Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση
Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της
των Μανόλη Βουτυρά & Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
7.7.4. Τα επιτύμβια και τα αναθηματικά ανάγλυφα από την Αττική
Το γεγονός ότι οι αρχαιολόγοι έχουν σήμερα τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν την εξέλιξη της γλυπτικής κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα π.Χ. και να χρονολογήσουν με σχετική ασφάλεια τα γλυπτά αυτής της περιόδου οφείλεται κυρίως στην ανεύρεση πολυάριθμων επιτύμβιων και αναθηματικών αναγλύφων στην Αττική. Τα μνημεία αυτά καλύπτουν ολόκληρη την περίοδο και, παρόλο που η ποιότητά τους είναι αρκετά άνιση, μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα για τις τάσεις που επικράτησαν στη γλυπτική. Ειδικά για τα επιτύμβια ανάγλυφα γνωρίζουμε ότι η παραγωγή τους άρχισε, μετά από μια περίοδο απαγόρευσης, στα πρώτα χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου, δηλαδή στη δεκαετία 430-420 π.Χ. (όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο) και συνεχίστηκε ως το 317 π.Χ., οπότε ο Δημήτριος ο Φαληρέας, που έγινε κυβερνήτης της Αθήνας με τη θέληση του βασιλιά της Μακεδονίας Κασσάνδρου, απαγόρευσε την κατασκευή τους με νόμο, ο οποίος ίσχυσε και μετά την πτώση του για τρεις σχεδόν αιώνες, δηλαδή ολόκληρη την ελληνιστική περίοδο. Τα αττικά επιτύμβια ανάγλυφα έγιναν πρότυπο και για άλλες περιοχές της Ελλάδας, ιδιαίτερα τη Βοιωτία, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία, όπου συναντούμε όμοια μνημεία κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα π.Χ. Τα ανάγλυφα αυτά έχουν αρχιτεκτονική πλαισίωση, παρουσιάζονται δηλαδή ως προσόψεις ναΐσκων με δύο παραστάδες, που στηρίζουν ένα αέτωμα. Σε κάποια από τα παλαιότερα παραδείγματα δεν υπάρχουν παραστάδες και η αετωματική επίστεψη είναι ελεύθερη. Με την πάροδο του χρόνου οι ναΐσκοι γίνονται βαθύτεροι και οι μορφές σχεδόν ολόγλυφες.
Ένα από τα πιο σημαντικά αττικά επιτύμβια μνημεία των αρχών του 4ου αιώνα με ανάγλυφη παράσταση είναι εκείνο του νεαρού Δεξίλεω, που ήταν στημένο στο μεγαλύτερο νεκροταφείο της αρχαίας Αθήνας, τον Κεραμεικό (εικ. 297). Ο δεκαεννιάχρονος Δεξίλεως, γιος πλούσιας οικογένειας από τον δήμο του Θορικού στη νοτιοανατολική Αττική, είχε κληθεί να υπηρετήσει στο αθηναϊκό ιππικό και σκοτώθηκε το 394 π.Χ., κατά τον λεγόμενο Κορινθιακό Πόλεμο, σε μια μάχη κοντά στην Κόρινθο μαζί με άλλους τέσσερις ιππείς. Σύμφωνα με τον αθηναϊκό νόμο, οι νεκροί ενταφιάστηκαν στο δημόσιον σῆμα, δηλαδή στον χώρο ταφής για τους πεσόντες υπέρ πατρίδος. Οι γονείς του Δεξίλεω όμως, θέλοντας να προβάλουν και να τιμήσουν περισσότερο τον γιο τους, έστησαν ένα επιτύμβιο ανάγλυφο με την εικόνα του σε ένα κενοτάφιο στο νεκροταφείο του Κεραμεικού. Ο Δεξίλεως, ντυμένος με κοντό χιτώνα και χλαμύδα, εικονίζεται να ιππεύει το ανασηκωμένο στα πίσω πόδια άλογό του και να σκοτώνει με το δόρυ του έναν γυμνό αντίπαλο, που έχει καταρρεύσει στο έδαφος δίπλα στην ασπίδα του και προσπαθεί να αμυνθεί με το ξίφος του. Η παράσταση δεν αποτυπώνει μια πραγματική σκηνή μάχης (όπου ο Δεξίλεως είχε σκοτωθεί), αλλά εξιδανικεύει τον νεκρό, προβάλλοντάς τον ως νικητή. Η ενδυμασία του Δεξίλεω, που δεν είναι στρατιωτική, και η γύμνια του αντιπάλου του υπογραμμίζουν τον συμβολικό χαρακτήρα της σκηνής. Τεχνοτροπικά το ανάγλυφο είναι πιο εξελιγμένο από εκείνα του τέλους του 5ου αιώνα π.Χ., κυρίως ως προς τον σχεδιασμό των μορφών: οι προοπτικές βραχύνσεις στον αριστερό ώμο και τον βραχίονα του Δεξίλεω και στο λυγισμένο αριστερό σκέλος του αντιπάλου του δείχνουν τη δειλή ακόμη προσπάθεια του γλύπτη να αποδώσει τη διάσταση του βάθους.
