Β3.3. Η εκπαίδευση του ρήτορα
Μπορεί η γέννηση της ρητορικής τέχνης να συνδέεται με τα ονόματα των Σικελών Τ(ε)ισία και Κόρακα, ωστόσο η υποτυπώδης διδασκαλία σύνθεσης λόγου πρέπει πιθανότατα να αναχθεί σε πολύ παλαιότερη εποχή. Ενδεχομένως μάλιστα αυτή η πρώιμη διδασκαλία να περιλάμβανε την ακρόαση μεγαλύτερων σε ηλικία ομιλητών και την απομνημόνευση μοτίβων, αποφθεγμάτων αλλά και θεμάτων (μύθων, ιστορικών παραδειγμάτων και παροιμιών), που θα πρέπει υπό αυτή την έννοια να τα φανταστούμε σαν προδρόμους των μεταγενέστερων συλλογών ρητορικών τόπων.[172] Σε κάθε περίπτωση, η προσεκτική και επιμελής σύνθεση λόγου είναι γνωστή και πριν από το δεύτερο τέταρτο του 5ου αι., αυτή την εποχή όμως ο λόγος και η σύνταξή του για την επίτευξη συγκεκριμένου στόχου αναδεικνύονται σε ειδικό θέμα που απαιτεί αυτόνομη πραγμάτευση, μέθοδο και τέχνη.
Μέσα στον πέμπτο αιώνα η διδασκαλία στηρίζεται από τη μια σε σύντομα, πιθανότατα, τεχνικά εγχειρίδια που έχουν κανονιστικό χαρακτήρα και δίνουν κατευθύνσεις για τα συμβατικά μέρη του λόγου -το σύστημα της τέχνης δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί σε βάθος-, κι από την άλλη στην απομνημόνευση πρότυπων ομιλιών που συντάσσουν οι δάσκαλοι της ρητορικής, οι σοφιστές, πάνω σε θέματα της μυθολογίας και της ποίησης, της ηθικής και της πολιτικής - οι λόγοι αυτοί καταγράφονται, προκειμένου να διευκολύνεται η μελέτη και η απομνημόνευση.[173] Η μαθητεία ήταν πολύμοχθη και διαρκούσε τρία ή και τέσσερα χρόνια.
Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους η ελληνόφωνη διδασκαλία της ρητορικής αποκτά πιο συστηματικό χαρακτήρα. Η ρητορική εκπαίδευση, που στηρίζεται μεταξύ άλλων στη μελέτη κυρίως της πεζογραφίας αλλά και ποιητικών κειμένων[174] και προετοιμάζει για την είσοδο των μαθητευόμενων στον δημόσιο βίο, καλύπτει ένα από τα υψηλότερα στάδια της εκπαίδευσης των νέων· άλλωστε κιόλας από την εποχή του Ισοκράτη αποτελεί τη βασική μορφή ανώτερης εκπαίδευσης. Γύρω από τους σοφιστές ή ρήτορες, τους ρητοροδιδάσκαλους, συγκεντρώνεται ένα πλήθος μαθητών, που αποτελούν τη λεγόμενη φατρία, τον χορό, την αγέλη, τον θίασο. Προηγείται χρονικά η διδασκαλία της γραμματικής, που προβλέπει επίσης ανάγνωση και ερμηνεία λογοτεχνικών κειμένων. Οι φιλοσοφικές σπουδές αποτελούν το επιστέγασμα αυτής της υψηλής παιδείας. Ελάχιστοι όμως είναι εκείνοι που επιλέγουν να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους και σε αυτήν την εξαιρετικά δύσβατη περιοχή.
