσμο στο περίφημο Ετρουσκικό Δωμάτιο του Πύργου του Potsdam, ο οποίος ολοκληρώθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα με αρχές του 19ου, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Φρίντριχ Γκότλιμπ Σάντοου (1761-1831) για τον Φρειδερίκο Γουλιέλμο Γ' (1770-1840). Η έκδοση του Ντ᾽Αρκανβίλ καθώς και οι ανασκαφές στο Ερκουλάνεουμ και την Πομπηία επηρέασαν επίσης τον διάκοσμο στον Πύργο του Aschaffenburg (1840-1848) για τον Λουδοβίκο Α' της Βαβαρίας, ενώ ακολούθησαν και άλλα τέτοια παραδείγματα.
Από την έκδοση του Ντ᾽Αρκανβίλ πήρε σχέδια και ιδέες για τις δικές του δημιουργίες ο φίλος του Χάμιλτον, ο Τζόσια Γουέτζγουντ (1730- 1795), που ήταν η κυρίαρχη μορφή της αγγλικής κεραμικής παραγωγής κατά τον 18ο αιώνα (σ. 374, εικ. 416). Μέλος μιας δυναστείας αγγειοπλαστών από το Staffordshire της Αγγλίας, εμπνέεται στην παραγωγή του από αρχαία κατωιταλιωτικά αγγεία που βρέθηκαν στην Καμπανία και στην Ετρουρία (που είναι γνωστά σήμερα ως ελληνικά), τα οποία στην εποχή του θεωρήθηκαν ετρουσκικά, και έτσι στην κεραμική που αρχίζει να κατασκευάζει το 1769 δίνει το όνομα «Ετρουρία». Η κεραμική Γουέτζγουντ, μια από τις πιο εκλεπτυσμένες τεχνικά στην Ευρώπη, αποτελεί και σήμερα αγαπημένο υλικό αρχαιοπωλών και συλλεκτών σε δημοπρασίες ή στην αγορά τέχνης. Ο Γουέτζγουντ απευθύνθηκε για σχέδια στους καλύτερους σχεδιαστές της εποχής του και ιδιαίτερα στον φίλο του Τζον Φλάξμαν (1755-1826), γλύπτη και σχεδιαστή με ιδιαίτερη αγάπη στην ελληνική αγγειογραφία. Ο Φλάξμαν εικονογράφησε τον Όμηρο, τον Ησίοδο και τον Αισχύλο με σχέδια που τον καθιέρωσαν ως έναν από τους πιο σημαντικούς σχεδιαστές της εποχής του, ενώ οι πίνακές του στο βιβλίο του Τόμας Χόουπ, Costume of the Ancients (1809), αποτελούν ορόσημο για την παρουσίαση και επίδραση της αρχαίας ελληνικής ενδυμασίας στο αγγλικό κοινό.
Στην Ευρώπη των αρχών του 19ου αιώνα τα ενδύματα έγιναν αντικείμενο πολιτικών και αρχαιολογικών συσχετισμών. Λευκά μακριά λεπτά φορέματα με ψηλό ζώσιμο και φουσκωτά μανίκια θυμίζουν όψιμες κλασικές ή ελληνιστικές ενδυμασίες και αποτελούν συνειδητή επιλογή για τη μόδα της εποχής της Δημοκρατίας ή του Διευθυντηρίου. Το στιλ αυτό, που ήταν επίσης το αγαπημένο της αυτοκράτειρας Ιωσηφίνας και γι᾽ αυτό ονομάστηκε αυτοκρατορικό (empire), το αποτυπώνει πολύ χαρακτηριστικά ο Νταβίντ (1748-1825) στο πορτρέτο της Κυρίας Ρεκαμιέ (περ. 1800) στο Λούβρο (εικ. 417), όχι μόνο στο ένδυμα και στην κόμμωση της μορφής, αλλά και στα αρχαιοπρεπή έπιπλα, το ανάκλιντρο και το ρωμαϊκού τύπου κηροπήγιο, χαρακτηριστικά για το στιλ της εποχής. Αντίστοιχα της μόδας ήταν κοσμήματα με αρχαιοπρεπή μοτίβα, με πολλούς ένθετους καμέο και άλλους λίθους με παραστάσεις, που συχνά αντέγραφαν σπουδαία γλυπτά της Αρχαιότητας, όπως τον Δισκοβόλο του Μύρωνα (εικ. 183), τον Απόλλωνα του Belvedere (εικ. 293) κ.ά. Ο κυριότερος εκφραστής αυτού του «ελληνικού» στιλ της κοσμηματοποιίας στα μέσα του 19ου αιώνα στη Ρώμη ήταν ο χρυσοχόος Καστελάνι (1793-1865· εικ. 418).