Εξώφυλλο

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός

Ελληνιστική Γραμματεία

της Εβίνας Σιστάκου

3. Γλώσσα, δομή και ύφος

3.1. Το λόγιο ύφος

Οι λόγιοι ποιητές της ελληνιστικής εποχής, οι σημαντικότεροι από τους οποίους είχαν θητεύσει στο Μουσείο της Αλεξάνδρειας, αποτυπώνουν τη φιλολογική τους ταυτότητα στο ιδιαίτερα εξεζητημένο ύφος των έργων τους. Η πρώτη παράμετρος είναι η χρήση μιας «τεχνητής» διαλέκτου που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματική, γραφόμενη και ομιλούμενη, γλώσσα της εποχής. Το φαινόμενο κάθε λογοτεχνικό είδος να γράφεται σε μια ορισμένη διάλεκτο, η οποία φέρει τα χαρακτηριστικά των ποιητών που την καλλιέργησαν και δεν αντικατοπτρίζει τη σύγχρονη γλωσσική πραγματικότητα, δεν είναι φυσικά καινούριο: τα ομηρικά έπη, για παράδειγμα, γράφτηκαν σε μια μικτή, κατασκευασμένη διάλεκτο με βάση την αρχαϊκή ιωνική και με αιολικές προσμίξεις. Στα ελληνιστικά πλέον χρόνια, το χάσμα ανάμεσα στις λογοτεχνικές διαλέκτους της ποίησης και την καθομιλουμένη διευρύνεται ακόμη περισσότερο, καθώς αυτή την εποχή καθιερώνεται η Κοινή, την οποία υιοθέτησαν μάλιστα ο Πολύβιος και οι Εβδομήκοντα στη μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης. Όμως οι ποιητές χρησιμοποίησαν τις διαλέκτους ως όχημα νεωτερικού πειραματισμού. Έτσι ο Καλλίμαχος, προκειμένου να διαφοροποιηθεί από την ιωνική παράδοση των ομηρικών ύμνων, γράφει τους Ύμνους 5 και 6 (Εἰς λουτρὰ τῆς Παλλάδος και Εἰς Δήμητρα) στα δωρικά. Τη δωρική (λογοτεχνική και ομιλουμένη) αξιοποιεί και ο Θεόκριτος τουλάχιστον στα βουκολικά και μιμητικά ειδύλλιά του, ενώ επικά του ειδύλλια (π.χ Ειδύλλιο 22 Διόσκουροι) αξιοποιεί την ομηρική διάλεκτο και στα ερωτικά του τη λεσβιακή διάλεκτο της Σαπφώς και του Αλκαίου (Ειδύλλια 29-31).

Η δεύτερη παράμετρος του λόγιου ύφους αφορά τη σύσταση του λεξιλογίου. Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως ορισμένα από τα πιο δυσεξήγητα, από καθαρά λεξιλογική άποψη, ποιήματα όλων των εποχών γράφτηκαν στα ελληνιστικά χρόνια. Το πιο δύσκολο είναι το αινιγματικό και σκοτεινό ιαμβικό ποίημα Αλεξάνδρα του Λυκόφρονα, όπου απαντούν, μεταξύ άλλων, και 310 ἅπαξ λεγόμενα, δηλαδή λέξεις που δεν μαρτυρούνται πουθενά αλλού στην αρχαία ελληνική γραμματεία. Η περίπτωση του Λυκόφρονα εξηγείται με βάση μια πάγια πρακτική των ελληνιστικών λογίων-ποιητών: την αλίευση σπανιότατων λέξεων από την προηγούμενη ποίηση που χρήζουν λεξικογραφικής εξήγησης (γλῶσσαι είναι ο τεχνικός όρος) και τη συλλογή λεξικών σπανιοτήτων από τοπικές διαλέκτους. Ο Φιλίτας, με το λεξικογραφικό έργο Ἄτακτοι γλῶσσαι, ήταν ίσως ο πρώτος που εισηγήθηκε αυτού του τύπου τον γλωσσικό πειραματισμό. Παράλληλα, κάθε είδους τεχνικά εγχειρίδια, όπως οι ιατρικές πραγματείες ή τα συγγράμματα φυσικής ιστορίας, τροφοδοτούν με εξειδικευμένη ορολογία τα βουκολικά του Θεοκρίτου και τα ιολογικά έπη του Νικάνδρου (Θηριακά και Ἀλεξιφάρμακα). Άλλες στρατηγικές γλωσσικής εκζήτησης περιλαμβάνουν την παιγνιώδη αναφορά σε (παρ)ετυμολογίες, τις ακροστιχίδες και τα λογοπαίγνια.

Κείμενα:

· Λυκόφρων, Αλεξάνδρα (Το σκοτεινό ποίημα)

Βιβλιογραφία:

· Φ.Π. Μανακίδου & Κ. Σπανουδάκης (επιμ.). 2008. Αλεξανδρινή Μούσα. Συνέχεια και νεωτερισμός στην ελληνιστική ποίηση. Αθήνα: Gutenberg, 545-643.