Β1.2.3.ii. Αριστοτέλης
Ο Γοργίας και ο Φαῖδρος του Πλάτωνα συνιστούν για τον μαθητή του τον Αριστοτέλη (384-322 π.Χ.) προκλήσεις, στις οποίες ο ίδιος αναλαμβάνει να απαντήσει με το έργο του Περὶ Ῥητορικῆς (περ. 330 π.Χ.). Κατά τον Αριστοτέλη η ρητορική είναι τέχνη, στον βαθμό που μπορεί να εξηγήσει γιατί ένας λόγος έχει δύναμη πειθούς. Τη θεωρεί μάλιστα ἀντίστροφον τῇ διαλεκτικῇ («Η ρητορική βρίσκεται σε αναλογική σχέση με τη διαλεκτική» (μτφρ. Δ. Λυπουρλή), Ῥητορική 1.1.1354a1-21). Ωστόσο, καμία από τις δύο δεν είναι επιστήμη που ασχολείται με ένα αυστηρά καθορισμένο αντικείμενο· βρίσκουν όμως εφαρμογή και οι δυο τους, ως ενεργοί πόροι συλλογισμών (δυνάμεις τινὲς τοῦ πορίσαι λόγους), σε διάφορες επιστήμες (1.2.1356a30-33). Επιπλέον, η ρητορική αναγνωρίζεται στο ομώνυμο αριστοτελικό έργο ως η ευχέρεια, η δύναμη (δύναμις) να ανακαλύπτεις σε κάθε θέμα ό,τι θα μπορούσε να πείσει (τὸ ἐνδεχόμενον πιθανόν, Ῥητορική 1.2.1355b25-27). Υπ' αυτή την έννοια ο ομιλητής ορίζεται ως (καλός) ρήτορας, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα του λόγου του, με βάση το αν αξιοποίησε όλα τα μέσα που θα μπορούσε να αξιοποιήσει, όλα τα μέσα που του πρόσφερε το θέμα του, για να προσδώσει στον λόγο του δύναμη πειθούς (1.1.1355b10-17).
Με το ρητορικό του σύγγραμμα ο Αριστοτέλης επιδιώκει να καλύψει ένα ουσιαστικό κενό: ερευνώντας το υλικό που είχαν ήδη συσσωρεύσει προηγούμενοι ρήτορες, δάσκαλοι της ρητορικής αλλά και επικριτές της, επιχειρεί να συντάξει το σύστημα της τέχνης, να αναδείξει τη μέθοδό της. Πριν από την αριστοτελική συμβολή, η ρητορική διδασκαλία φαίνεται πως εξαντλούνταν σε ένα πλήθος επιφανειακών αρχών και κανόνων, που δεν πρόσφεραν γνώση αλλά απλώς μηχανικούς τρόπους, για να αντιμετωπίσει κανείς την ανάγκη σύνθεσης αποτελεσματικού λόγου, λόγου που θα μπορούσε να επηρεάσει και, εν τέλει, να πείσει το κοινό.[61] Η διδασκαλία αυτού του υλικού στηριζόταν εν μέρει στη μηχανική εκμάθηση. Ο Αριστοτέλης οργάνωσε αυτό το υλικό σε κατηγορίες. Έγινε έτσι ο εισηγητής μιας θεωρίας των παθών και των τύπων ήθους προσφέροντας την πρώτη συστηματοποιημένη γνώση για θέματα ψυχολογίας. Ταυτόχρονα συνέδεσε τη ρητορική με την πολιτική και την ηθική εντάσσοντάς την με αυτόν τον τρόπο στο δικό του φιλοσοφικό οικοδόμημα (Ῥητορική 1.2.1356a25-33).[62]
Όπως όλα τα αριστοτελικά συγγράμματα που έχουν διασωθεί ολόκληρα, η Ρητορική δεν είναι έργο που απευθύνεται στο ευρύ κοινό, και δεν έχει λογοτεχνικές αξιώσεις. Αποτελεί ένα είδος σύντομου εισαγωγικού εγχειριδίου, ένα υπόμνημα για την υποστήριξη της περαιτέρω έρευνας και της διδασκαλίας. Δεν είναι εξάλλου έργο που γράφτηκε μονομιάς. Στοιχεία της δομής του κειμένου αποδεικνύουν ότι ο συγγραφέας επεξεργάστηκε επανειλημμένα το υλικό του και το συμπλήρωσε σε μεταγενέστερο χρόνο.[63]
Το έργο αρθρώνεται σε τρία βιβλία. Στο πρώτο και στο δεύτερο παρουσιάζονται οι πίστεις, τα αποδεικτικά μέσα πειθούς. Άλλωστε η τέχνη και η μέθοδος που τη θεμελιώνει στρέφονται, κατά τον Αριστοτέλη, γύρω από αυτά (Ῥητορική 1.1.1355a3-4). Τα δύο πρώτα κεφάλαια του πρώτου βιβλίου περιλαμβάνουν βασικά προκαταρκτικά στοιχεία: τον ορισμό της ρητορικής και σύντομο σχολιασμό της σχέσης της με τη διαλεκτική, μια επίσης σύντομη κριτική αναφορά στην προηγούμενη (υποτιθέμενη) διδασκαλία της τέχνης -υποστηρίζεται πως οι προηγούμενοι ρητοροδιδάσκαλοι αγνοούν το βασικό θέμα των αποδεικτικών μέσων και περιορίζονται σε ζητήματα ἔξω τοῦ πράγματος (εκτός θέματος)-, μια σύντομη