Γ. Η ΠΡΟΣΛΗΨΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΡΗΤΟΡΙΚΗΣ
Γ1. Ύστερη αρχαιότητα, Βυζάντιο, Μεσαίωνας
Τα ιστορικά όρια μεταξύ της Ύστερης Αρχαιότητας και του βυζαντινού Μεσαίωνα είναι κατά βάσιν ρευστά. Ως ορόσημο αναγνωρίζεται συχνά το 565 μ.Χ., χρονιά θανάτου του Ιουστινιανού.
Καθώς εδραιώνεται η χριστιανική πίστη, το δίλημμα ποια στάση πρέπει να υιοθετήσει ένας γνήσιος και πιστός χριστιανός απέναντι στα πολιτισμικά επιτεύγματα του ειδωλολατρών τίθεται ολοένα και πιο συχνά. Οι ζηλωτές της νέας θρησκείας στρέφονται καταρχήν ενάντια στις βασικές τέχνες της αρχαίας παράδοσης: τη γραμματική, τη διαλεκτική και τη ρητορική. Στο ερώτημα αν οι τέχνες αυτές μπορούν να βελτιώσουν τη ζωή των ανθρώπων κάνοντάς τους καλύτερους, ο Τίτος Φλάβιος Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (Titus Flavius Clemens, περ. 150-215 μ.Χ.) απαντά αρνητικά και διακηρύσσει στον Προτρεπτικόν του πρòς Ἕλληνας (195 μ.Χ.) ότι αυτή τη δύναμη δεν την έχει η φιλοσοφία ή η ρητορική αλλά μόνο το Ευαγγέλιο.
Ωστόσο, στην Καινή Διαθήκη τόσο ο Ιησούς όσο και ο μαθητής του Παύλος εμφανίζονται να κηρύσσουν σε συναγωγές (το χριστιανικό θρησκευτικό κήρυγμα, η ὁμιλία, έχει εδώ ακριβώς τις καταβολές του), ενώ στην πορεία του χρόνου οι απολογητές και οι ιεροκήρυκες του χριστιανισμού συνειδητοποιούν ότι η παιδεία και η καλλιέργεια τούς είναι απολύτως απαραίτητες, αν θέλουν να προσηλυτίσουν ειδωλολάτρες. Έτσι, ο Αθηναγόρας, για να υποστηρίξει την ηθική και ακέραιη φύση της χριστιανικής διδασκαλίας, στηρίζεται στην Ἀπολογία του στους Έλληνες φιλοσόφους και ποιητές, ενώ ο Τατιανός στον Λόγον πρòς Ἕλληνας επιχειρεί να αναμείξει τη σοφιστική ευφυΐα με τη χριστιανική ευλάβεια. Εξάλλου, οι μεγαλύτεροι απολογητές του χριστιανισμού μέσα στον 4ο αι., οι Τρεις Ιεράρχες, ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός (329/30-390/1), ο Βασίλειος ο Μέγας (330-407) και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος (347-407), έχουν λαμπρή ελληνική παιδεία και είναι εξοπλισμένοι με τη σκευή της ρητορικής. Άλλωστε στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες ένας χριστιανός ηγέτης είναι ταυτόχρονα ρήτορας, δάσκαλος, απολογητής, επιστολογράφος, ιεροκήρυκας, αξιοποιεί με άλλα λόγια εις το έπακρον τόσο τον προφορικό όσο και τον γραπτό λόγο. Μάλιστα μέσα στον 2ο αι. έχουμε και την ανάπτυξη της χριστιανικής ερμηνευτικής: ο Ωριγένης (περ. 184-254), που δίδαξε στην Αλεξάνδρεια και την Καισάρεια της Παλαιστίνης, πραγματεύτηκε προβλήματα ερμηνείας της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης.
Η ρητορική αντιμετωπίστηκε εξάλλου με πολεμική διάθεση, που στρεφόταν βεβαίως κατά βάσιν ενάντια στην ογκώδη και πομπώδη ρητορεία, το αντίθετο άκρο στο ιδεώδες της απλότητας και της ταπεινότητας. Ο ίδιος ο Μέγας Βασίλειος υποστηρίζει ότι ανάμεσα στη σαφήνεια και στον ρητορικό καλλωπισμό προτιμά την πρώτη. Ο Αμβρόσιος (339-397 μ.Χ.) αντιπαραθέτει στο περίτεχνο ύφος εκπροσώπων της Δεύτερης Σοφιστικής το απλό αφηγηματικό ύφος (stilus historicus) του ευαγγελιστή Λουκά. Άλλωστε κιόλας στην πρώτη του Ἐπιστολὴ πρòς Κορινθίους ο Απόστολος Παύλος διακηρύσσει ότι η σοφία που έρχεται να διδάξει δεν είναι η σοφία «του κόσμου τούτου» και των ηγεμόνων του, αλλά η μυστική και κρυμμένη σοφία του Θεού.