Γύρω στο 380 π.Χ., δηλαδή περίπου 10 χρόνια μετά το επιτύμβιο του Δεξίλεω, χρονολογείται το ανάγλυφο της Μνησαρέτης, που βρίσκεται σήμερα στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου (εικ. 298). Εδώ εικονίζονται δύο αντικριστές γυναικείες μορφές: η καθιστή Μνησαρέτη, που είναι η νεκρή, βυθισμένη σε περισυλλογή, και η υπηρέτριά της, που την κοιτάζει περίλυπη σταυρώνοντας τα χέρια. Οι μορφές δεν απλώνονται στον διαθέσιμο χώρο, όπως στα παλαιότερα ανάγλυφα, αλλά τοποθετούνται ελαφρά διαγώνια ως προς το φόντο, ώστε να δημιουργείται η εντύπωση ότι προεκτείνονται στο βάθος. Τα ενδύματα καλύπτουν καλά τα σώματα των μορφών και σε λίγα μόνο σημεία αφήνουν να διαφανεί η ανατομία τους, ενώ οι πτυχές που σχηματίζουν είναι επίπεδες και πυκνές.
Χαρακτηριστικό για την επόμενη φάση της εξέλιξης, γύρω στα μέσα του 4ου αιώνα, είναι το επιτύμβιο ανάγλυφο του Θρασέα και της Ευανδρίας στο Βερολίνο (εικ. 299). Εδώ η αίσθηση του βάθους ενισχύεται από την παρουσία μιας τρίτης μορφής πίσω από τις δύο κύριες. Οι δύο σύζυγοι εικονίζονται ο ένας απέναντι στον άλλο και δίνουν το δεξί χέρι σε έναν χαιρετισμό που ονομάζεται δεξίωσις. Η κίνηση αυτή δείχνει ότι έχουμε μπροστά μας μια σκηνή αποχαιρετισμού που, γνωρίζοντας τον προορισμό του μνημείου, καταλαβαίνουμε ότι είναι ο τελευταίος. Δεν είναι, ωστόσο, σαφές ποια από τις δύο μορφές αναχωρεί για τον κάτω κόσμο. Το απλανές βλέμμα και το ανέκφραστο πρόσωπο του Θρασέα είναι πιθανόν μια ένδειξη ότι αυτός είναι ο νεκρός. Η μικρή υπηρέτρια πίσω από το ζευγάρι, που ακουμπάει το κεφάλι στο δεξί της χέρι σε μια στάση που φανερώνει λύπη, τονίζει τον πένθιμο χαρακτήρα της σκηνής. Το πολύ έξεργο ανάγλυφο και η τοποθέτηση των μορφών ελαφρά διαγώνια μπροστά στις παραστάδες δημιουργούν την εντύπωση ότι είναι σχεδόν ολόγλυφες. Τα τεχνοτροπικά αυτά στοιχεία μάς οδηγούν στα χρόνια γύρω στο 350 π.Χ. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται με τη βοήθεια ακριβώς χρονολογημένων έργων, όπως είναι το ανάγλυφο που επιστέφει μια ενεπίγραφη στήλη στην οποία είναι γραμμένο ένα τιμητικό ψήφισμα του έτους 346 π.Χ. για δύο ηγεμόνες της βόρειας ακτής του Ευξείνου Πόντου, τον Σπάρτοκο και τον Παιρισάδη (εικ. 300). Τα ανάγλυφα αυτού του είδους αποτελούν ξεχωριστή κατηγορία και ονομάζονται ψηφισματικά· οι παραστάσεις τους σχετίζονται πάντοτε με το περιεχόμενο του ψηφίσματος που επιστέφουν. Εδώ εικονίζονται οι δύο τιμώμενοι καθιστοί μαζί με τον νεότερο αδελφό τους, τον Απολλώνιο, που είναι όρθιος. Η παράσταση αναπτύσσεται σε βάθος, καθώς οι μορφές είναι σχεδόν ολόγλυφες.
