Εξώφυλλο

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός

Ρητορεία και ρητορική στην αρχαιότητα

της Χρυσάνθης Τσίτσιου-Χελιδόνη

Β1.2.4. Το παιδαγωγικό ιδεώδες του Ισοκράτη

Στην ιστορία των σχέσεων της ρητορικής με τη φιλοσοφία ο Ισοκράτης (436-338 π.Χ.), ο ιδρυτής της μεγαλύτερης ρητορικής σχολής στην Αθήνα κατά το πρώτο μισό του 4ου αι. π.Χ.,[65] κατέχει εξέχουσα θέση: σε αντίθεση με τον Πλάτωνα, δεν αντιπαραθέτει τις δύο τέχνες, αλλά κατά κάποιον τρόπο τις ταυτίζει. Ονομάζει για την ακρίβεια την προσωπική του ρητορική διδασκαλία, που αφορά καταρχήν τον πολιτικό λόγο, φιλοσοφίαν (Περὶ ἀντιδόσεως 186, Κοϊντιλιανός, Institutio oratoria 2.15.33) και ἐπιστήμην τῶν ἰδεῶν στις οποίες στηρίζεται η σύνθεση κάθε λόγου (Κατὰ τῶν Σοφιστῶν 16, περ. 390 π.Χ.). Και οι δύο όροι (φιλοσοφία, ἐπιστήμη) συνδέονται με την αναζήτηση της αλήθειας - η αντίθεση προς τη σωκρατική-πλατωνική θέση, όπως αυτή εκφράζεται στον Γοργία, για την απόσταση που χωρίζει τη ρητορική από την αλήθεια, επομένως από την τέχνη και την επιστήμη, είναι προφανής. Ο Ισοκράτης όμως δίνει στον όρο «φιλοσοφία» σαφή πρακτική σημασία. Για εκείνον «φιλοσοφία» σημαίνει εισαγωγή στον επιτυχή χειρισμό του βίου, στην επιτυχημένη δράση με τα τρία στοιχεία της: τον στοχασμό, τον λόγο, την πράξη. Ο Αριστοτέλης θα αποκαλέσει αυτή την πρακτική σοφία φρόνησιν.

Κεντρική θέση στη φιλοσοφία του Ισοκράτη κατέχει η έννοια της παιδείας, που δεν περιορίζεται απλώς στην καλλιέργεια της ευγλωττίας. Άλλωστε, ό,τι φέρνει κοντά ή απομακρύνει τους ανθρώπους είναι, κατά τον ίδιο, ακριβώς η πολιτισμική τους παράδοση, η συμμετοχή τους στην κοινή παιδεία (Περὶ ἀντιδόσεως 206). Έτσι στον Πανηγυρικό του λόγο (50) ο Ισοκράτης αποδίδει στην Αθήνα, τη μητρόπολη της ελληνικής παιδείας, το επίτευγμα, το όνομα «Έλληνες» να μην αποδίδει πια το γένος, την κοινή καταγωγή, αλλά την διάνοιαν, τον κοινό τρόπο σκέψης· «Έλληνες» είναι με αυτή την έννοια όσοι συμμετέχουν στην ελληνική παίδευσιν, στην ελληνική, θα λέγαμε, κουλτούρα, τον ελληνικό πολιτισμό. Βεβαίως, πρωτεύων στόχος της ισοκρατικής φιλοσοφίας είναι η καλλιέργεια του λόγου, αφού ο λόγος είναι ό,τι διακρίνει τον άνθρωπο από τα άλλα ζώα και είναι, επιπλέον, η βασική αιτία και πηγή των περισσότερων και των σημαντικότερων αγαθών του.

Όπως και ο δάσκαλός του, ο Γοργίας, ο Ισοκράτης ξεκινά και ο ίδιος από τη βασική προϋπόθεση ότι ο άνθρωπος είναι αδύνατο να δρα με βάση μιαν αλάθητη γνώση που στηρίζεται στην επιστήμη. Για να δρα επιτυχημένα, θα πρέπει να ακολουθεί την δόξαν, τις γνώμες, τις θέσεις που προκύπτουν από την εμπειρία ή τους νόμους που στηρίζονται στο πιθανό· αυτές θα του επιτρέψουν να επιλέγει κάθε φορά το σωστό (Πρὸς Νικοκλέα 41). Στόχος της δράσης πρέπει να είναι το όφελος του προσώπου που ενεργεί. Πεπαιδευμένος (μορφωμένος) είναι όποιος ξέρει να εκμεταλλεύεται σωστά τις συνθήκες που ανακύπτουν καθημερινά κι αυτός που διαμορφώνει άποψη (δόξαν), όποιος αξιοποιεί σωστά τις περιστάσεις και μπορεί τις περισσότερες φορές να επιδιώκει και να πετυχαίνει το συμφέρον (Παναθηναϊκός 30).

