Ε2.1. Oρθοέπεια
(ἑλληνίζειν, hellenismos / latinitas, puritas, Latine atque emendateloqui)
Η γραμματική ορθότητα και η γλωσσική καθαρότητα (η αποφυγή δηλαδή ξένων όρων) αποτελούν την πρώτη αρετή που πρέπει να διακρίνει το ύφος του λόγου, καθώς επιβεβαιώνουν ότι ο ομιλητής γνωρίζει καλά τη γλώσσα που χρησιμοποιεί για να συντάξει το κείμενό του (Κοϊντιλιανός, Institutio οratoria 1.5.1, 8.1.2, Κικέρων, De oratore 3.38). Η ύπαρξη της συγκεκριμένης αρετής ελέγχεται με σημείο αναφοράς τους μεμονωμένους όρους (verba singula) και τη σύνταξή τους, τη σύνθεση των λέξεων (verba coniuncta), και με κριτήρια α) τους κανόνες της γλώσσας (ratio), β) τη γλωσσική παράδοση (vetustas), γ) τη μαρτυρία των όρων που χρησιμοποιεί ο ομιλητής σε κείμενα σημαντικών ποιητών και συγγραφέων (auctoritas), δ) το έθος της ομιλίας (consuetudo).
Είναι προφανές ότι οι τρεις τελευταίες προϋποθέσεις-εγγυήσεις του κύρους λέξεων ή φράσεων μπορεί να βρίσκονται σε σύγκρουση μεταξύ τους: για παράδειγμα, η αρχαιότητα μιας λέξης ή φράσης ή η χρήση της από σημαντικούς εκπροσώπους των Γραμμάτων εγγυάται καταρχήν την ορθότητά της, ωστόσο, είναι το γλωσσικό έθος, το αν δηλαδή η συγκεκριμένη λέξη ή φράση έχει ή όχι πολιτογραφηθεί γλωσσικά, που τελικά θα επισφραγίσει την εκφραστική αξία και τη δύναμή της. Στην περίπτωση που πρόκειται για (εξαιρετικά) σπάνια λέξη, είναι πιθανό η χρήση της να προκαλέσει στο ακροατήριο την εντύπωση ότι ο λόγος είναι ανοίκειος, ενώ δεν αποκλείεται να εγείρει και την αίσθηση της εκζήτησης. Σε κάθε περίπτωση έχει ενδιαφέρον η παρατήρηση του Κοϊντιλιανού (Institutio οratoria 1.6.2) ότι ακόμη και ένα γλωσσικό λάθος -μια απόκλιση από τη συμβατική και συνήθη χρήση της γλώσσας- μπορεί να προσδώσει τιμή σε εκείνον που υπέπεσε στο σφάλμα, αν για το ολίσθημά του έχει σημαντικούς προδρόμους. Ενδιαφέρον παρουσιάζει εξάλλου και η παρατήρησή του ότι το γλωσσικό έθος διαμορφώνεται όχι με βάση τις γλωσσικές προτιμήσεις του απαίδευτου πλήθους των πολλών, αλλά τη συμφωνία των μορφωμένων (consensus eruditorum).
Λάθη στη χρήση των λέξεων χαρακτηρίζονται ως βαρβαρισμοί, ενώ όσα σχετίζονται με τη σύνταξη των όρων ονομάζονται σολοικισμοί. Ωστόσο η σαφής διάκριση του τύπου των λαθών δεν είναι πάντα δυνατή, για τον λόγο ότι συχνά τα λάθη στη γραμματική των μεμονωμένων όρων διακρίνονται, όταν ελέγξει κανείς τα συμφραζόμενά τους, δηλαδή τη σύνταξή τους.[238]
Βιβλιογραφία:
Gert Ueding & Bernd Steinbrink, Grundriß der Rhetorik. Geschichte - Technik - Methode, 3., überarbeitete und erweiterte Auflage, Verlag J. B. Metzler, Στουτγκάρδη, Βαϊμάρη 1994.
238 Βλ. για το συγκεκριμένο κεφάλαιο Uedink - Steinbrink 1994, 221-222.