Εξώφυλλο

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός

Ελληνιστική Γραμματεία

της Εβίνας Σιστάκου

5.4. Παραδοξογραφία

Το αφύσικο, το αλλόκοτο, το παράδοξο και το απίστευτο ασκούσε πάντοτε τη δική του ξεχωριστή γοητεία τόσο στους επιστήμονες και τους λογίους όσο και στους συγγραφείς και τους ποιητές. Η τερατεία είναι τόσο παλιά όσο οποιαδήποτε αφήγηση στα όρια του αληθοφανούς και του φανταστικού, και τα πρωιμότερα δείγματά της στην αρχαιοελληνική παράδοση ανάγονται στην ομηρική Οδύσσεια αλλά και στα παραδοξογραφικά ανέκδοτα του Ηροδότου. Παραδοξογραφικά συγγράμματα με θέματα αντλημένα από τον χώρο της βοτανικής, της ζωολογίας, της γεωλογίας, της φυσικής, της ιατρικής, όπως και του ανθρώπινου πολιτισμού εν γένει, αποδίδονται ψευδώς ήδη στον Αριστοτέλη (Περὶ θαυμασίων ἀκουσμάτων), αλλά η συγγραφή τους πρέπει να τοποθετηθεί στα ελληνιστικά χρόνια.

Πράγματι, ο 3ος αι. π.Χ. είναι ο αιώνας που γεννιέται η παραδοξογραφία ως παρα-φιλολογικό και ημι-επιστημονικό είδος. Ο Καλλίμαχος ο Κυρηναίος είναι ίσως ο πρώτος που συγκρότησε μια συλλογή παραδόξων με τίτλο Θαυμάτων τῶν εἰς ἅπασαν τὴν γῆν κατὰ τόπους ὄντων συναγωγή, ένα έργο που δημιούργησε μια ολόκληρη γενιά παραδοξογράφων, μεταξύ των οποίων ο μαθητής του Φιλοστέφανος από την Κυρήνη και ο Αντίγονος ο Καρύστιος. Ως πηγές της συναγωγής αυτής αναφέρονται ο Αριστοτέλης, ο Θεόφραστος, ο Τίμαιος, ο Θεόπομπος και πλήθος ιστορικοί και επιστήμονες. Μια γεύση του ύφους και της ιδιαίτερης αισθητικής των παραδόξων δίνουν τα ακόλουθα δείγματα από την καλλιμαχική συναγωγή (απ. 407 Pf. μετάφραση Ε. Σιστάκου):

IV. Ο Μεγασθένης που έγραψε τα Ινδικά ιστορεί ότι στην Ινδική θάλασσα φυτρώνουν δέντρα∙ XVII. Ο Κτησίας αναφέρει ότι το νερό στην Αιθιοπία είναι κόκκινο σαν το κιννάβαρι και όσοι πίνουν από αυτό τρελαίνονται∙ XXXVII. Ο Κτησίας λέει ότι το νερό που χύνεται από τα βράχια των Αρμενίων βγάζει μαύρα ψάρια, και όποιος τα δοκιμάσει πεθαίνει.

Η παραδοξογραφική παράδοση είχε ποικίλη θεματογραφία: είναι γνωστό για παράδειγμα ότι οι βάσεις της αλχημείας του Μεσαίωνα ανάγονται σε έναν μαθητή του Δημοκρίτου, τον Βώλο από τη Μένδη, ενώ για φαντάσματα, βαμπίρ, σκελετούς, ερμαφρόδιτους και παρόμοιες τερατείες συνέγραψε ο Φλέγων από τις Τράλλεις τον 2ο αι. μ.Χ.

Μία ξεχωριστή παράδοση συγκροτούν όσοι ασχολήθηκαν με κάθε είδους ουτοπικές αφηγήσεις. Πρότυπο αποτέλεσε ο Εκαταίος ο Αβδηρίτης (360-290 π.Χ.) που στο σύγγραμμά του Περὶ Ὑπερβορέων αφηγείται ένα φανταστικό ταξίδι στα βορεινά όρια του κόσμου. Τον ακολούθησε ο Ευήμερος από τη Μεσσήνη (ακμή 311-298 π.Χ. στην αυλή του Κασσάνδρου), ο οποίος στο έργο του Ἱερὰ Ἀναγραφή περιγράφει ένα ουτοπικό νησί, την Πάγχαια, στο οποίο ο Ουρανός, ο Κρόνος και ο Δίας αναφέρονται ως οι πρώτοι του βασιλιάδες.

Βιβλιογραφία:

· A. Lesky. 1988. Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας. Θεσσαλονίκη: Αδελφοί Κυριακίδη, 1069-1073.