Οι Ρωμαίοι, που βρίσκονται κιόλας από τον 2ο αι. π.Χ. κάτω από ισχυρή ελληνική επίδραση, έχουν τη δική τους ρητορική παράδοση. Άλλωστε στη Ρώμη, όπως και στην Ελλάδα, ο πολιτικός άνδρας θα πρέπει να μπορεί να συγκινήσει το πλήθος, για να κατευθύνει την ψήφο του στις λαϊκές συνελεύσεις ή στη Σύγκλητο, να ενθαρρύνει το στράτευμά του, να πείσει στο δικαστήριο για το δίκιο του πελάτη του (cliens). Ωστόσο, η ρητορική εκπαίδευση των Ρωμαίων στηρίζεται καταρχήν στην ελληνική ρητορική παράδοση και αποτελεί για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα προνόμιο των λίγων που είναι σε θέση να μάθουν ελληνικά. Οι οικογένειες που έχουν τη σχετική ευχέρεια εμπιστεύονται τη ρητορική εκπαίδευση των τέκνων τους σε έναν εξειδικευμένο δάσκαλο, που ονομάζεται κανονικά rhetor - κάποτε και orator.[175] Οι Ρωμαίοι όμως που επιθυμούν να σταδιοδρομήσουν στην πολιτική σκηνή ή να κάνουν καριέρα ως νομομαθείς προσκολλώνται κατά βάσιν σε κάποιον επιφανή συμπατριώτη τους, τον οποίο παρακολουθούν να παρέχει τις νομικές συμβουλές του στο Φόρουμ (Forum Romanum) ή να αγορεύει στις δημόσιες δίκες.
Το 93 π.Χ. ο L. Plotius Gallus θα ιδρύσει την πρώτη ρητορική σχολή στη Ρώμη. Η διδασκαλία γινόταν εδώ στα λατινικά - πρόκειται για σημαντική καινοτομία. Οι τιμητές όμως της επόμενης χρονιάς κλείνουν με διάταγμά τους τη σχολή με τη δικαιολογία ότι το πρόγραμμά της δεν συνάδει προς τη ρωμαϊκή παράδοση και ότι αμβλύνει το πνεύμα και φθείρει τα ήθη των νεαρών Ρωμαίων, γιατί τους διδάσκει το θράσος και την αναισχυντία (Κικέρων, De oratore 3.93-95). Ωστόσο, είναι πολύ πιθανό ότι η συγκεκριμένη απόφαση είχε πολιτικά κίνητρα, αφού φαίνεται πως οι τιμητές ήθελαν να προβάλουν αντίσταση στη φιλολαϊκή παράταξη του Μάριου, που πιθανότατα υποστήριζε ο Πλώτιος Γάλλος. Σταδιακά βεβαίως τα λατινικά θα περάσουν στο μάθημα ρητορικής, στο πλαίσιο του οποίου προς το τέλος του 1ου αι. π.Χ. διαβάζονται έργα του Βιργίλιου, του Κικέρωνα και άλλων.
Το αργότερο από το 100 π.Χ. -πιθανόν κιόλας από την εποχή της Σχολής του Ισοκράτη (390 π.Χ. και μετά)- εισάγονται στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα των επίδοξων ρητόρων οι προπαρασκευαστικές ασκήσεις, δηλ. τα προγυμνάσματα, που έχουν διάφορους τύπους: μῦθος, διήγημα, χρεία, γνώμη, ἀνασκευή, κατασκευή, (κοινός) τόπος, ἐγκώμιον, ψόγος, σύγκρισις, προσωποποιία (ἠθολογία, ἠθοποιία), ἔκφρασις, θέσις, νόμος (νόμου εἰσφορά). Οι Ρωμαίοι ακολουθούν και εκείνοι τα ελληνικά πρότυπα. Η εξάσκηση στα προγυμνάσματα εφοδίαζε τους επίδοξους ρήτορες με ένα πλήθος τεχνικών παρουσίασης και επιχειρηματολογίας, με διάφορες εύπλαστες φόρμες πάνω στις οποίες θα μπορούσαν να δομήσουν τις δικές τους συνθέσεις, επιπλέον με ένα σύνολο από έτοιμες αφηγήσεις, πορτρέτα, ιδέες και αξίες που θα μπορούσαν να επικαλεστούν.