Β1.3.6. Ο κανόνας των δέκα αττικών ρητόρων
Ο συγκεκριμένος κανόνας ακολουθεί το πνεύμα και των άλλων κανόνων που συνέταξαν οι αλεξανδρινοί φιλόλογοι. Ταυτόχρονα όμως φαίνεται ότι εξυπηρετεί την ανάγκη να οριστούν συγκεκριμένα πρότυπα ύφους, που έχουν όλα τους το κοινό χαρακτηριστικό ότι εκπροσωπούν υποδειγματικά, κατά την άποψη του συντάκτη αυτού του καταλόγου, την αττική ρητορεία. Η επιλογή αυτή ανταποκρίνεται λοιπόν στις αξιώσεις της κίνησης του αττικισμού - στο πλαίσιό της διακρίνονται έξοχοι εκπρόσωποι της αττικής πεζογραφίας με έργα που προβάλλονται ως υψηλά πρότυπα ύφους, άξια μίμησης. Ενδέχεται μάλιστα η εισήγηση αυτών των δέκα ονομάτων ως των κορυφαίων αττικών ρητόρων να οφείλεται στη Ῥητορικὴ τέχνη του Απολλόδωρου από την Πέργαμο (1ος αι. π.Χ.), έργο που δεν έχει διασωθεί.[94] Κατά μια άλλη άποψη ήταν ο Καικίλιος από την Καλή Ακτή, ένας από τους κύριους εκπροσώπους της δεύτερης φάσης του αττικισμού κατά τον 1ο αι. π.Χ, ο συντάκτης και εισηγητής του κανόνα - πιθανότατα με το έργο του Περὶ τοῦ χαρακτῆρος τῶν δέκα ῥητόρων.[95] Πιθανόν σε αυτό το έργο να είχε ενσωματώσει τις έρευνές του γύρω από τον βίο των συγκεκριμένων ρητόρων, τη γνησιότητα και την αισθητική αξία των λόγων τους. Ίσως μάλιστα το έργο αυτό να αποτέλεσε την πηγή του Διονύσιου του Αλικαρνασσέα και του συντάκτη των ψευδοπλουτάρχειων Βίων τῶν δέκα ῥητόρων.[96]
Βιβλιογραφία:
Φάνης Ι. Κακριδής, Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 2006 (Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση 3, 1η ανατύπωση, με μικρές διορθώσεις. 1η έκδ. 2005).
Franz Susemihl, Geschichte der griechischen Litteratur in der Alexandrinerzeit II, Hildesheim 1965 (1η έκδ. Λειψία 1892).
h5. Β1.3.6.i. ΑντιφώνΟ Ερμογένης στο έργο του Περὶ ἰδεῶν Β, 385, 18 - 387, 21, pp. 399-400 (Rabe) κάνει λόγο -επικαλούμενος μια παλαιότερη παράδοση, αν και με κάποιες επιφυλάξεις- για δύο «σοφιστεύσαντας» Αντιφώντες. Ο ένας, λέει, είναι ο «ρήτορας», γνωστός και ως «Αντιφών ο Ραμνούσιος» (περ. 480-411 π.Χ.), στον οποίο αποδίδονται οι «φονικοί λόγοι», οι «δημηγορικοί» και άλλοι παρόμοιοι. Στον άλλον, που ο Ερμογένης τον αναφέρει ως «τερατοσκόπον» (μάντη) και «ονειροκρίτην» (εξηγητή ονείρων), αποδίδονται οι λόγοι Περὶ ἀληθείας, Περὶ ὁμονοίας και ο Πολιτικός. O δεύτερος αυτός Αντιφών είναι γνωστός ως «ο Σοφιστής». Δικός του είναι μάλιστα ο λόγος για την ισότητα όλων των ανθρώπων: «από τη φύση είμαστε όμοιοι σε όλα, και οι Έλληνες και οι βάρβαροι […] όλοι από το στόμα και από τη μύτη αναπνέουμε …» (μτφρ. Φ. Κακριδή, απόσπ. 44 Β DK).[97] Ο Ερμογένης διαπιστώνει διαφορές κυρίως ως προς το ύφος μεταξύ των λόγων που αποδίδονται στον πρώτο και εκείνων που συνδέονται με το όνομα του δεύτερου Αντιφώντα. Ωστόσο, έχει επικρατήσει πια η άποψη ότι πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο.[98]
Ο Αντιφών ο Ραμνούσιος είναι σύγχρονος του Γοργία. Συνέθεσε κυρίως δικανικούς λόγους (από τους οποίους διασώθηκαν κάποιοι), ήταν λοιπόν λογογράφος, αλλά για κακή του τύχη ασχολήθηκε στο τέλος με την πολιτική: επειδή συμμετείχε στο ολιγαρχικό πραξικόπημα του 411 π.Χ., μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας καταδικάστηκε για εσχάτη προδοσία και εκτελέστηκε. Αναφέρεται ως ρητοροδιδάσκαλος (Πλάτων, Μενέξενος 236a 4-5) και, μάλιστα, ως δάσκαλος του Θουκυδίδη (Ερμογένης, Περὶ ἰδεῶν Β, 386, 11-16, p. 400 Rabe). Συνέθεσε για το μάθημα υποδειγματικούς λόγους, που επίσης έχουν διασωθεί. Πρόκειται για τρεις τετραλογίες: η καθεμία αποτελείται από δύο λόγους καταγγελτικούς και δύο λόγους υπεράσπισης (κάθε φορά μια πρωτολογίαν και μια δευτερολογίαν). Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους είναι η επιδέξια επιχειρηματολογία που συχνά βασίζεται στις πιθανότητες (στο εἰκός).[99]
Οι λόγοι του Αντιφώντα παρουσιάζουν διαφορές από εκείνους του Γοργία: δεν έχουν μυθικά θέματα και αντανακλούν τη δικανική πρακτική της εποχής τους. Αναφέρονται σε υποθέσεις πλαστές, αλλά απολύτως αληθοφανείς, που ο συγγραφέας τους θα μπορούσε να τις έχει εμπνευστεί από πραγματικά περιστατικά.
