Β2.3. Αυτοκρατορικοί χρόνοι
Η αυτοκρατορική περίοδος ξεκινά επί της ουσίας με τον Αύγουστο (27 π.Χ.-14 μ.Χ.), τυπικά όμως με τον αυτοκράτορα Τιβέριο (14-37 μ.Χ.) και φτάνει ως το 476 μ.Χ., χρονιά εκτοπισμού του αυτοκράτορα Ρωμύλου Αυγουστύλου και χρονικό σημείο κατάρρευσης της δυτικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Σε αντίθεση με τη γενική εντύπωση που αφήνουν τα συγγράμματα του Διονυσίου του Αλικαρνασσέα για τη ρητορική, πως δηλαδή η τέχνη υπηρετείται προς το τέλος του 1ου αι. π.Χ. από εμπνευσμένους διανοητές, η ρητορεία που αναπτύσσεται αυτή την περίοδο φέρει για πολλούς συγγραφείς και λόγιους της εποχής εμφανή σημάδια παρακμής. Στα χρόνια του, γράφει ο Τάκιτος (γενν. περ. το 55 μ.Χ.), ο σπουδαιότερος ιστορικός της αυτοκρατορικής περιόδου, μπορεί κανείς να μιλήσει για ευφραδείς, για δικολάβους, για δικηγόρους, για πάτρωνες και γενικά για οτιδήποτε, όχι όμως για ρήτορες (Dialogus de οratoribus 1).
Καθώς η τέχνη του λόγου εγκαταλείπει την πολιτική σκηνή, βρίσκει πια εξέχουσα θέση στην εκπαίδευση - η διαδικασία αυτή έχει προετοιμαστεί το αργότερο από το δεύτερο μισό του 1ου αι. π.Χ. Οι ρητορικοί λόγοι δεν αποβλέπουν πια κατά κανόνα στην εξυπηρέτηση πρακτικών στόχων, όπως το να πείσουν για το δίκιο ή το άδικο μιας συγκεκριμένης πλευράς στο πλαίσιο μιας δίκης, αλλά στην επίδειξη της δεξιοτεχνίας του ομιλητή, της ικανότητάς του να πραγματευτεί με εντυπωσιακή τεχνική ένα θέμα. Άλλωστε δεν θαυμάζει πλέον κανείς σπουδαίους πολιτικούς ρήτορες, αλλά ρητοροδιδάσκαλους και ομιλητές, που επιδεικνύουν τις ρητορικές τους ικανότητες σε κλειστές αίθουσες διαλέξεων με λόγους που συνθέτουν ad hoc, τις λεγόμενες declamationes (μελέται), με άλλα λόγια δικανικούς και συμβουλευτικούς λόγους γύρω από φανταστικά θέματα (controversiae και suasoriae αντίστοιχα).[146] Ο ρήτορας λειτουργεί πια ως ένα είδος ηθοποιού. Τα θέματα των λόγων του, που στοχεύουν στην προσέλκυση του ενδιαφέροντος και στην τέρψη του κοινού, προκαλούν την εντύπωση με τον εξωπραγματικό τους χαρακτήρα και τη δύναμη φαντασίας που τα διακρίνει. Η πραγμάτευσή τους γίνεται με ασύμμετρο προς το περιεχόμενο του λόγου ρητορικό στόμφο και όγκο. Κάποτε οι λόγοι αυτοί αφορούν πολύπλοκα, επί της ουσίας όμως μόνο κατ' επίφασιν προβλήματα.
Φυσική συνέπεια αυτών των συνθηκών είναι η γέννηση αυτή την εποχή μιας γραμματείας με θέμα την corrupta eloquentia, την παρακμή της ρητορείας και τους λόγους αυτής της εξέλιξης (σχετικά κείμενα γράφουν ο Πετρώνιος, ο Κοϊντιλιανός, ο Τάκιτος). Ωστόσο, καθώς οι ασιατικές πόλεις ανθούν και πάλι περίπου από το 50 μ.Χ., αναπτύσσεται σε αυτές μια νέα σοφιστική, που διακρίνεται από την παλαιότερη αντίστοιχη κίνηση καταρχάς μέσω του τίτλου της: η νέα αυτή άνθηση της ρητορείας είναι γνωστή ως «Δεύτερη Σοφιστική».
Ως ιστορικά απολύτως δικαιολογημένη και αναμενόμενη θα πρέπει να θεωρήσουμε και την ανάπτυξη και καλλιέργεια μέσα στην ίδια περίοδο του πανηγυρικού (λόγου), που ανήκει στο είδος της επιδεικτικής ρητορείας. Ο Panegyricus (Πανηγυρικός) του Πλίνιου του Νεότερου -προς τιμή του Τραϊανού- ορίζει τον τύπο αυτού του είδους, που έχει ως αντικείμενο την προσωπικότητα, το ήθος και τα επιτεύγματα του ηγεμόνα. Οι καταβολές του συγκεκριμένου έργου εντοπίζονται στο De clementia (Περί επιεικείας) του Σενέκα του Νεότερου (του Φιλόσοφου), ενός κειμένου που ο συγγραφέας συνέταξε με διάθεση συμβουλευτική και ταυτόχρονα εγκωμιαστική, εν είδει «κατόπτρου ηγεμόνος», για τον Νέρωνα.