Λίγο μετά τα μέσα του 4ου αιώνα, γύρω στο 340 π.Χ., χρονολογείται το μεγάλο επιτύμβιο ανάγλυφο του Προκλή και του Προκλείδη από το νεκροταφείο του Κεραμεικού, σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (εικ. 301). Η μεγάλη συγκινησιακή φόρτιση της σκηνής του αποχαιρετισμού ανάμεσα στον καθιστό ηλικιωμένο άνδρα και τον νεότερο όρθιο, που φέρει στρατιωτική εξάρτυση με θώρακα και ξίφος, αποτυπώνεται στο πονεμένο βλέμμα του ηλικιωμένου. Είναι προφανές ότι η καθιστή μορφή (ο Προκλείδης, σύμφωνα με την επιγραφή) είναι ο πατέρας, που αποχαιρετά για τελευταία φορά τον γιο του (τον Προκλή, κατά την επιγραφή), ο οποίος σκοτώθηκε στον πόλεμο. Τα γυμνά πόδια του τελευταίου τον διαφοροποιούν από τις υπόλοιπες μορφές και δείχνουν ότι βρίσκεται πλέον σε έναν διαφορετικό κόσμο από εκείνο των θνητών. Στο βάθος της εικόνας μια όρθια γυναίκα, πιθανότατα η μητέρα του νεκρού (το όνομά της είναι Αρχίππη), κοιτάζει θλιμμένη προς το μέρος του.
Τα δύο στοιχεία που καθορίζουν το νόημα της παράστασης στο ανάγλυφο του Προκλή και του Προκλείδη, δηλαδή η προβολή του νεκρού και η θλίψη για τον χαμό του, αποτυπώνονται ακόμη εντονότερα και με αριστουργηματικό τρόπο σε ένα εξαιρετικής ποιότητας επιτύμβιο ανάγλυφο από την περιοχή του Ιλισού, που σώζεται χωρίς το αρχιτεκτονικό του πλαίσιο (εικ. 302). Εδώ ο νεαρός νεκρός εικονίζεται γυμνός, σχεδόν όρθιος, ανακαθισμένος μόνο σε έναν πεσσό, που ίσως δηλώνει το επιτύμβιο μνημείο του· το μικρό κυρτό ρόπαλο (λαγωβόλον) που κρατάει και το κυνηγετικό σκυλί πίσω του φανερώνουν ότι είναι κυνηγός. Απέναντι στον νέο, ο πατέρας του, τυλιγμένος σε μακρύ ιμάτιο και με βακτηρία στο αριστερό χέρι, κοιτάζει περίλυπος προς το μέρος του, φέρνοντας το δεξί του χέρι στο γένι σε μια χειρονομία περίσκεψης και θλίψης. Στα πόδια του νεκρού ένας μικρός υπηρέτης (πιθανότατα δούλος), καθισμένος στις βαθμίδες του πεσσού, κλαίει απαρηγόρητα για τον χαμό του κυρίου του, με το κεφάλι ακουμπισμένο στα χέρια του. Το ανάγλυφο του Ιλισού χρονολογείται στα χρόνια 340-330 π.Χ. και είναι αναμφίβολα έργο ενός μεγάλου γλύπτη, τον οποίο δυστυχώς δεν μπορούμε να ταυτίσουμε.
Ένα από τα τελευταία μνημειακά αττικά επιτύμβια του 4ου αιώνα π.Χ., φιλοτεχνημένο γύρω στο 320 π.Χ., λίγο πριν από τον απαγορευτικό νόμο του Δημητρίου του Φαληρέα, είναι εκείνο του Αριστοναύτη στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (εικ. 303). Εδώ δεν έχουμε πλέον ένα ανάγλυφο, αλλά ένα κανονικό άγαλμα τοποθετημένο μέσα σε ναΐσκο. Ο νεκρός, ένας νέος άνδρας με κοντό γένι, εικονίζεται ως μαχόμενος πολεμιστής, με θώρακα, κράνος και ασπίδα στο αριστερό χέρι και τη χλαμύδα να ανεμίζει πίσω του. Στο δεξί χέρι, που έχει σπάσει, κρατούσε ξίφος. Είναι η στιγμή της μάχης σώμα με σώμα, όταν οι πολεμιστές έχουν αφήσει τα δόρατα και πολεμούν με τα ξίφη. Ότι ο Αριστοναύτης βρίσκεται στο πεδίο της μάχης φαίνεται από το ανώμαλο έδαφος στο οποίο πατάει. Ο θεατής έχει την εντύπωση ότι βλέπει έναν ζωντανό πολεμιστή, εντύπωση που ενισχυόταν στην Αρχαιότητα από το γεγονός ότι το γλυπτό ήταν χρωματισμένο. Μόνο τα γυμνά πόδια φανερώνουν ότι ο εικονιζόμενος δεν βρίσκεται πλέον στον κόσμο των ζωντανών. Η μορφή του Αριστοναύτη με τη ζωντάνια της και την ανάπτυξή της στον χώρο προαναγγέλλει τις τολμηρές δημιουργίες της γλυπτικής των ελληνιστικών χρόνων.
Κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα π.Χ., παράλληλα με την παραγωγή των επιτύμβιων αναγλύφων, αναπτύχθηκε στην Αττική (και στη συνέχεια και στην υπόλοιπη Ελλάδα) και εκείνη των αναθηματικών. Τα αναθηματικά ανάγλυφα είναι ορθογώνιοι μαρμάρινοι πίνακες που στήνονταν στα ιερά επάνω σε ψηλές πεσσόμορφες βάσεις και εικονίζουν θεότητες και ανθρώπους που προσεύχονται ή προσφέρουν θυσίες (βλ. σ. 226-227). Τα ανάγλυφα αυτά τα αφιέρωναν πιστοί μετά από μια ευχή που εισάκουσαν οι θεοί ή ένα τάμα που πραγματοποίησαν· για τον λόγο αυτό έχουν ιδιαίτερη σημασία για τη μελέτη όχι μόνο της τέχνης, αλλά και της θρησκείας.
Ένα ενδεικτικό παράδειγμα είναι το ανάγλυφο που αφιέρωσε στα χρόνια 380-370 π.Χ. κάποιος Αρχίνος στο ιερό του Αμφιαράου στον Ωρωπό (εικ. 304). Ο Αμφιάραος ήταν ένας από τους επτά ήρωες που είχαν πολιορκήσει τη Θήβα και, σύμφωνα με τον μύθο, δεν είχε σκοτωθεί, αλλά τον είχε καταπιεί η γη. Στον Ωρωπό ο Αμφιάραος λατρευόταν ως ἥρως ἰατρός (όπως αλλού ο Ασκληπιός) και το αφιέρωμα του Αρχίνου εικονίζει ακριβώς τη θαυματουργή ίασή του. Η παράσταση περιλαμβάνει τρεις σκηνές: δεξιά ο Αρχίνος προσέρχεται στο ιερό με υψωμένο το δεξί του χέρι σε μια χειρονομία προσευχής. Στη συνέχεια εικονίζεται ο ίδιος να κοιμάται ξαπλωμένος σε κλίνη, ενώ ένα φίδι τού γλείφει τον δεξιό ώμο. Η σκηνή της εγκοίμησης τοποθετείται μέσα στο ιερό, όπως δηλώνει η παρουσία του αναθηματικού πίνακα επάνω στην ψηλή του βάση. Τέλος, στα αριστερά βλέπουμε τον ήρωα Αμφιάραο με τη μορφή ενός ηλικιωμένου άνδρα να περιποιείται τον δεξιό ώμο του Αρχίνου. Οι τρεις σκηνές μαζί αφηγούνται μια ιστορία: Ο Αρχίνος έρχεται στο ιερό για να προσευχηθεί στον Αμφιάραο και να τον παρακαλέσει να γιατρέψει το τραύμα στον δεξιό του ώμο. Το βράδυ πέφτει να κοιμηθεί μέσα στο ιερό και στη διάρκεια του ύπνου του το ιερό φίδι έρχεται να γλείψει την πληγή για να τη γιατρέψει. Μια όμοια ακριβώς θαυματουργή ίαση στο Ασκληπιείο της Αθήνας περιγράφει ο Αριστοφάνης στον Πλούτο. Όσο κοιμάται, ο Αρχίνος βλέπει στο όνειρό του τον Αμφιάραο να περιποιείται τον πληγωμένο του ώμο. Το ανάγλυφο πλαισιώνεται από δύο παραστάδες, που στηρίζουν ένα επιστύλιο επάνω στο οποίο δεν πατάει αέτωμα, αλλά γείσο με ακροκεράμους. Δεν εικονίζεται επομένως η πρόσοψη, αλλά η μακρά πλευρά ενός κτηρίου, πιθανότατα μιας στοάς που υπήρχε στα περισσότερα ιερά. Στο μέσο της επίστεψης, ανάμεσα στους ακροκεράμους, διακρίνονται δύο μάτια, τα οποία δηλώνουν ότι η θεότητα βλέπει τις ανάγκες των ανθρώπων.