[176] Μια εικόνα των προγυμνασμάτων παρέχει και πάλι ο Κοϊντιλιανός - που μάλιστα συνδέει κάποια από αυτά με τη μαθητεία στον γραμματικό (και όχι στον rhetor, τον ρητοροδιδάσκαλο) (Institutio oratoria1.9.3). Βεβαίως, από τα τέλη του 1ου και τις αρχές του 2ου αι. μ.Χ. έχουμε την πολύτιμη μαρτυρία του Αίλιου Θέωνα, που υποστηρίζει πως αυτές οι ασκήσεις είναι σημαντικές για ιστορικούς, φιλοσόφους και ποιητές. Το βιβλίο του για τα προγυμνάσματα ήταν σε ευρεία χρήση μέχρι το τέλος της αρχαιότητας, παρά το γεγονός ότι το είχαν παραγκωνίσει τα αντίστοιχα έργα του Ερμογένη και του Αφθόνιου.[177]
Κιόλας γύρω στα τέλη του 4ου αι. π.Χ., στα χρόνια του Δημήτριου του Φαληρέα, την εποχή δηλαδή που η πολιτική ελευθερία χάνεται με σοβαρές συνέπειες για τη σημασία και την αξία της ρητορικής (Κοϊντιλιανός, Institutio oratoria 2.4.41), εισάγεται στη ρητορική εκπαίδευση η μελέτη:[178]ο όρος σημαίνει κατά βάσιν «άσκηση» και αντιστοιχεί στον λατινικό όρο declamatio.[179] Ωστόσο, ο συγκεκριμένος όρος (declamatio) θα μπορούσε να αποδοθεί στα ελληνικά ως ἀναφώνησις˙[180] κάποτε αποδίδεται με τον όρο φωνασκία[181] ή και τον όρο ἐπίδειξις - αν ο λόγος ακολουθεί το είδος της επιδεικτικής ρητορείας.[182] Η μελέτη (declamatio) αφορά την ανάπτυξη ενός πρακτικού θέματος με τη μορφή καταρχήν δικανικού ή συμβουλευτικού λόγου και είναι άσκηση προφορικής ομιλίας, η οποία όμως θα πρέπει να στηριζόταν, τουλάχιστον κατά περίπτωση και ανάλογα με την ευχέρεια του ομιλητή, σε μια έστω πρόχειρη γραπτή σύνθεση.
Με την declamatio, τη μελέτη, έκλεινε στους ελληνιστικούς χρόνους ο κύκλος των σχολικών ασκήσεων, αν και σε παλαιότερες εποχές φαίνεται πως η ρητορική πραγμάτευση πρακτικών θεμάτων αποτελούσε το πρώτο στάδιο του μαθήματος. Δυστυχώς, τα εγχειρίδια και οι συνθέσεις που διασώθηκαν χρονολογούνται από την αυτοκρατορική περίοδο, με αποτέλεσμα να καταφεύγουμε σε υποθέσεις και εικασίες για το πώς διδασκόταν το συγκεκριμένο θέμα σε παλαιότερη εποχή. Σε κάθε περίπτωση, οι πηγές που διαθέτουμε -οι αγορεύσεις εν είδει αντιλογιών (controversiae, scholasticae controversiae, πλαστοί δικανικοί λόγοι) και οι παραινέσεις (suasoriae, πλαστοί συμβουλευτικοί λόγοι) του Σενέκα του Πρεσβύτερου (55 π.Χ.-40 μ.Χ.), όπως και οι Declamationes που ψευδώς αποδίδονται στον Κοϊντιλιανό- μαρτυρούν με τα παραδείγματα που προσφέρουν ότι πρόκειται για απολύτως φανταστικούς λόγους που απείχαν κατά πολύ από τα δεδομένα της πραγματικότητας.
