Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση
Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της
των Μανόλη Βουτυρά & Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
7.5.2. Η τοιχογραφία της αρπαγής της Περσεφόνης
Ο μόνος από τους τάφους της Μεγάλης Τούμπας της Βεργίνας που δεν είναι μακεδονικός, αλλά κιβωτιόσχημος, φαίνεται ότι είναι ο παλαιότερος και είναι διακοσμημένος στο εσωτερικό του με εξαιρετικής ποιότητας τοιχογραφίες· μπορεί να χρονολογηθεί με σχετική ασφάλεια στην εικοσαετία 350-330 π.Χ. Στον βόρειο μακρό τοίχο εικονίζεται ένα θέμα ιδιαίτερα κατάλληλο για ταφικό μνημείο, η αρπαγή της Περσεφόνης από τον Άδη, τον θεό του κάτω κόσμου (εικ. 257). Ο γενειοφόρος θεός ανεβαίνει βιαστικά στο άρμα έχοντας στο δεξί του χέρι το βασιλικό σκήπτρο και τα χαλινάρια των αλόγων, ενώ κρατάει ταυτόχρονα σφιχτά με το αριστερό τον κορμό της ημίγυμνης κόρης, πιάνοντας με την παλάμη το στήθος της. Η κόρη στρέφεται προς τα πίσω, τεντώνοντας το σώμα και τα χέρια της σε μια μάταιη προσπάθεια να ξεφύγει. Μπροστά από το άρμα τρέχει ο Ερμής, με το κηρύκειο στο υψωμένο δεξί του χέρι. Επάνω αριστερά, σε ανοιχτό γαλάζιο φόντο που πιθανότατα δηλώνει τον ουρανό, διακρίνονται τρεις ακτίνες που ξεκινούν από μια πορτοκαλιά κηλίδα. Με αυτό τον τρόπο αποδίδεται ο κεραυνός που στέλνει ο Δίας για να δείξει ότι αποδέχεται τη βίαιη πράξη του αδελφού του. Πίσω από το άρμα μια νεαρή γυναίκα, φίλη της Περσεφόνης, τρομαγμένη από όσα βλέπει, γονατίζει υψώνοντας τα χέρια. Στον ανατολικό στενό τοίχο βλέπουμε μια καθιστή γυναίκα ντυμένη με χιτώνα και με ένα μεγάλο σκούρο ιμάτιο, που καλύπτει ολόκληρο το σώμα μαζί με το κεφάλι της· η στάση της δείχνει περίσκεψη και θλίψη, και μπορούμε επομένως να την ταυτίσουμε με τη θεά Δήμητρα, τη μητέρα της Περσεφόνης, που θρηνεί για την εξαφάνιση της κόρης της. Στον νότιο μακρό τοίχο εικονίζονται τρεις, καθιστές επίσης, γυναικείες μορφές, που ίσως είναι οι Μοίρες.
Από τις παραστάσεις ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ως σύνθεση η σκηνή της αρπαγής (εικ. 257). Οι διαγώνιοι άξονες του άρματος, των αλόγων και των ανθρώπινων μορφών καθώς και ο έντονος διασκελισμός του Ερμή και του Άδη τονίζουν την ταχύτητα και την ορμητικότητα των κινήσεων. Ο θεατής έχει την αίσθηση ότι βλέπει το άρμα να ξεκινά ακάθεκτο. Τα ενδύματα και τα μαλλιά της Περσεφόνης και του Άδη, που αποδίδονται σαν να ανεμίζουν ακατάστατα (εικ. 258), ενισχύουν αυτή την εντύπωση. Η γονατιστή μορφή της φίλης της Περσεφόνης, με τον τρόμο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο, αυξάνει τη δραματική ένταση. Εντυπωσιακή είναι η σχεδιαστική δεξιοτεχνία του ζωγράφου, που φαίνεται ιδιαίτερα στα περιγράμματα των μορφών και στις τολμηρές προοπτικές βραχύνσεις. Σημαντικές για την κατανόηση του τρόπου εργασίας είναι οι πολλαπλές εγχάρακτες γραμμές επάνω στην επιφάνεια του τοίχου, από τις οποίες φαίνεται ότι ο καλλιτέχνης δεν μετέφερε στην τοιχογραφία μια σύνθεση έτοιμη σε όλες τις λεπτομέρειες, αλλά πειραματίστηκε δημιουργώντας διάφορα προσχέδια πριν καταλήξει στην τελική μορφή της σκηνής. Δεξιοτεχνική είναι επίσης η χρήση των χρωμάτων (χρησιμοποιήθηκαν κυρίως η ώχρα και το σκούρο κόκκινο και σε μικρότερη έκταση το γαλάζιο), που τοποθετούνται στην επιφάνεια του τοίχου με γρήγορες αλλά σταθερές πινελιές. Είναι προφανές ότι ο δημιουργός της τοιχογραφίας είναι ένας προικισμένος και έμπειρος ζωγράφος, που ξέρει να δουλεύει γρήγορα και σωστά. Πολλές ομοιότητες με την τοιχογραφία της Βεργίνας παρουσιάζει η απεικόνιση της αρπαγής της Περσεφόνης σε ένα ψηφιδωτό του 2ου αιώνα μ.Χ. από τη Ρώμη, για το οποίο από παλιά ορισμένοι μελετητές είχαν υποθέσει ότι αντιγράφει, περισσότερο ή λιγότερο πιστά, έναν πίνακα που είχε φιλοτεχνήσει ο ζωγράφος του δεύτερου μισού του 4ου αιώνα π.Χ. Νικόμαχος ο Θηβαίος. Γνωρίζουμε ότι ο πίνακας αυτός είχε μεταφερθεί στη Ρώμη και φυλασσόταν στο Καπιτώλιο. Η σύγκριση με το ψηφιδωτό της Ρώμης οδήγησε τους αρχαιολόγους στη σκέψη ότι η τοιχογραφία της Βεργίνας θα μπορούσε να είναι έργο, αν όχι του ίδιου του Νικομάχου, τουλάχιστον ενός μαθητή του ή ενός καλλιτέχνη που είχε δουλέψει κοντά του.