Τα ιερά των αρχαίων Ελλήνων δεν είχαν πάντοτε αρχιτεκτονική διαμόρφωση και συχνά βρίσκονταν στην ελεύθερη φύση, σε σημεία όπου οι άνθρωποι πίστευαν ότι εμφανίζονταν θεότητες, όπως ήταν τα άλση και οι σπηλιές. Οι θεότητες που λατρεύονταν σε τέτοια μέρη ήταν συνήθως ο τραγοπόδαρος Παν, που καταγόταν από την ορεινή Αρκαδία, οι Νύμφες, θεές των νερών, και ο συνοδός τους ο Ερμής. Μια σπηλιά που ήταν ιερό του Πανός, των Νυμφών και του Ερμή ανασκάφηκε το 1958 στη νότια πλαγιά της Πεντέλης. Μέσα στη σπηλιά βρέθηκαν δύο πολύ καλής ποιότητας αναθηματικά ανάγλυφα, που εικονίζουν τις θεότητες μαζί με τους προσκυνητές που τα αφιέρωσαν. Το πρώτο χρονολογείται γύρω στα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. και είναι ανάθημα τριών ανδρών, του Τηλεφάνη, του Νικηράτου και του Δημοφίλου, που εικονίζονται προσευχόμενοι, με υψωμένο το δεξί χέρι, στη δεξιά πλευρά (σ. 287, εικ. 305). Απέναντι στους αναθέτες βλέπουμε τους θεούς: πρώτα τον ορεσίβιο Πάνα, που εικονίζεται ως κυνηγός με έναν λαγό κρεμασμένο στον ώμο του, έχει όμως και το μουσικό του όργανο, τη σύριγγα, στο δεξί χέρι· έπειτα τον Ερμή, που φοράει, όπως συνήθως, χλαμύδα· τέλος, τις τρεις Νύμφες, τη μια δίπλα στην άλλη. Οι τρεις άνδρες θα πρέπει να ήταν συγγενείς ή φίλοι που έκαναν μια κοινή ευχή στους θεούς της σπηλιάς. Αρκετά αργότερα, στην τελευταία εικοσαετία του 4ου αιώνα π.Χ., χρονολογείται το δεύτερο ανάγλυφο, αφιέρωμα κάποιου Αγαθημέρου (εικ. 306). Το ανάγλυφο αυτό δεν έχει, όπως το πρώτο, τη συνηθισμένη αρχιτεκτονική πλαισίωση, αλλά δείχνει τις μορφές μέσα σε ένα βραχώδες τοπίο, που δηλώνει προφανώς την ιερή σπηλιά. Ο αναθέτης εικονίζεται στο δεξιό άκρο με έναν κάνθαρο στο προτεταμένο δεξί του χέρι, στον οποίο ένας μικρός γυμνός οινοχόος χύνει κρασί. Μπροστά στα πόδια του αναθέτη διακρίνεται ένας πρόχειρος βωμός, που είναι ένα απλό έξαρμα του βράχου. Ο Αγαθήμερος προσφέρει επομένως μια σπονδή στους θεούς, για να τους χαιρετήσει και να τους δείξει τον σεβασμό του. Σε αντίθεση με το πρώτο ανάγλυφο, οι θεότητες δεν εικονίζονται στη σειρά ούτε υποδέχονται τον αναθέτη, η παρουσία του οποίου δεν φαίνεται να τους απασχολεί. Ο Παν κάθεται σε έναν βράχο, κρατώντας στα χέρια τη σύριγγα που μόλις σταμάτησε να παίζει· ο Ερμής, όρθιος και με το κηρύκειο στο αριστερό, κοιτάζει προς το μέρος του· οι Νύμφες πάλι, οι δύο όρθιες και η μία καθιστή, φαίνεται να συνομιλούν. Η εντύπωση που έχει ο θεατής είναι ότι οι θεοί έχουν μόλις αντιληφθεί την είσοδο του Αγαθημέρου στη σπηλιά και την προσφορά της σπονδής, και διακόπτουν τις ασχολίες τους για τον χαιρετήσουν. Και αυτό το ανάγλυφο πρέπει να σχετίζεται με την εκπλήρωση κάποιας ευχής που είχε κάνει ο αναθέτης.