Η σύνθεσή τους εξυπηρετεί εκπαιδευτικούς στόχους, έχουν όμως επιδεικτικό χαρακτήρα - οι μαθητές τούς αποστηθίζουν και τους απαγγέλλουν ενώπιον ακροατηρίου που αποτελείται από τον δάσκαλο, τους συμμαθητές, κάποτε τους γονείς και τους φίλους.[183] Στα θέματά τους πρωταγωνιστούν τύραννοι, απαγωγείς, πειρατές, απόκληροι νέοι. Ωστόσο, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι γενικά οι δημόσιες αγορεύσεις είχαν θεσπιστεί κιόλας από την εποχή του Αυγούστου από τον Ασίνιο Πολλίωνα (Asinius Pollio)· μάλιστα στα χρόνια που ακολούθησαν επρόκειτο να κυριαρχήσουν στη φιλολογική ζωή της Ρώμης, πράγμα το οποίο άλλωστε ίσχυε και στις ελληνικές πόλεις της Ανατολής. Το ακόλουθο παράδειγμα είναι ενδεικτικό για τον παράδοξο χαρακτήρα των θεμάτων των μελετών: O νόμος ορίζει: μια ιέρεια οφείλει να είναι η ίδια αγνή άσπιλη και να κατάγεται από αγνούς και άσπιλους προγόνους. Μια παρθένα πέφτει στα χέρια πειρατών που την πουλούν σε κάποιον επιχειρηματία. Εκείνος την εκδίδει. Από τους πελάτες της ζητά να σεβαστούν την τιμή της, αλλά να πληρώσουν στον επιχειρηματία την αμοιβή της. Ένας στρατιώτης αρνείται να συμμορφωθεί, προσπαθεί να τη βιάσει και η κοπέλα τον σκοτώνει. Στη συνέχεια παραπέμπεται σε δίκη, αθωώνεται και αποδίδεται στους δικούς της. Κατόπιν όλων αυτών ζητά να γίνει ιέρεια. Η αντιδικία αφορά το συγκεκριμένο αίτημα.[184]
Η ελληνόφωνη ρητορική εκπαίδευση προτιμούσε τους πλαστούς παραινετικούς λόγους. Τα θέματά τους λαμβάνονταν από την περιοχή της ιστορίας και της μυθολογίας. Έτσι οι μαθητές καλούνταν να εξασκηθούν στο είδος του πρεσβευτικού λόγου συνθέτοντας, για παράδειγμα, τους λόγους των απεσταλμένων του Αγαμέμνονα στον Αχιλλέα σύμφωνα με το Λ της Ιλιάδας,ή εξασκούνταν στην πολιτική αγόρευση παίρνοντας τον λόγο π.χ. με το προσωπείο του Σόλωνα, για να ζητήσουν την αναβίωση των νόμων του.
Κιόλας τον 1ο αι. π.Χ. αλλά κυρίως κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους θεσπίζονται διαγωνισμοί επιδεικτικών λόγων (όπως εγκωμίου είτε σε στίχους είτε σε πεζό λόγο) - τα Παναθήναια, τα Ίσθμια, τα Πύθια.[185] Στην Αθήνα μάλιστα διεξάγονται εφηβικοί διαγωνισμοί.
Στους αυτοκρατορικούς χρόνους και μέχρι το τέλος της αρχαιότητας, χρειάζεται κανείς πολυετείς σπουδές, που κάποτε ξεπερνούν την πενταετία, για να διατρέξει από την αρχή ως το τέλος του αυτό το πολυσχιδές σύστημα εκπαίδευσης.
Θα κλείσουμε την ειδική αναφορά στην εκπαίδευση του ρήτορα με μια σύντομη παρουσίαση του θέματος των ελευθερίων τεχνών. Από τον Κικέρωνα και, αργότερα, από τον Σενέκα τον Νεότερο έχουμε τη σχετική πληροφορία - ο Κικέρωνας κάνει λόγο για ελευθέριες διδασκαλίες, ελευθέρια μαθήματα(liberales doctrinae), ενώ ο Σενέκας αναφέρεται στις ελευθέριες σπουδές (liberalia studia, εγκύκλιοι τέχναι είναι κατά τον ίδιο ο αντίστοιχος ελληνικός όρος), που ονομάζονται έτσι, όπως αναφέρει, γιατί ταιριάζουν σε ελεύθερο άνθρωπο και είναι πραγματικά «ελεύθερες», αφού διδάσκουν την αρετή (Εpistulae ad Lucilium 88.2, 88.23). Στο σύνολό τους οι συγκεκριμένες σπουδές συνοψίζουν τις γνώσεις ενός καλλιεργημένου Ρωμαίου. Ωστόσο, ο χαρακτηρισμός liberalis, ελευθέριος δίνει προφανώς έμφαση στην κοινωνική τάξη για την οποία προορίζονται οι συγκεκριμένες τέχνες. Πρόκειται για τη γεωμετρία, τη μουσική, τη γνώση των γραμμάτων και των ποιητών (litterarum cognitio et poetarum - η γραμματική και η ρητορική σχετίζονται σαφέστατα με τη συγκεκριμένη διδασκαλία), τη φυσική, την ηθική και την πολιτική φιλοσοφία (illa, quae de naturis rerum, quae de hominum moribus, quae de rebus publicis dicerentur, «όλα εκείνα που μπορούμε να φέρουμε στο μυαλό μας πως λέγονται για τη φύση των πραγμάτων, για τα ήθη των ανθρώπων, για τα πολιτικά θέματα»). Από την εποχή του Μαρτιανού Καπέλλα (Martianus Capella, 5ος αι. μ.Χ.) έχουμε ένα σύστημα επτά ελευθερίων τεχνών: grammatica, rhetorica, dialectica, arithmetica, geometrica, musica, astronomia. Από τον 9ο αι. οι τρεις πρώτες, οι λεγόμενες «θεωρητικές» ή «επιστήμες του πνεύματος», διακρίνονται και αποτελούν το trivium, ενώ οι υπόλοιπες τέσσερις, οι λεγόμενες «θετικές» ή «φυσικές επιστήμες», το quadrivium.