αντιβολή των ρητορικών συλλογισμών (ἐνθυμημάτων) προς τους φιλοσοφικούς, μια διάκριση των μέσων πειθούς σε διάφορες κατηγορίες και, τέλος, μια σύντομη παρουσίαση των έντεχνων μέσων πειθούς. Στο υπόλοιπο τμήμα του πρώτου βιβλίου παρουσιάζονται τα τρία είδη λόγων: ο συμβουλευτικός (γένος συμβουλευτικόν), ο δικανικός (γένος δικανικόν) και ο πανηγυρικός/επιδεικτικός (γένος ἐπιδεικτικόν). Στη συνέχεια αναπτύσσονται τα επιχειρήματα, πρώτα αυτά που χρησιμοποιούνται σε κάθε είδος λόγου, και στη συνέχεια εκείνα που σχετίζονται άμεσα με τους τελικούς στόχους του κάθε είδους: στον συμβουλευτικό λόγο ο ομιλητής προσπαθεί να προβάλει μια ενέργεια ως ωφέλιμη ή βλαβερή· στον επιδεικτικό ως ωραία ή αισχρή· στον δικανικό ως δίκαιη ή άδικη. Η παρουσίαση οδηγεί τελικά στην πραγμάτευση των αντικειμένων και των στόχων κάθε είδους λόγου: ποια είναι τα καλά (τὰ ἀγαθά) και ποια τα κακά που έχει στον νου του όποιος συντάσσει λόγο συμβουλευτικό, ποια είναι τα είδη των πολιτευμάτων και τι είναι συμφέρον για το καθένα από αυτά, τι είναι η εὐδαιμονίακαι ποια τα μέρη της (μόρια) -σε αυτήν αποβλέπει όποιος παραινεί, αφού το συμφέρον οδηγεί στην ευτυχία, ενώ το βλαβερόνμας απομακρύνει από αυτή-, ποια η έννοια του ἀγαθοῦ και συμφέροντος, και, αναλόγως, τι είναι το καλόν και τι το αἰσχρόν, τι το δίκαιον και τι το ἄδικον, με ποιό ήθος, ποιά κίνητρα, ποιούς στόχους, ποιές καταστάσεις και πράξεις σχετίζεται το καθένα από αυτά. Ακολουθεί μια σύντομη αναφορά στις ἀτέχνους πίστεις. Το δεύτερο βιβλίο διαιρείται σε τρία μέρη: τα δύο πρώτα παρουσιάζουν τη νέα διδασκαλία για την ψυχή. Στα κεφ. 2-11 γίνεται λόγος για τα πάθη, τα συναισθήματα, που ο ρήτορας εγείρει στους ακροατές του. Τα κεφ. 12-17 αναφέρονται στα ἤθη, στους τύπους συμπεριφοράς, όπως αυτοί διαμορφώνονται κυρίως από την ηλικία και το περιβάλλον. Μπορεί κάποτε οι παρατηρήσεις να είναι σχηματικές, ωστόσο προσφέρουν, θα έλεγε κανείς, ένα πρώιμο δείγμα ψυχολογίας και ανθρωπολογίας.[64] Στα κεφάλαια 18-26 ο Αριστοτέλης επιστρέφει στο θέμα των λογικών αποδείξεων. Στo τρίτο και τελευταίο βιβλίο, όπου εντοπίζονται οι μεγαλύτερες παραχωρήσεις προς την προηγούμενη ρητορική παράδοση, γίνεται λόγος για το ύφος (κεφ. 2-12 - ένα λαμπρό κομμάτι δίνεται στα κεφάλαια 8-9 για τον ρυθμό του πεζού λόγου και τη ρητορική περίοδο), τη διάταξη των μερών του λόγου και το περιεχόμενο καθενός από αυτά (κεφ. 13-19). Βεβαίως, στο πρώτο κεφάλαιο ο Αριστοτέλης αναφέρεται σύντομα και στην εκφώνηση και την παρουσίαση του λόγου (την ὑπόκρισιν, 3.1403b20-1404a16), που, ωστόσο, δεν αναγνωρίζεται ως τμήμα της τέχνης (ἀτεχνότερον, 3.1404a15-16), παρά το γεγονός ότι ο συγγραφέας δέχεται ρητά πως μπορεί να είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική, ακριβώς λόγω του χαμηλού επιπέδου και εν γένει της φαυλότητας του πλήθους των ακροατών (3.1404a7-8).
Σε κάθε περίπτωση, η πραγματεία του Αριστοτέλη φαίνεται πως άσκησε μικρότερη επίδραση από την αναμενόμενη. Παρά το γεγονός ότι διδάσκει πώς να συντάσσει κανείς λόγο με βάση μια μέθοδο που μπορεί να παρατηρηθεί και να αποτυπωθεί με τη μορφή συστήματος, ο βαθμός δυσκολίας αυτής της μεθόδου συγκράτησε πολλούς μεταγενέστερους ρητοροδιδάσκαλους από το να την ενστερνιστούν και να τη διαδώσουν.
Βιβλιογραφία:
Manfred Fuhrmann, Die antike Rhetorik. Eine Einführung, Artemis & Winkler Verlag, Ζυρίχη 19954 (1η έκδ. Μόναχο, 1984).
61 Βλ. Fuhrmann 1995, 31.
62 Βλ. Fuhrmann 1995, 32.
63 Βλ. Fuhrmann 1995, 32.
64 Βλ. Fuhrmann 1995, 34.