Ε2.4. Καλλιέπεια
(κόσμος, ornatus)
Όποιος απλώς εκφράζεται ορθά, με σαφήνεια και βάσει των αρχών του πρέποντος δεν κατέχει ακόμη την τέχνη της γλωσσικής διατύπωσης σε όλη της την έκταση. Μάλιστα ο ρήτορας μπορεί να επιδιώκει με άλλα έργα του -την εύρεση, τη διάταξη, την υπόκριση- να κερδίσει την κρίση του εξειδικευμένου κοινού του, με τον καλλωπισμό όμως του λόγου του, τους ιδιαίτερους και εντυπωσιακούς εκφραστικούς του τρόπους ζητά να προκαλέσει τον θαυμασμό του μεγάλου πλήθους γι' αυτόν τον ίδιο και το έργο του (Κοϊντιλιανός, Institutio οratoria 8.3.2). Αυτοί οι εκφραστικοί τρόποι, που δεν αποτελούν απλώς δυνατά αλλά επιπλέον λαμπερά όπλα, συνθέτουν τον κόσμον του λόγου, τον στολισμό του, που αποβλέπει στο να γοητεύσει το κοινό και τελικώς να το πείσει τέρποντάς το. Η καλλιέπεια έχει λοιπόν διττή λειτουργία: αισθητική και πρακτική. Συμβάλλοντας με την εντύπωση που προκαλεί, στη διέγερση του ενδιαφέροντος του ακροατηρίου ενισχύει την πειθώ και την αποτελεσματικότητα του λόγου.
Όπως και οι άλλες αρετές του ύφους έτσι και η συγκεκριμένη αναδεικνύεται τόσο μέσα από τις μεμονωμένες λέξεις όσο και μέσα από τη σύνθεση των λέξεων, τις εκτενέστερες φράσεις. O ρήτορας καλλωπίζει τον λόγο του χρησιμοποιώντας ρητορικά σχήματα και τρόπους, κυρίως τη μεταφορά, αλλά και εύηχες λέξεις, επιπλέον σε κάποιες περιπτώσεις λέξεις αρχαίες αλλά και νεολογισμούς. Στην πραγματικότητα οι τρόποικαι τα σχήματα εμφανίζονται σε μια μεγάλη ποικιλία μορφών και η χρήση τους στον λόγο αναδεικνύει τη φαντασία και την ευστροφία του ομιλητή.
Υπάρχουν άλλωστε διάφοροι τύποι και ποιότητες κόσμου: ο αδρός, που προφυλάσσει από την εκζήτηση και την υπερβολή και προσδίδει αρρενωπότητα, δύναμη και αυστηρότητα στον λόγο, ο λαμπρός, που συνίσταται στην αποφυγή ευτελών όρων και φράσεων, μπορεί όμως να αποπνέει, όταν υπάρχει υπερβολή, και μια αίσθηση ματαιοδοξίας, ο οξύνους, που προβλέπει τη χρήση σχημάτων, όπως η ειρωνεία, η παρονομασία, το πολύπτωτον, η υποφορά και η ανθυποφορά, ο άφθονος, εδώ έχουμε, μεταξύ άλλων, περιφράσεις, ισόκωλα, ο ιλαρός, συγγενής του οξύνου, που αναδεικνύει την πνευματώδη διάθεση του ομιλητή, o τερπνός, που διακρίνεται από χρήση εύηχων και ρυθμικών λέξεων και φράσεων, ο επιμελής, που προβάλλει τη φροντίδα και την προσοχή του ρήτορα, ο ανθηρός, που χαρακτηρίζεται από ποικιλία, ο οξυδερκής, με κύριο γνώρισμά του τη διεισδυτική σαφήνεια που είναι ικανή να αναδείξει όλες τις πτυχές του θέματος.[239]
Βιβλιογραφία:
Heinrich Lausberg, Handbuch der literarischen Rhetorik. Eine Grundlegung der Literaturwissenschaft. 3. Auflage 1990. Mit einem Vorwort von Arnold Arens, Στουτγκάρδη1990.
239 Βλ. σχ. Lausberg 1990, § 540.