Γ4. 19ος αιώνας
Μπορεί η Ρητορική να παίζει σημαντικό ρόλο ως σχολικό και πανεπιστημιακό μάθημα και μέσα στον 19ο αι., ωστόσο για αρκετούς ερευνητές οι απαρχές αυτού του αιώνα συνδέονται με τη δύση της αίγλης και του κύρους της. Άλλωστε προς τα τέλη του 18ου αι. αρχίζει να εκτιμάται ολοένα και περισσότερο η δύναμη της ιδιοφυΐας, που δεν υποτάσσεται ούτε δεσμεύεται από κανόνες, αλλά, αντίθετα, τους αμφισβητεί και τους υπερβαίνει. O Sir Joshua Reynolds με το έργο του Discourses on Art (Ομιλίες για την Τέχνη) (1769-1790) και ο Edward Young (Conjectures upon Original Composition, 1759 - Στοχασμοί γύρω από την πρωτότυπη σύνθεση) προσφέρουν διδακτικά παραδείγματα.
Εν τοις πράγμασι η Ρητορική προσφέρεται όλο και πιο σπάνια ως αυτόνομος κλάδος, ενώ ασκεί εμμέσως σημαντική επιρροή, αφού έχει ενταχθεί στο μάθημα της έκθεσης και του ύφους. Αυτή είναι η τάση που αναπτύσσεται στην Αγγλία, στη Γαλλία και στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο J. Q. Adams, ο Πρόεδρος των Η.Π.Α. κατά την περίοδο 1825-1829, δημοσίευσε ως καθηγητής Ρητορικής στο Χάρβαρντ στα 1810 το έργο Lectures on Rhetoric and Oratory (Παραδόσεις ρητορικής και ρητορείας).
Στη Γερμανία, όπου αναπτύσσονται νεοουμανιστικά ρεύματα, συντάσσονται πλήθος διδακτικά εγχειρίδια.[197] Ιδιαιτέρως αξίζει να αναφερθούν τα έργα Lexicon technologiaeGraecorum rhetoricae (Λεξικόν της ρητορικής τεχνολογίας των Ελλήνων, 1795) και Lexicon technologiae Latinorum rhetoricae (Λεξικόν της ρητορικής τεχνολογίας των Λατίνων, 1797) του J. C. T. Ernesti, μολονότι ανήκουν στον προηγούμενο (18ο) αι. To 1870 πρωτοδημοσιεύεται το έργο του R. Volkmann, Die Rhetorik der Griechen und Römer (Ρητορική των Ελλήνων και των Ρωμαίων), που θα αξιοποιήσει εις το έπακρον ο Friedrich Nietzsche, για να προετοιμάσει τις παραδόσεις του για την αρχαία Ρητορική στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας στην Ελβετία (από το 1872 έως το 1874).[198]
Και στον ελληνόφωνο χώρο αναπτύσσονται αυτή την περίοδο συγκεκριμένες τάσεις: υποχωρεί καταρχάς η κυριαρχία της εκκλησιαστικής ρητορείας και εκδηλώνεται ενδιαφέρον για την κοσμική ρητορική - οι ανάγκες του νεοσύστατου ελληνικού κράτους (1830) δικαιολογούν την ανάπτυξη αυτής της ροπής. Εξάλλου, τον κύριο όγκο της προσοχής συγκεντρώνουν θεωρητικά και τεχνικά ζητήματα, όπως ο ορισμός της τέχνης, η αξιοποίησή της, οι διαιρέσεις της, οι κανόνες της· τέλος, βάσει της προφανούς συγγένειας μεταξύ ρητορείας και λογοτεχνίας -και στις δύο χρησιμοποιούνται εκφραστικά μέσα (σχήματα και τρόποι), για να επιτευχθεί ένα εντυπωσιακό γλωσσικό αποτέλεσμα