Εξώφυλλο

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός

Ελληνιστική Γραμματεία

της Εβίνας Σιστάκου

  • «Ο θνήσκων Γαλάτης». Μαρμάρινο ρωμαϊκό αντίγραφο ενός ελληνιστικού προτύπου στα τέλη του 3ου αι. π.Χ. [Τεκμηρίωση: βλ. ΠΥΞΙΣ]

  • «Ο Λαοκόων και οι γιοι του». Μαρμάρινο ρωμαϊκό αντίγραφο ελληνιστικού πρωτοτύπου, τέλη 1ου αι. π.Χ. [Τεκμηρίωση: βλ. ΠΥΞΙΣ]

  • «Η φτερωτή Νίκη της Σαμοθράκης». Μαρμάρινο άγαλμα, περίπου 190 π.Χ. [Τεκμηρίωση: βλ. ΠΥΞΙΣ]

3.2. Γλυπτική και προσωπογραφία

Ήδη από τον 4ο αι. και με τη συμβολή κυρίως της σχολής του Λύσιππου έγινε φανερό πως γεννιόταν σταδιακά μια νέα αισθητική, λιγότερη κλασική, περισσότερο ρεαλιστική και δραματική, προετοιμάζοντας έτσι τη μετάβαση στην ελληνιστική γλυπτική. Σταθμός στην εξέλιξη αυτή υπήρξε η Πέργαμος, αφού εκεί γεννήθηκε και αναπτύχθηκε το αναγνωρίσιμο «μπαρόκ» ύφος της ελληνιστικής γλυπτικής. Αφορμή στάθηκε ένα ιστορικό γεγονός, η σημαντική νίκη του Αττάλου Α΄ έναντι των βαρβαρικών επιθέσεων των Γαλατών. Το εμβληματικό έργο που σφράγισε τη βασιλική νίκη, και ταυτόχρονα έδειξε τον δρόμο για μια νέα καλλιτεχνική ευαισθησία, είναι το άγαλμα Ο θνήσκων Γαλάτης (περ. 230-220 π.Χ.), ένα μίγμα ωμού ρεαλισμού και έντονου πάθους.

Ο Άτταλος Α΄ λοιπόν και στη συνέχεια ο γιος του Ευμένης Β΄ κάλεσαν στην αυλή τους καλλιτέχνες, αρχιτέκτονες και γλύπτες, από όλο τον κόσμο, και στα χρόνια της βασιλείας τους φιλοτεχνήθηκαν εντυπωσιακά αγάλματα, τα πιο διάσημα από τα οποία κοσμούν τη ζωφόρο του Βωμού της Περγάμου. Η ακμή της ελληνιστικής γλυπτικής κορυφώνεται τους δύο τελευταίους αιώνες π.Χ. Απελευθερωμένα πλέον από την κλασική «στατικότητα», τα ελληνιστικά αγάλματα, συχνά συμπλέγματα περισσότερων μορφών, χαρακτηρίζονται από κίνηση, θεατρικότητα και εκφραστικότητα. Δύο παραδείγματα από άλλα σημεία του ελληνικού κόσμου δείχνουν καθαρά τις τάσεις της ελληνιστικής γλυπτικής. Είναι το σύμπλεγμα Λαοκόων που απεικονίζει τον θάνατο του ιερέα Λαοκόοντα και των γιων του από τα φίδια που στέλνει εναντίον τους ο Ποσειδώνας, μια μνημειώδης σύνθεση που άσκησε τεράστια επίδραση στη Δυτική τέχνη, και ιδιαίτερα στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής Αναγέννησης. Την ίδια αίσθηση μας δίνει το άλλο περίφημο ελληνιστικό άγαλμα, η Νίκη της Σαμοθράκης, με τις μνημειώδεις διαστάσεις, την πλαστικότητα, και την εντυπωσιακή αντίστιξη κίνησης και στατικότητας που το χαρακτηρίζει.

Παράλληλα με το ελληνιστικό μπαρόκ δεν μπορούμε ωστόσο να παραβλέψουμε και την κατά καιρούς επιστροφή στην κλασική αισθητική. Ιδιαίτερο δείγμα ελληνιστικού «κλασικισμού» αποτελεί η επονομαζόμενη Αφροδίτη της Μήλου που χρονολογείται γύρω στο 100 π.Χ., ένα διαχρονικό σύμβολο θηλυκότητας και κλασικού κάλλους.

Ξεχωριστή τάση της ελληνιστικής γλυπτικής αποτελεί η προσωπογραφία. Τα πορτρέτα των ηγεμόνων, φτιαγμένα με έμφαση στην ατομικότητα, τη ρεαλιστική απεικόνιση και την ψυχολογική ακρίβεια, είναι μια ελληνιστική μόδα που ξεκίνησε με τα πορτρέτα του Μεγάλου Αλεξάνδρου και συνεχίστηκε από όλους τους επιφανείς μονάρχες της εποχής.

Βιβλιογραφία:

· J.J. Pollitt. 1999. Η τέχνη στην ελληνιστική εποχή. Μετάφρ. Α. Γκαζή. Αθήνα: Παπαδήμας.