Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της

των Μανόλη Βουτυρά & Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

  • 137. Κόρη από την Ακρόπολη της Αθήνας, γύρω στο 540 π.Χ. Lyon, Musée des Beaux Arts (άνω τμήμα)· Αθήνα, Μουσείο Ακροπόλεως (κάτω τμήμα).

  • 138. Κόρη ντυμένη με πέπλο από την Ακρόπολη της Αθήνας, γύρω στο 530 π.Χ. Αθήνα, Μουσείο Ακροπόλεως.

  • 139. Κόρη του γλύπτη Αντήνορα από την Ακρόπολη της Αθήνας, γύρω στο 520 π.Χ. Αθήνα, Μουσείο Ακροπόλεως.

  • 140. Κόρη από την Ακρόπολη της Αθήνας, γύρω στο 500 π.Χ. Αθήνα, Μουσείο Ακροπόλεως.

  • 141. Κόρη από την Ακρόπολη της Αθήνας: Ανάθημα του Ευθυδίκου, 490-480 π.Χ. Αθήνα, Μουσείο Ακροπόλεως.

3.4.5. Κόρες του δεύτερου μισού του 6ου αιώνα π.Χ. από την Ακρόπολη της Αθήνας

Μετά τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. εξαπλώνεται στην Αθήνα η συνήθεια να αφιερώνουν στο ιερό της Αθηνάς στην Ακρόπολη αγάλματα κορών. Οι κόρες αυτές μπορεί να εικονίζουν θεότητες, συχνά όμως δεν παριστάνουν άλλο από όμορφα και κομψά νεαρά κορίτσια, που λαμπρύνουν με την παρουσία τους το ιερό, είναι δηλαδή ἀγάλματα, ευχάριστα δώρα για τη θεά. Κάποια από τα αγάλματα αυτά είναι έργα καλλιτεχνών από άλλες περιοχές της Ελλάδας, κυρίως από τα νησιά του Αιγαίου (τη Νάξο, τη Σάμο, τη Χίο). Δύο όμως από τις κόρες της Ακρόπολης, που χρονολογούνται στο τρίτο τέταρτο του 6ου αιώνα π.Χ. και φαίνεται να είναι έργα Αθηναίων γλυπτών, μας βοηθούν να διακρίνουμε τις διαφορετικές καλλιτεχνικές τάσεις που συνυπήρχαν στην Αττική.

Η πρώτη κόρη (εικ. 137) συγκολλήθηκε από δύο κομμάτια, που ο Άγγλος αρχαιολόγος Humphry Payne αναγνώρισε ότι συνανήκουν: το μεγαλύτερο, που περιλαμβάνει τον κορμό και το κεφάλι, κατέληξε στη Γαλλία, στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Lyon, ενώ το άλλο, που σώζει τα σκέλη ως τα γόνατα μαζί με τους γλουτούς καθώς και την αριστερή κνήμη, βρίσκεται στο Μουσείο της Ακρόπολης. Η κόρη, γνωστή ως κόρη της Lyon, χρονολογείται λίγο μετά τα μέσα του 6ου αιώνα (γύρω στο 540 π.Χ.) και είναι η παλαιότερη κόρη από την Αττική με τη χαρακτηριστική «ιωνική» ενδυμασία των κορών της ύστερης αρχαϊκής εποχής, που αποτελείται από έναν ποδήρη χιτώνα με μακριά μανίκια από λεπτό λινό ύφασμα και ένα μάλλινο ιμάτιο φορεμένο λοξά, όπως δείχνει η πορεία της παρυφής του επάνω στο στήθος· στο κεφάλι φοράει πόλο και στα αφτιά περίτεχνα σκουλαρίκια, ενώ κρατάει μπροστά στο στήθος με το δεξί χέρι ένα πουλί, πιθανόν περιστέρι. Τα ασυνήθιστα μακριά μαλλιά αποδίδονται ως επίπεδη κυματιστή μάζα επάνω στο κρανίο· στην πλάτη κατεβαίνουν χαμηλά διαρθρωμένα σε διακοσμητικούς βοστρύχους, ενώ μπροστά σχηματίζουν τρεις λεπτούς και μακριούς βοστρύχους δεξιά και αριστερά από το στήθος. Εντύπωση προκαλεί η ρωμαλέα σωματική διάπλαση της κόρης της Lyon, με τους φαρδείς ώμους, το μικρό στήθος και τους παχιούς βραχίονες. Ο καλλιτέχνης που κατασκεύασε το άγαλμα μοιάζει να χρησιμοποίησε τις αναλογίες του ανδρικού σώματος. Ο πόλος που η κόρη φοράει στο κεφάλι, σε συνδυασμό με το περιστέρι που κρατάει, οδηγούν στη σκέψη ότι το άγαλμα μπορεί να εικονίζει όχι μια οποιαδήποτε νεαρή γυναίκα, αλλά την Αφροδίτη. Ξέρουμε ότι η θεά λατρευόταν στη βόρεια και στη δυτική πλευρά της Ακρόπολης.

