Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της

των Μανόλη Βουτυρά & Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

ΙΙ. Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΣΤΑ ΝΕΟΤΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ

9. Αναγέννηση και αρχαία ελληνική τέχνη

Το τέλος της Αρχαιότητας δεν σήμαινε και την εξαφάνισή της. Ο αρχαίος πολιτισμός, τόσο ως γραπτή παράδοση όσο και ως καλλιτεχνική δημιουργία, επρόκειτο να διανύσει μια νέα διαδρομή με πολλές κλασικές αναβιώσεις, που θα επηρέαζαν τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, από την Αναγέννηση κυρίως ως τις μέρες μας, με διάφορους τρόπους και με διαφορετική ένταση κατά εποχές.

Η πιο σημαντική αναβίωση της κλασικής Αρχαιότητας γίνεται στην Αναγέννηση (Rinascimento, Renaissance). Τον όρο Rinascita χρησιμοποίησε για πρώτη φορά ο ιστορικός βιογράφος καλλιτεχνών Τζόρτζιο Βαζάρι στα μέσα του 16ου αιώνα, για να περιγράψει την καθολική ανανέωση της ζωής, των γραμμάτων και των τεχνών μετά τον Μεσαίωνα, μετά το διάστημα δηλαδή που μεσολάβησε ανάμεσα στην Αρχαιότητα και τον 15ο αιώνα. Η Αναγέννηση ξεκινά τον 15ο αιώνα (το λεγόμενο Quattrocento) από την Ιταλία, εξαπλώνεται σε όλη την Ευρώπη (Γαλλία, Γερμανία, Κάτω Χώρες, Ισπανία) και διαρκεί ως τις πρώτες δεκαετίες του 16ου αιώνα (του Cinquecento). Εμφανίζεται καταρχήν στη Φλωρεντία, στην αυλή των Μεδίκων, όπου τον 15ο αιώνα εργάζεται μεγάλος αριθμός σπουδαίων καλλιτεχνών. Τον 16ο αιώνα το κέντρο μεταφέρεται στη Ρώμη, που σαν μια άλλη κλασική Αθήνα συγκεντρώνει όλους τους μεγάλους δημιουργούς της εποχής: Λεονάρντο, Μπραμάντε, Μιχαήλ Άγγελο, Ραφαήλ κ.ά., καθώς προσφέρει μεγάλες ευκαιρίες για καλλιτεχνική ανάπτυξη και κοινωνική άνοδο. Κάθε πνευματική δημιουργία, αλλά κυρίως η τέχνη γνωρίζει τέτοια άνθηση που δεν την είχε ξαναζήσει ως τότε ο κόσμος. Η παπική εξουσία με αυξημένο γόητρο θα χρησιμοποιήσει την τέχνη για τους σκοπούς της. Στη Ρώμη κυρίως οι καλλιτέχνες έρχονται σε άμεση επαφή με τα ίδια τα έργα τέχνης στο πρωτότυπο. Οι ανασκαφές φέρνουν στο φως σπουδαία αγάλματα, που θα επηρεάσουν καθοριστικά την πλαστική αντίληψη της Αναγέννησης και δημιουργούνται οι πρώτες αρχαιολογικές συλλογές από πάπες, ηγεμόνες, πατρικίους και καλλιτέχνες.

Αν πρέπει να χαρακτηρίσουμε με μια λέξη την εποχή της Αναγέννησης, θα τη λέγαμε αισιόδοξη, για την πίστη των ανθρώπων στην αξία και τις δυνατότητες του ανθρώπινου νου, για την αυτοπεποίθηση που δίνει ο πλούτος και η οικονομική ευμάρεια, ιδιαίτερα αισθητή κατά τον 15ο αιώνα. Στην Αναγέννηση το κέντρο βάρους είναι ο άνθρωπος. Ήταν, επομένως, φυσικό οι καλλιτέχνες της Αναγέννησης να στραφούν στην αρχαία τέχνη, τέχνη κατεξοχήν ανθρωποκεντρική. Το κλασικό ιδεώδες του καλοῦ κἀγαθοῦ, οι κλασικοί κανόνες αναλογιών, οι ζυγισμένες συνθέσεις που σχετίζονται με τη μελέτη και την επίδραση των αρχαίων προτύπων, μεταφράζονται στην Αναγέννηση ως bellezza (ορισμός του κάλλους, της εξιδανίκευσης) και θα αποτελέσουν θεμελιακή αρχή της δυτικοευρωπαϊκής τέχνης.

