Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της

των Μανόλη Βουτυρά & Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

  • 171. Άγαλμα του Δία από το Ugento της Απουλίας, 530-520 π.Χ. Τάραντας, Museo Archeologico Nazionale.

4.3. Ο «αυστηρός ρυθμός», η ανάπτυξη της μεγάλης χαλκοπλαστικής και ο νέος τρόπος στησίματος του ανθρώπινου σώματος: Τέχνη, επιστήμη και τεχνική

Η πλαστική της αρχαϊκής εποχής βασιζόταν σε έναν περιορισμένο αριθμό σταθερών τύπων, οι σημαντικότεροι από τους οποίους ήταν ο κούρος, δηλαδή ο όρθιος γυμνός νέος άνδρας, και η κόρη, δηλαδή η όρθια ντυμένη νεαρή γυναίκα. Σε αυτές μπορούμε να προσθέσουμε τις καθιστές μορφές, ανδρικές και γυναικείες, και τις έφιππες ανδρικές μορφές. Το ρεπερτόριο συμπληρώνεται από τις κινημένες μορφές, για τις οποίες είναι χαρακτηριστικός ο μεγάλος διασκελισμός και, όταν η κίνηση είναι έντονη, το εικονογραφικό μοτίβο με τα λυγισμένα σκέλη, που δηλώνει το γρήγορο τρέξιμο ή, αν πρόκειται για μορφές φτερωτές, το πέταγμα. Με τη βοήθεια αυτών των σχετικά απλών σχημάτων, τα οποία ελάχιστα διαφοροποιήθηκαν ως το τέλος του 6ου αιώνα π.Χ., οι γλύπτες ήταν ικανοί να δημιουργούν μικρότερες ή μεγαλύτερες συνθέσεις, όπως είναι για παράδειγμα ο γλυπτός διάκοσμος μνημειακών κτηρίων (μετόπες, ζωφόροι, αετώματα). Κοινό στοιχείο των τύπων που απαριθμήσαμε είναι η απλότητα του σχεδιασμού τους, η οποία επιτρέπει την κατασκευή τους με αφετηρία ένα ορθογώνιο κομμάτι μαρμάρου και με τη βοήθεια ενός σταθερού συστήματος αναλογιών. Η ισορροπία των μορφών εξασφαλίζεται από το γεγονός ότι το βάρος τους κατανέμεται εξίσου στα δύο σκέλη. Ο γλύπτης μπορεί συνεπώς να δουλέψει κατευθείαν την πέτρα, αφού προηγουμένως τη σημαδέψει με προσοχή· αφαιρεί όγκο αρχικά με χοντρά και στη συνέχεια με πιο λεπτά εργαλεία, ώσπου να διαμορφώσει την τελική επιφάνεια του γλυπτού. Αυτό τον τρόπο εργασίας τον διαπιστώνουμε στα ημίεργα γλυπτά της αρχαϊκής εποχής που έχουν σωθεί, τα περισσότερα σε λατομεία. Είναι ενδιαφέρουσα η διαπίστωση ότι η πρώτη κατεργασία των έργων γινόταν στο λατομείο για λόγους οικονομίας (ώστε να ελαττωθεί ο όγκος και επομένως το βάρος του μαρμάρου που έπρεπε να μεταφερθεί), αλλά και για να διαπιστωθούν εγκαίρως πιθανά ελαττώματα του υλικού (φλέβες ή ρηγματώσεις). Οι γλύπτες της αρχαϊκής εποχής χρησιμοποιούσαν οπωσδήποτε λεπτομερή σχέδια και πιθανότατα μικρά προπλάσματα, δεν είχαν όμως ανάγκη από πλαστικά πρότυπα μεγάλου μεγέθους.

Με εντελώς διαφορετικό τρόπο έχουν δημιουργηθεί τα γλυπτά της κλασικής εποχής που θα εξετάσουμε στη συνέχεια. Οι έντονα κινημένες μορφές και οι τολμηρές συνθέσεις που συναντούμε από τις πρώτες δεκαετίες του 5ου αιώνα π.Χ. προϋποθέτουν τη δημιουργία προτύπων από πηλό ή γύψινων εκμαγείων, με βάση τα οποία κατασκευάζονταν στη συνέχεια τα έργα από μάρμαρο ή χαλκό σε αναλογία ένα προς ένα. Η τεχνική αυτή είναι ειδικότερα αναγκαία για την κατασκευή μεγάλων χάλκινων γλυπτών και είναι συνεπώς λογικό να συμπεράνουμε ότι η ανάπτυξή της ήταν παράλληλη με εκείνη της χαλκοχυτικής. Είδαμε ότι, σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, οι πρώτοι καλλιτέχνες που χύτευσαν μνημειακά χάλκινα αγάλματα ήταν οι Σάμιοι Ροίκος και Θεόδωρος γύρω στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. Αλλά η χύτευση μεγάλων αγαλμάτων άρχισε, όπως φαίνεται, να κάνει τα πρώτα της βήματα στο δεύτερο μισό του 6ου αιώνα. Στα χρόνια 530-520 π.Χ. χρονολογείται ένα μικρό σχετικά (ύψος 0,74 m) χάλκινο άγαλμα του Δία που εκσφενδονίζει τον κεραυνό (εικ. 171), το οποίο βρέθηκε στην Ιταλία, στο νότιο τμήμα της Απουλίας, κοντά στη σύγχρονη κωμόπολη Ugento. Ο δημιουργός του έργου ήταν Έλληνας καλλιτέχνης, πιθανόν από τον γειτονικό Τάραντα. Κάποιες τεχνικές ατέλειες μαρτυρούν ότι ο γλύπτης που κατασκεύασε τον Δία του Ugento δεν διέθετε ακόμη μεγάλη εμπειρία στη χύτευση μεγάλων χάλκινων έργων.