Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση
Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της
των Μανόλη Βουτυρά & Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
6.4.2. Η επίδραση της αττικής πλαστικής εκτός Ελλάδας: Λυκία και Φοινίκη
Οι τεχνοτροπίες που ονομάσαμε «ωραίο ρυθμό» και «πλούσιο ρυθμό» ξεκίνησαν από την Αττική και συγκεκριμένα από τα γλυπτά της Ακρόπολης και κυρίως του Παρθενώνα, διαδόθηκαν όμως γρήγορα σε όλη την Ελλάδα και πέρα από αυτήν. Είναι πράγματι ενδιαφέρον το γεγονός ότι, από το τέλος του 5ου αιώνα π.Χ. και έπειτα, εμφανίζονται γλυπτά με έντονες επιδράσεις από τη φειδιακή τέχνη όχι μόνο στην Ελλάδα και τις ελληνικές αποικίες, αλλά και σε περιοχές της ανατολικής Μεσογείου όπου δεν κατοικούσαν Έλληνες, όπως π.χ. στη Λυκία (στη νοτιοδυτική Μικρά Ασία) και στη Φοινίκη. Εκεί συναντούμε, στο τέλος του 5ου αιώνα π.Χ., σημαντικά μαρμάρινα γλυπτά, έργα Ελλήνων καλλιτεχνών με έντονες επιδράσεις από την τέχνη της Αττικής.
Στη Λυκία υπήρχε η συνήθεια οι τοπικοί ηγεμόνες και άλλα σημαντικά πρόσωπα να θάβονται σε υπέργειους τάφους, όμοιους με σπίτια, που τοποθετούνται επάνω σε ψηλούς πεσσούς. Ένα άλλο είδος ταφικού μνημείου ήταν μεγάλες λίθινες λάρνακες (που οι αρχαιολόγοι τις ονομάζουν σαρκοφάγους), οι οποίες έμοιαζαν και αυτές με σπίτια και ήταν διακοσμημένες με ανάγλυφες παραστάσεις.
Στο τέλος όμως του 5ου ή (το πιθανότερο) στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. ιδρύθηκε στην Ξάνθο, την πρωτεύουσα της Λυκίας, ένα επιβλητικό ταφικό μνημείο, ένα μαρμάρινο οικοδόμημα με τη μορφή ιωνικού ναού, που υψώνεται επάνω σε ένα ψηλό πόδιο (εικ. 245). Το μνημείο αυτό είναι γνωστό με το όνομα μνημείο των Νηρηίδων και βρίσκεται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο. Είναι πολύ πιθανόν ότι το μνημείο των Νηρηίδων ήταν ο τάφος του δυνάστη Αρβίνα, ο οποίος, όπως μαθαίνουμε από μια δίγλωσση επιγραφή (στην ελληνική και στη λυκιακή γλώσσα), χαραγμένη σε έναν πεσσό με ανάγλυφες παραστάσεις που χρονολογείται στην περίοδο 430-410 π.Χ., κατόρθωσε με μια σειρά από πολεμικές επιχειρήσεις να ενώσει τη Λυκία. Το μνημείο έχει πλούσιο γλυπτό διάκοσμο που προβάλλει τις πολεμικές επιτυχίες, την ισχυρή εξουσία και τη δόξα του ηγεμόνα. Το πόδιο κοσμείται με δύο επάλληλες ζωφόρους διαφορετικού ύψους, διακοσμημένες με ανάγλυφες παραστάσεις. Στην κάτω ζωφόρο, που είναι μεγαλύτερη, εικονίζονται μάχες με πεζούς και ιππείς, ενώ στην επάνω, που έχει περίπου το μισό ύψος, διακρίνουμε στις δύο πλευρές πολιορκίες πόλεων και στην τρίτη έναν δυνάστη που δέχεται καθισμένος μια διπλωματική αντιπροσωπεία, πιθανότατα αντιπάλων που θέλουν να διαπραγματευτούν την παράδοσή τους. Στη θέση του επιστυλίου επάνω από τους κίονες υπάρχει μια ζωφόρος με παραστάσεις έφιππου κυνηγιού, μαχών, καθώς και μιας πομπής με άνδρες που φέρνουν δώρα. Από τη ζωφόρο που κοσμεί το επάνω μέρος του εξωτερικού τοίχου του σηκού σώζεται καλά ένα μόνο τμήμα, στο οποίο εικονίζεται σκηνή συμποσίου. Στο ανατολικό αέτωμα μια ανάγλυφη παράσταση δείχνει τον ηγεμόνα και τη σύζυγό του καθιστούς, περιτριγυρισμένους από τους υπηρέτες τους. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του γλυπτού διακόσμου είναι τα αγάλματα γυναικών που τρέχουν ανάμεσα στους κίονες (εικ. 246)· η έντονη κίνησή τους κάνει τα ενδύματά τους να ανεμίζουν και να σχηματίζουν πλούσιες πτυχές, που κολλούν στο σώμα. Οι μορφές αυτές εικονίζουν πιθανότατα Νηρηίδες, θεές της θάλασσας και αδελφές της Θέτιδας, της μητέρας του Αχιλλέα. Ήδη από τον 5ο αιώνα π.Χ. (και ίσως από ακόμη παλαιότερα) οι Έλληνες πίστευαν ότι οι σπουδαίοι άνδρες, όταν πέθαιναν, δεν πήγαιναν στον Άδη, αλλά στα Νησιά των Μακάρων, πέρα από τη θάλασσα, όπου ζούσαν αιώνια ευτυχισμένοι· σε αυτή την τελευταία κατοικία τούς συνόδευαν οι Νηρηίδες. Στο μνημείο δούλεψαν δύο τουλάχιστον εργαστήρια με Έλληνες γλύπτες, οι οποίοι είχαν δεχτεί έντονα την επίδραση του «πλούσιου ρυθμού».
Άλλο παράδειγμα της ακτινοβολίας της ελληνικής τέχνης στην Ανατολή είναι μια μεγάλη μαρμάρινη σαρκοφάγος με ανάγλυφες παραστάσεις από παριανό μάρμαρο, σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης (εικ. 247), που βρέθηκε στη βασιλική νεκρόπολη της Σιδώνας στην ακτή της Φοινίκης, στον σημερινό Λίβανο. Η σαρκοφάγος είναι λυκιακή, δηλαδή ίδιου τόπου με αυτές που συναντούμε στη Λυκία, και δεν αποκλείεται να κατασκευάστηκε εκεί και να μεταφέρθηκε είτε ως δώρο, είτε αγορασμένη, είτε ως λάφυρο πολέμου στη Σιδώνα. Όπως και αν είναι, έχουμε να κάνουμε με ένα έργο αναμφίβολα ελληνικό. Στο συμπέρασμα αυτό οδηγεί το υλικό, που είναι παριανό μάρμαρο, αλλά και η τεχνοτροπία των ανάγλυφων παραστάσεων. Τα θέματα στις μακρές πλευρές είναι παρμένα από τις συνήθειες των ηγεμόνων της Ανατολής και εικονίζουν το κυνήγι άγριων ζώων, ενός λιονταριού και ενός κάπρου, από πολυπρόσωπες ομάδες ανδρών επάνω σε άρματα και σε άλογα. Στις στενές πλευρές τα θέματα είναι παρμένα από την ελληνική μυθολογία και εικονίζουν Κενταύρους: στη μια δύο που μάχονται μεταξύ τους και στην άλλη δύο που χτυπούν τον Καινέα για να τον χώσουν στο έδαφος, σύμφωνα με τον μύθο που είδαμε πιο πάνω. Στα τύμπανα των αετωμάτων εικονίζονται μυθικά όντα, σφίγγες και γρύπες. Η λυκιακή σαρκοφάγος από τη Σιδώνα χρονολογείται, όπως και το μνημείο των Νηρηίδων της Ξάνθου, στο τέλος του 5ου ή στις αρχές του 4ου αιώνα (410-390 π.Χ.) και είναι έργο ενός ιωνικού ή νησιώτικου (ίσως παριανού) εργαστηρίου, που είχε όμως γνωρίσει από κοντά την αθηναϊκή τέχνη των χρόνων του Παρθενώνα και του «πλούσιου ρυθμού», και ακολουθούσε τα πρότυπά της.