που μπορεί να συγκινήσει αισθητικά- εκδηλώνεται μια μετάβαση από τη ρητορική, τη θεωρία για τον ρητορικό λόγο, στην ποιητική, τη θεωρία για την ποίηση και τη λογοτεχνία. Η τελευταία αυτή τάση, οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της οποίας εντοπίζονται κιόλας στα αριστοτελικά συγγράμματα, μπορεί να συνδέεται με την επιρροή του σκωτσέζου διαφωτιστή Hugh Blair (1718-1800), που συνέδεσε τη ρητορική με την αισθητική και τη φιλοσοφία της τέχνης.[199]
Έτσι, μέσα στον 19ο αι. έχουμε έργα αισθητικής (μ.ά. από τους Κωνσταντίνο Κούμα, Στέφανο Δούγκα, Κωνσταντίνο Στρατούλη, Γεώργιο Βιζυηνό), ποιητικής (από τους Γεώργιο Σερούιο, Ανδρέα Λασκαράτο κ.ά.), «καλολογίας» (από τον Δημήτριο Ζαλούχο κ.ά.) και ρητορικής (από τους Κωνσταντίνο Βαρδαλάχο (επιμελείται μεταξύ άλλων την Ἐπιτομὴ τῆς τοῦ Ἑρμογένους Ῥητορικῆς, περὶ τῶν πολιτικῶν ζητημάτων, που είχε εκδώσει ο Αναστάσιος Ναούμ Τζουπάτας), Κωνσταντίνο Οικονόμου, Νεόφυτο Βάμβα, Χαράλαμπο Παμπούκη, Ανδρέα Λασκαράτο κ.ά.). Η «καλολογία» αφορά κανόνες και οδηγίες για τον γραπτό και τον προφορικό λόγο, όπως για ζητήματα ύφους ή διάταξης του λόγου. Τα εγχειρίδια ρητορικής πραγματεύονται ευρύτερα τεχνικά θέματα χωρίς ωστόσο να αδιαφορούν για το ύφος. Μετά το 1860 η ρητορική επιστρέφει και πάλι στον παραδοσιακό, τεχνικό της χαρακτήρα. Η διδασκαλία της είναι ενταγμένη στα εκπαιδευτικά προγράμματα και έτσι τα σχετικά συγγράμματα ζητούν να καλύψουν κατά βάσιν ανάγκες εκπαιδευτικές. Οι συγγραφείς είναι στην πλειονότητά τους δάσκαλοι, κληρικοί και λαϊκοί.[200] Ωστόσο, παρά τις σχετικές υπουργικές εγκυκλίους, που επιβάλλουν τη διδασκαλία του μαθήματος, οι εκπαιδευτικοί δεν συμμορφώνονται προς τους κανονισμούς, ενώ δεν λείπουν και οι επικρίσεις με στόχο την κατάργηση του μαθήματος.[201]
Βιβλιογραφία:
Λίτσα Χατζοπούλου, «Έργα ρητορικής και ποιητικής (18ος-19ος αι.)», Μαντατοφόρος τχ. 35-36, Ιούνιος-Δεκέμβριος 1992, 59-147.
P. Schnyder, Historisches Wörterbuch der Rhetorik. Herausgegeben von Gert Ueding, Band 7, Max Niemeyer Verlag, Τυβίγγη 2005, s.v. «Rhetorik», B.Ι.4. 18./19. Jh., 1468-1472.
197 Βλ. Schnyder 2005, 1470-1471.
198 Βλ. σχ. Friedrich Nietzsche, ΜαθήματαΡητορικής, μτφρ. Αιμ. Μανούση, εισαγωγή - επιστ. επιμ. Δ. Καββαθάς, πρόλογος Δ. Δημηρούλης, επίμετρο C. Blair, S. L. Gilman, Πλέθρον, Αθήνα, χ.χ. (το συγκεκριμένο βιβλίο θα πρέπει να διαβαστεί με προσοχή, καθώς εντοπίζονται συχνά λάθη και ανακρίβειες, ιδιαιτέρως στην απόδοση των λατινικών όρων και παραθεμάτων στα νέα ελληνικά).
199 Βλ. Χατζοπούλου 1992, 61.
200 Βλ. Χατζοπούλου 1992, 67.
201 Βλ. Χατζοπούλου 1992, 69