Η δεύτερη κόρη είναι περίπου 10 χρόνια νεότερη από την κόρη της Lyon (χρονολογείται γύρω στο 530 π.Χ.) και ανήκει σε διαφορετική καλλιτεχνική παράδοση, όπως δείχνουν οι αναλογίες της (εικ. 138). Η νεαρή γυναίκα φοράει κατάσαρκα έναν μακρύ λινό χιτώνα με κοντά μανίκια, που οι λεπτές κυματιστές πτυχώσεις του διακρίνονται στο κάτω μέρος και στον δεξιό αγκώνα, και από πάνω έναν πέπλο, δηλαδή ένα μεγάλο ορθογώνιο μάλλινο ύφασμα που τυλίγεται γύρω από το σώμα και ζώνεται στη μέση, ενώ ένα τμήμα του στο επάνω μέρος, το ἀπόπτυγμα, αναδιπλώνεται και πέφτει μπροστά στο στήθος και πίσω στην πλάτη, φτάνοντας σχεδόν ως το ύψος της μέσης, επάνω από τη ζώνη. Η ενδυμασία αυτή εμφανίζεται σε αγγειογραφίες ήδη από το πρώτο μισό του 6ου αιώνα, και είναι συχνή στα γυναικεία αγάλματα της κλασικής εποχής (του 5ου και του 4ου αιώνα π.Χ.)· δεν τη συναντούμε όμως σε άλλη αρχαϊκή κόρη και σε αυτή την ιδιαιτερότητα οφείλεται η ονομασία Πεπλοφόρος κόρη. Τα μαλλιά πέφτουν σε κυματοειδείς βοστρύχους στην πλάτη, ενώ τρεις όμοιοι βόστρυχοι κατεβαίνουν μπροστά από κάθε ώμο, δεξιά και αριστερά από το στήθος. Στο επάνω μέρος του κεφαλιού υπάρχουν τρύπες για τη στερέωση ενός μεγάλου μετάλλινου διαδήματος. Τα αφτιά έχουν τρύπες, στις οποίες στερεώνονταν μετάλλινα σκουλαρίκια. Την κλειστή παλάμη του δεξιού χεριού τη διαπερνά μια τρύπα, μέσα από την οποία περνούσε ένα λεπτό μετάλλινο στέλεχος. Ο αριστερός πήχυς μαζί με το άκρο χέρι ήταν ένθετος από ξεχωριστό κομμάτι μαρμάρου και κρατούσε δίχως άλλο ένα αντικείμενο. Στα ενδύματα, στα μαλλιά και στα μάτια σώζονται ίχνη από τα ζωηρά χρώματα του αγάλματος. Είδαμε ότι η ενδυμασία είναι μοναδική για αρχαϊκή κόρη. Ασυνήθιστη είναι επίσης η οπή στο δεξί χέρι, στην οποία το πιθανότερο είναι ότι στερεωνόταν ένα βέλος, κάτι που μας δίνει τη δυνατότητα να συμπληρώσουμε στο ένθετο αριστερό χέρι ένα τόξο, όπως δείχνει ένα χάλκινο αγαλμάτιο της ίδιας εποχής στη Βοστόνη. Αν τα στοιχεία αυτά δεν απατούν, τότε η Πεπλοφόρος κόρη εικονίζει τη θεά Άρτεμη, που λατρευόταν και αυτή, όπως και η Αφροδίτη, στην Ακρόπολη της Αθήνας.