Η ανανέωση της τέχνης στην Αναγέννηση ερμηνεύθηκε στον 19ο αιώνα ως αναγέννηση της τέχνης της ελληνικής Αρχαιότητας. Στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για μια νέα αρχή, με πολύ έντονη την επίδραση της αρχαίας τέχνης. Η τέχνη της Αναγέννησης αισθανόταν ελεύθερη απέναντι στο παρελθόν και στην Αρχαιότητα, και η σχέση των δύο δεν ήταν ποτέ απλή.

Η σχέση μιας νεότερης δημιουργίας με αναφορά στην Αρχαιότητα μπορεί να έχει διάφορες μορφές: μπορεί να αφορά την επιλογή του θέματος (π.χ. μυθολογικό, ιστορικό), το οποίο ο καλλιτέχνης γνωρίζει είτε απευθείας από αρχαία κείμενα (π.χ. τον Όμηρο), είτε από μεταγενέστερες πηγές (π.χ. τον Πλίνιο, τον Βιργίλιο, τις Μεταμορφώσεις του Οβιδίου), ή ακόμη αργότερα από κείμενα όπως η Εικονολογία του Τσέζαρε Ρίπα (1560-1625), μια συλλογή αλληγοριών με μεγάλη επίδραση στη λογοτεχνία και στη ζωγραφική του μανιερισμού. Στην περίπτωση αυτή μύθοι ή και μορφές της Αρχαιότητας αποδίδονται και προσαρμόζονται τις περισσότερες φορές στο στιλ της νεότερης εποχής, αποκτούν ηθικοπλαστική σημασία, συμβολισμούς και γίνονται φορείς μηνυμάτων, ακόμη και προπαγάνδας.

Η νεότερη δημιουργία, μια ολόκληρη σκηνή ενός πίνακα, ένα γλυπτό, μια μορφή ή ένα μοτίβο, μπορεί, εκτός από το θέμα, να σχετίζεται με κάποιο συγκεκριμένο αρχαίο πρότυπο. Ο καλλιτέχνης μπορεί να επιζητεί μια πιστή αντιγραφή ενός αρχαίου έργου, συνήθως όμως αντιμετωπίζει την αρχαία τέχνη σαν μια δεξαμενή τύπων, μορφών και λύσεων, από όπου μπορεί να αντλήσει υλικό για τη δική του δημιουργία. Πολλοί καλλιτέχνες, π.χ., όταν θέλουν να παρουσιάσουν σύγχρονα θέματα ή πορτρέτα ηγεμόνων, δανείζονται τύπους, στάσεις, συνθέσεις από αρχαία έργα, παραλλαγμένα σε διάφορους βαθμούς. Άλλοι καλλιτέχνες δεν εμπνέονται από ένα συγκεκριμένο αρχαίο έργο, αλλά υιοθετούν ένα κλασικιστικό ύφος που δίνει στο έργο τους την εμφάνιση κλασικού. Σε αυτές τις περιπτώσεις τούς ενδιαφέρει να μεταδώσουν μιαν αρχαιοπρεπή αίσθηση, να αναπλάσουν την εντύπωση του κλασικού.

Παρόμοιες τάσεις συναντούμε και στις διακοσμητικές τέχνες, όπου καθοριστική υπήρξε στο τέλος του 15ου αιώνα η ανακάλυψη των διακοσμήσεων της οροφής της Domus Aurea, του Χρυσού Οίκου στον λόφο Oppius της Ρώμης (εικ. 342)· πρόκειται για το ανάκτορο που έκτισε ο Νέρων το 64-68 μ.Χ. Στις τοιχογραφίες αυτές επικρατούν πλούσια φυτικά θέματα, έλικες, σπείρες, άκανθοι, αλλά και φτερωτές μορφές, Σειρήνες, Κένταυροι κ.ά., καθώς και λίγες μυθολογικές σκηνές που αποδίδονται συνοπτικά σαν σκιαγραφίες. Οι τοιχογραφίες αυτές δημιούργησαν μια τεχνοτροπία που έγινε γνωστή ως γκροτέσκο (από τη λέξη grotta "σπηλιά", διακόσμηση σπηλαίων) και που διαδόθηκε ευρύτατα σε όλη την Ευρώπη.