3.4. Μίμος
Ο μῖμος είναι ένα θεατρικό είδος λαϊκής προέλευσης και αυτοσχεδιαστικού χαρακτήρα που γεννήθηκε στη Σικελία τον 5ο αι. παράλληλα με τη σικελική κωμωδία. Και αν πρόδρομος του είδους θεωρείται ο κωμικός ποιητής Επίχαρμος από τα σικελικά Μέγαρα (ακμή πρώτο μισό του 5ου αι.), η παγίωση του μίμου συνδέεται με τον Σώφρονα από τις Συρακούσες. Ο Σώφρων παρουσίαζε χαρακτήρες και καταστάσεις του καθημερινού βίου σε διαλογική-θεατρική μορφή και σε ένα είδος ρυθμικής πρόζας∙ λέγεται μάλιστα ότι ο Πλάτωνας θαύμαζε σε τέτοιο βαθμό τους κομψούς, καλογραμμένους μίμους του Σώφρονα με τη γλαφυρή σκιαγράφηση των ανθρωπίνων ηθών ώστε τους χρησιμοποίησε ως πρότυπο για τους διαλόγους του.
Αριστουργηματικά δείγματα ελληνιστικού μίμου αποτελούν τα διαλογικά ειδύλλια του Θεοκρίτου από τις Συρακούσες που απαθανατίζουν σκηνές από την καθημερινή ζωή και τους ταπεινούς της εκπροσώπους. Παρά το γεγονός ότι υπάρχουν και βουκολικοί μίμοι (Ειδ. 4 ο διάλογος μεταξύ δύο βοσκών, του Βάττου και του Κορύδωνα), οι αστικοί μίμοι του Θεοκρίτου με τη ζωηρή αναπαράσταση των ηθών αποτελούν τα γνησιότερα παραδείγματα της ρεαλιστικής αυτής τέχνης. Ανάμεσα σε αυτά ξεχωρίζει το Ειδ. 15 Συρακόσιαι ἢ Ἀδωνιάζουσαι όπου δύο λαϊκές γυναίκες της Αλεξάνδρειας, η Γοργώ και η Πραξινόη, πηγαίνουν να συμμετάσχουν σε μια γιορτή προς τιμήν του Άδωνη, απαθανατίζοντας ταυτόχρονα τη ζωή της ελληνιστικής μεγαλούπολης στα χρόνια των Πτολεμαίων [Θεόκριτος, Ειδ. 15, μετάφραση Θ.Κ. Στεφανόπουλος, ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΑΕ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ 160].
Ο μιμίαμβος είναι ένα υβριδικό λογοτεχνικό είδος ελληνιστικής επινόησης, το οποίο συνδυάζει τα χαρακτηριστικά του ιάμβου (ιππωνάκτειο ύφος και μέτρο, άσεμνο περιεχόμενο, σκωπτική διάθεση) με αυτά του μίμου (διαλογικό ποίημα μεταξύ δύο προσώπων με έντονη ηθογράφηση και θέματα αντλημένα από την καθημερινή ζωή). Ο Ηρώνδας (ή Ηρώδας) που άκμασε στα μέσα του 3ου αι. π.Χ. έγραψε μια συλλογή 8 μιμιάμβων σε θεατρική μορφή. Οι μιμίαμβοι αναπαριστούν σκηνές από την καθημερινότητα των φαυλοτέρων, η σκιαγράφηση χαρακτήρων και καταστάσεων είναι ακραία ρεαλιστική, η γλώσσα τολμηρή, ο τόνος άσεμνος. Ορισμένοι ανθρώπινοι τύποι που εμφάνιζε, όπως ο δούλος, η μαστροπός, ο προαγωγός, η ερωμένη, ο αυστηρός δάσκαλος και η λαϊκή γυναίκα συγγενεύουν με το είδος της Νέας Κωμωδίας και εμπνέονται από τους Χαρακτήρες του Θεοφράστου. Ερώτημα παραμένει αν οι Μιμίαμβοι του Ηρώνδα προορίζονταν για κάποιο είδος λαϊκής παράστασης ή απλώς για ανάγνωση. Η γοητεία τους ωστόσο άγγιξε ακόμη και τον Κωνσταντίνο Καβάφη που τους αφιέρωσε το ανέκδοτο ποίημά του «Οι Μιμίαμβοι του Ηρώδου».
Κείμενα:
· Θεόκριτος, Ειδύλλιο 2 (H γυναίκα που κάνει μάγια στον αγαπημένο της),
· Θεόκριτος, Ειδύλλιο 15 (Οι γυναίκες από τις Συρακούσες στο πανηγύρι του Άδωνη)
· Ηρώνδας, Ία. 3 (Ο κακός μαθητής),
· Ηρώνδας, Ία. 4 (Οι γυναίκες που επισκέπτονται τον ναό του Ασκληπιού)
Βιβλιογραφία:
· N. Hopkinson. 2005. Ανθολογία ελληνιστικής ποίησης. Μετάφρ. Α. Τάτση. Αθήνα: Μεταίχμιο, 394-304.
· Φ.Π. Μανακίδου & Κ. Σπανουδάκης (επιμ.). 2008. Αλεξανδρινή Μούσα. Συνέχεια και νεωτερισμός στην ελληνιστική ποίηση. Αθήνα: Gutenberg, 451-469.
· Β.Γ. Μανδηλαράς. 1978. Οι μίμοι του Ηρώνδα. Αθήνα: Καρδαμίτσα.