Η μόνη αρχαϊκή κόρη από την Ακρόπολη της οποίας γνωρίζουμε τον δημιουργό είναι η κόρη του Αντήνορα (εικ. 139). Πρόκειται για μια ασυνήθιστα μεγάλη κόρη (το ύφος της είναι 2,15 m μαζί με την πλίνθο), η οποία, σύμφωνα με την επιγραφή στη βάση της, είναι αφιέρωμα του κεραμέα Νεάρχου και έργο του γλύπτη Αντήνορα, γιου του Ευμάρη. Το γλυπτό, παρά τις φθορές που έχει υποστεί η επιφάνειά του ειδικά στο στήθος και στο πρόσωπο, δείχνει να έχει δουλευτεί με προσοχή και επιδεξιότητα. Χαρακτηριστική είναι η διαφοροποίηση ανάμεσα στην απόδοση του λεπτού χιτώνα και του χοντρού μάλλινου ιματίου με τις έντονα ανάγλυφες πτυχές. Δεξιοτεχνικά έχουν αποδοθεί οι βόστρυχοι των μαλλιών, ενώ αξιοσημείωτα είναι τα πρόσθετα στοιχεία: τα ένθετα μετάλλινα σκουλαρίκια και τα κοσμήματα στο διάδημα, καθώς και τα ένθετα μάτια, τα οποία έδιναν περισσότερη ζωντάνια στο πρόσωπο. Ο δεξιός πήχυς ήταν ένθετος, όπως στις περισσότερες κόρες της Ακρόπολης, κάτι που δείχνει ότι η μορφή θα κρατούσε στο χέρι μια προσφορά για την Αθηνά. Χρονολογικά το έργο τοποθετείται γύρω στο 520 π.Χ.

Ο γλύπτης Αντήνωρ ήταν ασφαλώς διάσημος στην Αθήνα στο τελευταίο τέταρτο του 6ου αιώνα π.Χ., αφού μας είναι γνωστός ως δημιουργός του πρώτου χάλκινου συντάγματος των τυραννοκτόνων, που οι Αθηναίοι έστησαν στην Αγορά της πόλης τους λίγο μετά την εκδίωξη των Πεισιστρατιδών το 509 π.Χ. Οι δύο τυραννοκτόνοι, ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτων, είχαν δολοφονήσει το 514 π.Χ. τον γιο του Πεισιστράτου Ίππαρχο στη διάρκεια της πομπής των Παναθηναίων και είχαν θανατωθεί γι᾽ αυτό. Από τότε ο αδελφός του ο Ιππίας, που, όπως είδαμε, είχε στα χέρια του την εξουσία, έγινε ακόμη πιο καχύποπτος και τυραννικός, και αυτή η συμπεριφορά του επιτάχυνε την πτώση του. Μετά την επάνοδο των Αλκμεωνιδών και την εγκαθίδρυση δημοκρατικού πολιτεύματος στην Αθήνα με πρωτοβουλία του Κλεισθένη, οι τυραννοκτόνοι θεωρήθηκαν ήρωες και πρωτεργάτες της ανατροπής των Πεισιστρατιδών· οι Αθηναίοι τούς μακάριζαν, τραγουδώντας το κατόρθωμά τους στα συμπόσια, και τα αγάλματά τους στην Αγορά, που τους έδειχναν με τα σπαθιά στα χέρια, ήταν το σπουδαιότερο μνημείο της αθηναϊκής δημοκρατίας. Τα αγάλματα αυτά τα πήραν ως λάφυρα οι Πέρσες, όταν κατέλαβαν την Αθήνα το 480 π.Χ., και τα επέστρεψε ο Μέγας Αλέξανδρος (ή, σύμφωνα με μιαν άλλη εκδοχή, ο Σέλευκος), όταν κατέλαβε το ανάκτορο της Περσέπολης, όπου τα είχε μεταφέρει ο Ξέρξης. Μετά την αποχώρηση των Περσών οι Αθηναίοι κατασκεύασαν, όπως θα δούμε, ένα νέο σύνταγμα των τυραννοκτόνων.