Με βάση τα προηγούμενα θα έλεγε κανείς ότι ο Ισοκράτης προτείνει σε όποιον επιθυμεί να σταδιοδρομήσει, να ενεργήσει με απόλυτη ιδιοτέλεια, να προσαρμοστεί στις εξωτερικές (κοινωνικές και πολιτικές) συνθήκες, όπως αυτές διαμορφώνονται κάθε φορά, να εκμεταλλευτεί κάθε ευκαιρία, να συμμορφωθεί προς την κυρίαρχη ιδεολογία, προς την επικρατούσα ηθική. Ωστόσο, θέτει ο ίδιος περιορισμούς: το προσωπικό όφελος ως στόχος δεν είναι καταρχήν ασυμβίβαστο με τις ηθικές αναστολές (Ἀρχίδαμος 34-35), ενώ το πραγματικά ωφέλιμο (το συμφέρον) ταυτίζεται με το αγαθόν, το χρήσιμονγια όλους (Φίλιππος 16). Όποιος κινούμενος από φιλοδοξία επιδιώκει τον έπαινο και τη διάκριση, αυτός, αν ακολουθεί σωστά ό,τι πρόκειται να τον ωφελήσει, θα συντάσσει και θα εκφωνεί λόγους που μαρτυρούν μακρόθυμη και αξιοπρεπή εσωτερική διάθεση, λόγους που έχοντας ως αντικείμενο θέσεις και δράσεις που υπηρετούν το κοινόν αγαθόν θα έχουν τη δύναμη να πείσουν. Άλλωστε η ενασχόληση με θέματα σπουδαία που μαρτυρούν ενδιαφέρον για τον άνθρωπο (ὑποθέσεις μεγάλαι, καλαί καὶ φιλάνθρωποι, Περὶ ἀντιδόσεως 276, 354 π.Χ.) ασκεί την επιρροή της στον ίδιο τον ρήτορα (Πρὸς Νικοκλέα38), που επιπλέον θα πρέπει να ζει ο ίδιος σύμφωνα με τις επιταγές της ἀρετῆς, αν θέλει ο λόγος του να είναι πειστικός (Περὶ ἀντιδόσεως 278). Έτσι καλλιεργείται στον ομιλητή μια σώφρων και ηθική διάθεση που προστατεύει από λάθη και ελαττώματα (Περὶ ἀντιδόσεως 280, 292).[66] Άλλωστε στο πρόσωπο των επιφανέστερων ρητόρων της πόλης ο Ισοκράτης αναγνωρίζει τους εκλεκτότερους πολιτικούς και εκείνους που την ωφέλησαν περισσότερο από τον καθένα, αρχής γενομένης από τον Σόλωνα (Περὶ ἀντιδόσεως 231). Η θέση «ο καλός ρήτορας είναι καλός και δίκαιος άνθρωπος», που θα βρει αργότερα τη στερεότυπη διατύπωσή της στη λατινική φράση vir bonus dicendi peritus («καλός άνδρας και τεχνίτης του λόγου» - αυτός είναι κατά τον Κοϊντιλιανό ο ορισμός του ρήτορα από τον Κάτωνα τον Τιμητή, Institutio oratoria 12.1.1), φαίνεται πως έχει εδώ τις καταβολές της.