Στην Κωνσταντινούπολη, που από το 324 γίνεται η πρωτεύουσα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ιδρύονται μέσα σε διάστημα λίγων μόλις χρόνων σχολές γραμματικής, ρητορικής και φιλοσοφίας. Μάλιστα με διάταγμα του Θεοδόσιου Β΄ λειτουργεί από το 425 ένα είδος «πανεπιστημίου» στην Πόλη, όπου διδάσκονται (μεταξύ άλλων) ελληνική και λατινική ρητορική. Άλλωστε κιόλας μέσα στον τέταρτο αιώνα διδάσκουν στην Κωνσταντινούπολη δύο από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της Δεύτερης Σοφιστικής, ο Ιμέριος και ο Λιβάνιος.
Στα τέλη του 5ου και στις αρχές του 6ου αι. στη Γάζα της Παλαιστίνης αναπτύσσεται μια κλασικίζουσα χριστιανική σχολή ρητορικής που θα ασκήσει επιρροή. Οι βασικοί της εκπρόσωποι είναι ο Προκόπιος και ο Χορίκιος. Ωστόσο, μέσα στον 6ο αι. το εκπαιδευτικό σύστημα της Ύστερης Αρχαιότητας παρακμάζει. Ο Ιουστινιανός (527-565 μ.Χ.) επιβάλλει οικονομικούς περιορισμούς στην πληρωμή των καθηγητών από δημόσιους πόρους. Με δικό του διάταγμα (529 μ.Χ.) απαγορεύεται η διδασκαλία φιλοσοφίας και νομικών στην Αθήνα - βεβαίως, οι ιδιωτικές ρητορικές σχολές ίσως συνέχισαν να λειτουργούν μέχρι την εισβολή των Σλάβων το 579 μ.Χ. Στα χρόνια του σοφιστές διορίζονται επισήμως από την πολιτεία μόνο στη Ρώμη, στην Κωνσταντινούπολη και στην Αλεξάνδρεια.
Από τα τέλη του 6ου μέχρι τον 8ο αι. έχουμε τους «σκοτεινούς χρόνους» στην Ανατολή. Εξαιτίας του εικονοκλαστικού κινήματος χάνονται οριστικά πολλά έργα της κλασικής λογοτεχνίας, υπάρχουν όμως κάποια στοιχεία για τη μελέτη της κλασικής ρητορικής σε ορισμένες πόλεις και για δημόσιες προσφωνήσεις σε επιδεικτικό ύφος. Στις αρχές του 9ου αι. ο Θεόδωρος Στουδίτης συντάσσει επικήδειους λόγους κατά τα αρχαία πρότυπα για τη μητέρα και τον θείο του. Ο σύγχρονός του Ιωάννης από τις Σάρδεις συνέχισε την παράδοση συγγραφής σχολίων για ρητορικά εγχειρίδια. Έχουν διασωθεί τα προλεγόμενα και τα σχόλιά του στα προγυμνάσματα του Αφθόνιου, ενώ ενδεχομένως έγραψε σχόλια για τις στάσεις.
Κατά τον 9ο αι., παράλληλα με τις απαρχές της Καρολίγγειας αναγέννησης στη Δύση, ανατέλλει μια νέα εποχή μόρφωσης και ρητορείας και για τη βυζαντινή αυτοκρατορία. Ηγετική φυσιογνωμία είναι ο Φώτιος, ο λόγιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από το 856 έως το 886. Βεβαίως, δεν συντάσσονται πια πρωτότυπα ρητορικά συγγράμματα. Οι βυζαντινοί ακολουθούν την παράδοση του Ερμογένη και του Αφθόνιου και συνθέτουν πανηγυρικούς λόγους κατά τα πρότυπα της Ύστερης Αρχαιότητας. Μάλιστα αυτού του είδους η ρητορεία ασκεί την επιρροή της και σε άλλα είδη του έντεχνου γραπτού λόγου (την ιστοριογραφία, την επιστολογραφία, το επίγραμμα, την αγιολογία). Αναπτύσσεται παράλληλα η τάση να διατηρηθεί και να διαδοθεί το αυστηρό αττικό ύφος ως γλώσσα που μαρτυρά υψηλή παιδεία και καλλιέργεια.
Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης στους Τούρκους (1453) λόγιοι από την Ανατολή θα μεταφέρουν τις γνώσεις τους για την ελληνική ρητορική στην αναγεννησιακή Δύση. Αλλά και πριν από αυτή την αναγκαστική μετακίνηση προς την Εσπερία γεννιούνται και δρουν εκεί σημαντικοί εκπρόσωποι των Γραμμάτων. Ανάμεσα στους λατίνους Πατέρες της Εκκλησίας ξεχωρίζουν ο Τερτυλλιανός (2ος αι.), ο Κυπριανός (3ος αι.), ο Αρνόβιος, ο Λακτάντιος, ο (Άγιος) Αυγουστίνος (4ος αι.), ο Ιερώνυμος (4ος αι.). Ο τελευταίος είναι γνωστός για τη μεγάλη του αγάπη προς τον Κικέρωνα, την οποία και ο ίδιος αντιμετώπιζε ως σοβαρή προσωπική αδυναμία. Σε αυτούς τους Πατέρες οφείλουμε απολογητικές πραγματείες, όπως και επιθέσεις κατά των ειδωλολατρών και των αιρετικών. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η περίπτωση του Αγίου Αυγουστίνου, που εργάστηκε στα Μεδιόλανα (το σημερινό Μιλάνο) ως καθηγητής της ρητορικής, και μάλιστα για ένα διάστημα με δημόσια δαπάνη. Σε περίοδο ωριμότητας συνέθεσε το έργο De doctrina christiana(Περί της χριστιανικής παιδείας), που αποτελεί τη μόνη εκτενή ανάλυση μιας χριστιανικής, θα έλεγε κανείς, ρητορικής.
Κατά τον 4ο αι. οι ρητορικές σχολές ανθούν στη Δύση. Μια εικόνα της κατάστασης που επικρατεί εκεί μας προσφέρει ο Αυσώνιος, που δίδαξε ρητορική στα Βουρδίγαλα (σημερινό Μπορντώ) της Γαλατίας, στο ποίημά του Commemoratio professorum Burdigalensium (Καταγραφή των καθηγητών των Βουρδιγάλων). Ο μεγαλύτερος ρήτορας αυτής της περιόδου και σθεναρός υπερασπιστής της ειδωλολατρίας είναι ο Σύμμαχος.
Μέσα στον ίδιο αιώνα το χάσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης βαθαίνει περισσότερο. Μάλιστα το 396 ο αυτοκράτορας του δυτικού τμήματος, Ευγένιος, δάσκαλος ο ίδιος της ρητορικής, ηττάται από τον Θεοδόσιο, τον αυτοκράτορα της Ανατολής, και αποκεφαλίζεται. Στην απόσταση που χωρίζει τα δύο τμήματα συμβάλλει αναμφισβήτητα και η περιορισμένη γνώση των ελληνικών στη Δύση. Υπάρχουν ελάχιστες ενδείξεις ότι το έργο του Ερμογένη ή άλλων ελλήνων ρητοροδιδασκάλων είναι γνωστό, αν και πρόκειται για κείμενα που είναι ιδιαίτερα διαδεδομένα στην Ανατολή.
Τον έκτο πια αιώνα και ενώ έχουν επικρατήσει στην Ιταλία οι Οστρογότθοι έχουμε τις τελευταίες αναλαμπές της κλασικής παιδείας: ο Βοήθιος (περ. 480-524;) συντάσσει μια ευρυμαθή πραγματεία για ρητορικά θέματα και έναν σχολιασμό στα Τοπικά (Topica) του Κικέρωνα, ενώ ο Κασσιόδωρος (περ. 490-περ. 590) επιστρατεύει τις artes liberales, μεταξύ αυτών και τη ρητορική, με στόχο την κατανόηση της Αγίας Γραφής.[187]
Στους επόμενους αιώνες και μέχρι την Αναγέννηση αναπτύσσονται στην Ιταλία, στη Γαλλία και την Αγγλία μεσαιωνικές ρητορικές θεωρίες για την επιστολογραφία, το εκκλησιαστικό κήρυγμα και την ποίηση.
Βιβλιογραφία:
Walter Berschin, Ελληνικά Γράμματα και Λατινικός Μεσαίωνας. Από τον Ιερώνυμο ως τον Νικόλαο Κουσανό, μτφρ. Δ. Ζ. Νικήτας, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1998 (τίτλ. πρωτ.: Grieschisch-Lateinisches Mittelalter. Von Hieronymus zu Nikolaus von Kues, Μόναχο 1980).
R. Copeland, "Rhetorik, B.I.2.2. Lateinisches Mittelalter", στο Historisches Wörterbuch der Rhetorik, τ. 7, Max Niemeyer Verlag, Τυβίγγη 2005, 1451-1460.
W. Hörandner, "Rhetorik, B.Ι.2.1. Byzanz", στο Historisches Wörterbuch der Rhetorik, τ. 7, Max Niemeyer Verlag, Τυβίγγη 2005, 1446-1451.
187 Βλ. σχ. Berschin 1998, 129-130.