Στον Αντήνορα έχουν επίσης αποδοθεί με αρκετή πιθανότητα και τα γλυπτά του ναού του Απόλλωνα στους Δελφούς, του οποίου την κατασκευή είχαν αναλάβει οι Αλκμεωνίδες. Η σύγκριση της κόρης του Αντήνορα από την Ακρόπολη με τις κόρες του ανατολικού αετώματος του ναού του Απόλλωνα, δείχνει ότι παρά τη χρονική τους διαφορά (οι κόρες από τους Δελφούς είναι 10 περίπου χρόνια νεότερες), έχουν αρκετά κοινά στοιχεία, ιδιαίτερα στον τρόπο απόδοσης των πτυχών του ιματίου.

Πώς εξελίχθηκε η υστεροαρχαϊκή γλυπτική στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. μας το δείχνει μια από τις οψιμότερες κόρες που βρέθηκαν στην Ακρόπολη της Αθήνας και που ξεχωρίζει για το όμορφο νεανικό της πρόσωπο με το γοητευτικά σεμνό χαμόγελο και τα δεξιοτεχνικά δουλεμένα ρούχα της (εικ. 140). Οι αναλογίες του σώματος είναι εκείνες ενός λεπτοκαμωμένου νεαρού κοριτσιού. Η σχετικά καλή διατήρηση του έργου μάς επιτρέπει να εκτιμήσουμε την ποιότητα της εργασίας. Σε αντίθεση με τα παλαιότερα έργα, είναι φανερή εδώ η προσπάθεια του καλλιτέχνη να δώσει στον θεατή την εντύπωση ότι η μορφή πάλλεται από ζωή.

Η τελευταία χρονολογικά από τις κόρες της Ακρόπολης ονομάζεται κόρη του Ευθυδίκου (εικ. 141) από το όνομα του αναθέτη που είναι χαραγμένο στο κιονόκρανο του μικρού κίονα, ο οποίος χρησίμευε ως βάση της. Η κόρη αυτή χρονολογείται λίγο πριν την καταστροφή της Αθήνας από τον στρατό του Ξέρξη το 480 π.Χ. και έχει εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά από τις προηγούμενες. Παρόλο που το εικονογραφικό σχήμα παραμένει το ίδιο, εικονίζεται δηλαδή μια όρθια νεαρή γυναίκα σε μετωπική στάση, ντυμένη με χιτώνα και λοξό ιμάτιο, η οποία κρατούσε μια προσφορά για τη θεά στο προτεταμένο ένθετο δεξί της χέρι, τα χαρακτηριστικά του προσώπου και η σχέση του σώματος με το ένδυμα έχουν αλλάξει εντελώς. Αντί για τη χαριτωμένη έκφραση με το ανεπαίσθητο μειδίαμα των παλαιότερων κορών, που οφείλεται στην ελαφρή σύσπαση των μυών των παρειών, βλέπουμε ένα πρόσωπο αυστηρά δομημένο, με έντονη πλαστικότητα, από το οποίο αποκομίζουμε την αίσθηση μιας απόμακρης σοβαρότητας (εικ. 176).

Τα ενδύματα πάλι, παρά την προσεκτική απόδοση των πτυχών, δεν έχουν αυτόνομο όγκο, αλλά κολλούν σαν μια δεύτερη επιδερμίδα επάνω στο σώμα, τονίζοντας την ανατομία του νεαρού κοριτσιού. Είναι σαφές ότι εδώ εμφανίζεται μια διαφορετική αντίληψη για την απεικόνιση του ανθρώπινου σώματος, στην οποία η δεξιοτεχνία του γλύπτη υποτάσσεται στη μελέτη της ανατομίας και της κίνησης. Η αντίληψη αυτή είναι, όπως θα δούμε, συνέπεια πρωτοποριακών αναζητήσεων, οι οποίες ανοίγουν μια καινούργια εποχή για την ελληνική τέχνη, που την ονομάζουμε κλασική.