Στον λόγο του Κατὰ τῶν Σοφιστῶν ο Ισοκράτης στρέφεται εναντίον των ανταγωνιστών του - ο λόγος θα μπορούσε, ίσως, να χαρακτηριστεί ως το πρώτο μανιφέστο εκπαιδευτικής πολιτικής στον ευρωπαϊκό χώρο.[67] Εδώ προειδοποιεί ότι δεν θα πρέπει κανείς να υπερεκτιμά ούτε τη διδασκαλία ούτε τη μαθητεία: κατά τη γνώμη του η παιδεία και η ρητορική ευχέρεια εξαρτώνται από την τριβή με το αντικείμενο, από την εμπειρία, αλλά και (κυρίως) από το χάρισμα, τη φυσική προδιάθεση (Κατά τῶν Σοφιστῶν 17, Περὶ ἀντιδόσεως 187-192). Η διδασκαλία μπορεί εν τέλει να διευκολύνει κάποιον να αναδειχθεί και να προοδεύσει, μπορεί να θεραπεύσει αδυναμίες και να προστατεύσει από αστοχίες. Ωστόσο δεν μπορεί από μόνη της, χωρίς τη συνδρομή της φύσης, να κάνει κάποιον γνήσιο ή μεγάλο ρήτορα.

Τους αντιπάλους του «σοφιστές» τους διακρίνει σε τρεις κατηγορίες: στους «εριστικούς» (ενν. φιλοσόφους, κατά τον χαρακτηρισμό του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη), στους ρήτορες που υπόσχονται πολιτική καριέρα, και στους ρήτορες που επαγγέλλονται ότι εκπαιδεύουν ικανούς δικηγόρους. Στους «εριστικούς» αποδίδει μια καχύποπτη δυσπιστία που δυσχεραίνει την προσπάθεια των μαθητών τους. Οι δάσκαλοι της πολιτικής ρητορικής από την άλλη υποστηρίζουν την παντοδυναμία των κανόνων που διδάσκουν, ενώ η επιτυχία στην πολιτική ρητορεία προϋποθέτει ταλέντο και εμπειρία. Τέλος, οι αλαζόνες τεχνίτες του δικανικού λόγου, που συντάσσουν σχετικά διδακτικά εγχειρίδια (τέχνας), δεν γνωρίζουν κανέναν ηθικό φραγμό και είναι άπληστοι. Ο αναγνώστης αποκομίζει την εντύπωση ότι ο Ισοκράτης επικαλούμενος την κοινή λογική διεκδικεί για τον εαυτό του την υψηλή αρετή της αναγνώρισης της αξίας του μέτρου.[68] Ωστόσο, στη σχολή του γίνονταν δεκτοί μόνο όσοι μπορούσαν να καταβάλουν αδρή αμοιβή. Έτσι, κατά μιαν ανεκδοτολογική παράδοση, όταν ο νεαρός Δημοσθένης δήλωσε πως μπορούσε να διαθέσει μόνο 200 δραχμές -αντί των κανονικών διδάκτρων για τη συνολική διδασκαλία που ανέρχονταν σε 1000-, ώστε να διδαχτεί τουλάχιστον το αντίστοιχο ένα πέμπτο της τέχνης, ο Ισοκράτης τον απέρριψε λέγοντάς του περίπου τα εξής: «Η πραγμάτευση, Δημοσθένη, δεν τεμαχίζεται. Όπως τα καλά ψάρια πωλούνται ολόκληρα, έτσι κι εγώ, αν θέλεις να γίνεις μαθητής μου, θα σου προσφέρω ολόκληρη την τέχνη» (Πλούταρχος, Βίοι τῶν δέκα ῥητόρων 837d10-e17).[69]

 

Βιβλιογραφία:

Manfred Fuhrmann, Die antike Rhetorik. Eine Einführung, Artemis & Winkler Verlag, Ζυρίχη 19954 (1η έκδ. Μόναχο, 1984).

Wilfried Stroh, Die Macht der Rede. Eine kleine Geschichte der Rhetorik im alten Griechenland und Rom, Ullstein Buchverlage, Βερολίνο 2009.

65 Ο Ισοκράτης είναι κατά οκτώ περίπου χρόνια μεγαλύτερος από τον Πλάτωνα (428/7-348/7 π.Χ.), αλλά ζει μετά τον θάνατο εκείνου για άλλα δέκα χρόνια. Όταν πεθαίνει (338 π.Χ.), ο μαθητής του Πλάτωνα, ο Αριστοτέλης είναι ήδη σαράντα έξι ετών.

66 Ο Φίλιππος Μελάγχθων (1497-1560) θα συνδέσει αυτή την ιδέα με την έννοια της humanitas (παιδεία, ανθρωπισμός).

67 Stroh 2009, 131.

68 Βλ. Fuhrmann 1995, 25-27.

69 Βλ. Stroh 2009, 132.