Η ρητορεία, που ανθεί στο πλαίσιο της «Δεύτερης Σοφιστικής», αναπτύσσει από τη μια λογοτεχνικές αξιώσεις και επιδρά από την άλλη δυναμικά στη λογοτεχνία - και αυτή η εξέλιξη έχει διαφανεί κιόλας από τους ελληνιστικούς και τους αυγούστειους χρόνους. Το ύφος που διακρίνεται από εμφατικά σημεία ρητορικής ακμής ("Pointenstil") χαρακτηρίζει το έπος του Λουκανού (Pharsalia), την τραγωδία και τα πεζά κείμενα του Σενέκα του Φιλόσοφου. Εξάλλου η επίδραση της ρητορικής εκπαίδευσης στην ιστοριογραφία, με τις «συνταγές» και τις υποδείξεις της για το δραματικό διήγημα, διαφαίνεται κιόλας στη Ρωμαϊκὴ Ἀρχαιολογία του Διονυσίου του Αλικαρνασσέα.
Οι φιλοσοφικές και φιλολογικές τάσεις που άρχισαν να αναπτύσσονται κιόλας από τα τέλη του 2ου αι. π.Χ. στην ελληνόφωνη Ανατολή και συνδέονται πάντοτε κατά κάποιον τρόπο με τη διδασκαλία και τη θεωρία της ρητορικής θα ενισχυθούν και μέσα σε αυτούς τους χρόνους. Η κλασικιστική λογοτεχνική κριτική που ξεκίνησε μέσα στον 1ο αι. π.Χ. με το Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα και τον Καικίλιο από την Καλή Ακτή θα καλλιεργηθεί ακόμη περισσότερο από τον ανώνυμο για μας συγγραφέα του έργου Περὶ Ὕψους, του οποίου όμως η χρονολόγηση αμφισβητείται, και από τον Κοϊντιλιανό.
Στο πλαίσιο της ρητορικής εκπαίδευσης έχουμε σε αυτούς τους χρόνους την εδραίωση του συστήματος των προγυμνασμάτων, που αφορούν όχι μόνο τους εκπαιδευόμενους ρήτορες αλλά και τους φιλoσόφους, τους ιστορικούς και τους ποιητές. Λόγια και σαφή εικόνα για το περιεχόμενο αυτών των ρητορικών ασκήσεων (τους τύπους κειμένων που καλούνταν να συντάξουν οι μαθητές) προσφέρει ο Αίλιος Θέων από την Αλεξάνδρεια (τέλη του 1ου-αρχές του 2ου αι. μ.Χ.). Ωστόσο, όπως ο ίδιος ομολογεί, μπορούσε να ανατρέξει για τη συγκεκριμένη διδασκαλία στο έργο σημαντικών προδρόμων.
Στα χρόνια του αυτοκράτορα Αδριανού (που κυβέρνησε από το 117 έως το 138) εμπίπτει η δράση του ρητοροδιδάσκαλου και πολιτικού Marcus Cornelius Fronto, που ασχολήθηκε με την εκπαίδευση των διαδόχων Μάρκου Αυρηλίου και Λεύκιου Βέρου (Marcus Aurelius, Leucius Verus). Δεν έχουν διασωθεί τα ρητορικά του συγγράμματα, κερδίζουμε όμως από τις επιστολές του μια εικόνα για τις απόψεις του. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η θέση του ότι θα πρέπει να αξιοποιηθεί ως πρότυπο ο τρόπος έκφρασης των προκλασικών συγγραφέων. Γίνεται έτσι ο πιο σημαντικός ρωμαίος εκπρόσωπος του αρχαϊσμού.
Ωστόσο, στην περιοχή της ρητορικής θεωρίας ο Ερμογένης από την Ταρσό (γενν. γύρω στα 160 μ.Χ.) θεωρείται ο πιο σημαντικός συγγραφέας της αυτοκρατορικής περιόδου. Σε αυτόν οφείλεται η επεξεργασία της θεωρίας των στάσεων από τον Ερμαγόρα.[147]
Μια τελευταία αναλαμπή του είδους της μελέτης (declamatio) έχουμε κατά τον 4ο αι. με τον ρήτορα Λιβάνιο από την Αντιόχεια (314->392). Στον 31ο λόγο του (από τους εξήντα τέσσερις σωζόμενους) (Πρòς τοὺς Ἀντιοχέας ὑπὲρ τῶν ῥητόρων) αναφέρεται στην κατάσταση της τέχνης στην εποχή του. Ο Αφθόνιος από την Αντιόχεια, μαθητής του Λιβάνιου, επεξεργάστηκε εκ νέου το σύστημα του Ερμογένη και άσκησε με την προσωπική του συμβολή μεγάλη επίδραση στους μεταγενέστερους.
Η σημασία της χριστιανικής ρητορείας (τόσο απολογητικού όσο και πανηγυρικού χαρακτήρα) αρχίζει να μεγαλώνει από τον 3ο αι. Ωστόσο, η αξία της στο πλαίσιο της χριστιανικής πίστης αποτελεί αμφιλεγόμενο ζήτημα.
146 Βλ. εδώ κεφ. Β3.3. Η εκπαίδευση του ρήτορα.
147 Βλ. εδώ κεφ. Β3.2. Διδακτικά εγχειρίδια της αρχαίας ρητορικής.