Και οι τρεις τετραλογίες αφορούν φόνους. Στην πρώτη πρόκειται για ένα φόνο εκ προμελέτης. Το ερώτημα είναι ποιός είναι ο δολοφόνος. Η απάντηση θα πρέπει να στηριχτεί σε ενδείξεις. Υπό αυτή την έννοια η πρώτη τετραλογία ακολουθεί την προβληματική περί του πιθανού (του εἰκότος), που αναπτύχθηκε από την αρχαία σικελική ρητορική.
Η δεύτερη τετραλογία σηματοδοτεί το πέρασμα στην Αθήνα από το ποινικό δίκαιο που προβλέπει ενοχή αποκλειστικά και μόνο με βάση το αποτέλεσμα της πράξης, στο ποινικό δίκαιο που λαμβάνει υπόψη την ποιότητα της πράξης, το μέγεθος της ευθύνης του δράστη. Η υπόθεση έχει ως εξής: σε μια άσκηση ρίψης ακοντίου ο έφηβος που έχει αναλάβει να συλλέγει τα ακόντια σκοτώνεται από το ακόντιο ενός ασκούμενου νεαρού. Ο κατήγορος επικαλείται το ισχύον (κατά την εποχή του) δίκαιο, σύμφωνα με το οποίο η πράξη αυτή καθεαυτήν (ο φόνος εν προκειμένω) είναι το αποφασιστικό κριτήριο της ενοχής ενός προσώπου. Ο κατηγορούμενος προσπαθεί να αποδυναμώσει αυτή την επιχειρηματολογία με την ακόλουθη συλλογιστική: κριτήριο για την ποινική ευθύνη πρέπει να είναι αποκλειστικά η συνειδητή συμμετοχή του δράστη στην πράξη. Ο κατηγορούμενος ήθελε βεβαίως να ρίξει το ακόντιο, όχι όμως για να βρει τον έφηβο αλλά το στόχο. Έτσι διακρίνεται η πράξη που προκύπτει από βούληση από το αποτέλεσμα που δεν επήλθε σκόπιμα. Από την άλλη, αυτό το αθέλητο αποτέλεσμα δεν προκλήθηκε από απροσεξία. Ο κατηγορούμενος απορρίπτει λοιπόν την κατηγορία της αμέλειας και αποδίδει τον θάνατο του εφήβου σε σύμπτωση.
Η υπόθεση της τρίτης τετραλογίας έχει ως εξής: ένας καβγάς ανάμεσα σε έναν νεαρό και σε έναν γηραιότερο άνδρα οδήγησε σε βιαιοπραγία. Ο μεγαλύτερος σε ηλικία τραυματίστηκε, ο γιατρός τον περιέθαλψε πλημμελώς και ο τραυματίας πέθανε. Το πρώτο ζήτημα που τίθεται είναι να αποδειχθεί αν ο νεαρός βρισκόταν σε άμυνα. Το δεύτερο, αν εξαιτίας της επέμβασης ενός κακού γιατρού υπήρξε αιτιώδης σχέση μεταξύ του τραυματισμού και του θανάτου του τραυματία.
Η μετακίνηση από την κατηγορία στην υπεράσπιση, η σταθερή εναλλαγή οπτικής οφείλει πολλά στο πνεύμα της εποχής:[100] η σοφιστική ανακάλυψε την πραγμάτευση ενός θέματος από αντίθετες οπτικές γωνίες (την επιχειρηματολογία υπέρ και κατά μια θέσης) και αξιοποιούσε πρόθυμα την εντυπωσιακή επιρροή που μπορούν να ασκήσουν στο ακροατήριο οι διαξιφισμοί γύρω από ένα θέμα.[101]
Βιβλιογραφία:
Barbara Cassin, "Antiphon [4, von Ramnus] B. Der Sophist", στο Der Neue Pauly. Enzyklopädie der Antike. Altertum, τ. 1, Verlag J. B. Metzler, Στουτγκάρδη/Βαϊμάρη, 1996, 787.
Manfred Fuhrmann, Die antike Rhetorik. Eine Einführung, Artemis & Winkler Verlag, Ζυρίχη 19954 (1η έκδ. Μόναχο, 1984).
Φάνης Ι. Κακριδής, Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 2006 (Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση 3, 1η ανατύπωση, με μικρές διορθώσεις. 1η έκδ. 2005). Ενότητα 3.6.Α. Ρητορεία και ρητορική.
h5. Β1.3.6.ii. ΑνδοκίδηςΤο όνομα του Ανδοκίδη (περ. 440->390 π.Χ.) έχει συνδεθεί κυρίως με την πολιτική ρητορεία. Οι λόγοι που έχουν διασωθεί διακρίνονται από απλή γλώσσα και αφηγηματική ζωντάνια και δεν φανερώνουν προσήλωση στις αρχές της τέχνης, τις οποίες μάλλον δεν είχε διδαχθεί συστηματικά.[102] Ο λόγος του Περὶ τῆς ἑαυτοῦ καθόδου -τον συνέταξε, για να πείσει τους συμπολίτες του να του επιτρέψουν να επιστρέψει στην Αθήνα από την εξορία, όπου είχε βρεθεί τιμωρημένος για συμμετοχή σε έναν πολιτικό σύλλογο ολιγαρχικών (ἑταιρεία), που κρίθηκε υπεύθυνος για προσβολή των Ελευσίνιων Μυστηρίων- δεν στέφθηκε με επιτυχία.[103] Λίγα χρόνια όμως μετά τον επαναπατρισμό του, το 403 π.Χ., όταν κατηγορήθηκε εκ νέου για ασέβεια, εκφώνησε το λόγο Περὶ τῶν μυστηρίων, με τον οποίο πέτυχε την αθώωσή του. Και οι δύο λόγοι έχουν διασωθεί. Το 392 π.Χ. υπέβαλε ως μέλος της αθηναϊκής πρεσβείας στη Σπάρτη απολογισμό των ενεργειών του και προτάσεις στην Εκκλησία του Δήμου, οι οποίες δημοσιεύτηκαν με τον τίτλο Περὶ τῆς πρὸς Λακεδαιμονίους εἰρήνης - επίσης λόγος που έχει παραδοθεί. Ωστόσο, οι προτάσεις αυτές όχι μόνο δεν έγιναν δεκτές από τους Αθηναίους, αλλά επιπλέον προκάλεσαν και την οργή τους. Μάλιστα τα μέλη της αθηναϊκής διπλωματικής αποστολής καταδικάστηκαν σε θάνατο. Κατάφεραν όμως να δραπετεύσουν, μεταξύ αυτών και ο Ανδοκίδης, που έζησε εξόριστος μέχρι το θάνατό του, άγνωστο πότε.
Βιβλιογραφία:
Φάνης Ι. Κακριδής, Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 2006 (Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση 3, 1η ανατύπωση, με μικρές διορθώσεις. 1η έκδ. 2005). Ενότητα 3.6.Α. Ρητορεία και ρητορική.
94 Βλ. σχ. Κακριδή 2006, 248.
95 Η προκείμενη παρουσίαση των ρητόρων που συνιστούν τον κανόνα ακολουθεί τη διάταξη των ονομάτων τους από τον Καικίλιο.
96 Αρχικώς ο κανόνας αποδόθηκε σε εκπροσώπους της «Σχολής της Περγάμου». Η σύνδεσή του όμως με το τελευταίο τέταρτο του 2ου αι. π.Χ. θεωρήθηκε άστοχη. Βλ. Susemihl (1892) 1965, 484-485.
97 Βλ. Κακριδή 2006, 138, υπ. 47.
98 Βλ. Cassin 1996, 787. Ωστόσο, βλ. και Σκουτερόπουλο 1991, 403-474, και κυρ. 403: «Ο Αντιφών ο σοφιστής, για την ταυτότητα του οποίου έχουν γίνει ατέλειωτες φιλολογικές συζητήσεις, είναι, όπως και ο Κριτίας, ένας από εκείνους που προετοίμασαν την άνθηση της αττικής φιλοσοφίας. … Ήδη στην αρχαιότητα δεν ήταν βέβαιο αν επρόκειτο για διαφορετικό πρόσωπο από τον αττικό ρήτορα Αντιφώντα τον Ραμνούσιο…». Η ανάπτυξη του προκείμενου λήμματος στηρίζεται στο σύνολό της στον Fuhrmann 1995, 22-23.
99 Βλ. Κακριδή 2006, 139.
100 Ωστόσο, κατά τον Kennedy 2004, 41 οι τετραλογίες δεν είναι γνήσια έργα του Αντιφώντα και απηχούν τη νομική επιχειρηματολογία της εποχής μετά τον θάνατό του, επομένως τη νομική σκέψη του 4ου αι. π.Χ.
101 Βλ. Fuhrmann 1995, 22.
102 Βλ. Κακριδή 2006, 140.
103 Βλ. σχ. Κακριδή 2006, 139.