Βιβλιογραφία:
Inscriptiones Latinae Selectae, edidit Hermannus Dessau. Vol. II. Pars II., Berolini Apud Weidmannos 1906.
Richard Förster - Karl Münscher, "Libanios", στο Paulys Realencyclopädie der classischen Altertumswissenschaft, τ. 12 (24.2), J. B. Metzlersche Verlagsbuchhandlung, Στουτγκάρδη, 1925, 2485-2551.
George A. Kennedy, Ιστορία της κλασικής ρητορικής αρχαίας ελληνικής και ρωμαϊκής. Μτφρ. Ν. Νικολούδης, επίβλ. Ι. Αναστασίου. 5η έκδ., Εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα 2004 (20001ˑ τίτλ. πρωτ.: A New History of Classical Rhetoric, Princeton University Press, Νέα Υερσέη 1994).
Albin Lesky, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας. Μετάφραση Αγ. Γ. Τσοπανάκη, Θεσσαλονίκη, 19836 (ανατ. της έκδ. 19815˙ 19641. Τίτλ. γερμ. πρωτ.: Geschichte der griechischen Literatur, 31971).
Henri Irénée Marrou, Ιστορία της εκπαιδεύσεως κατά την Αρχαιότητα. Πέμπτη έκδοσις αναθεωρηθείσα και επαυξηθείσα. Μτφρ. Θ. Φωτεινοπούλου, Αθήναι 1961 (τίτλ. πρωτ.: Histoire de l'éducation dans l'antiquité, Παρίσι 1948).
Laurent Pernot, Η ρητορική στην αρχαιότητα. Μετάφραση Ξανθίππη Τσελέντη, Επιμέλεια Βάλια Σερέτη, Δαίδαλος, Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 2005 (τίτλ. πρωτ.: La rhétorique dans l'antiquité, Παρίσι 2000).
D.A. Russell, Greek declamation, New York. Cambridge University Press 1983.
Ruth Webb, "The Progymnasmata as Practice", στο Yun Lee Too (επιμ.), Education in Greek and Roman Antiquity, Brill, Λονδίνο / Βοστώνη / Κολωνία 2001, 289-316.
James D. Williams, An Introduction to Classical Rhetoric. Essential Readings, Wiley-Blackwell, Malden/Oxford/Chichester, West Sussex 2009.
172 Βλ. Kennedy 2004, 24-25.
173 Στην εποχή του Κικέρωνα τέτοιου είδους λόγοι είναι γνωστοί ως loci communes (κοινοί τόποι) (Κικέρων, Brutus 12.46-47).
174 Σύμφωνα με τον Κοϊντιλιανό την επίβλεψη της ανάγνωσης των κειμένων από τους μαθητές, όπως και βασικά σχόλια για τη γλώσσα των κειμένων αναλάμβαναν στην περίπτωση της ρητορικής διδασκαλίας από Έλληνες βοηθοί των ρητοροδιδασκάλων (adiutores, Κοϊντιλιανός, Institutio oratoria 2.5.3-4). Η μελέτη των γραπτών κειμένων μπορεί να επαναληφθεί πολλές φορές. Η επαναλαμβανόμενη ανάγνωση βοηθά στην εντύπωση του κειμένου στη μνήμη και, τελικά, οδηγεί στη μίμησιν (imitatio) (Κοϊντιλιανός, Institutio oratoria 10.1.19).
175 Βλ. Inscriptiones Latinae Selectae 7773 (Dessau), Σενέκας, Controversiae 7.1.20.
176 Βλ. Webb 2001, 290.
177 Σχετικά με τις αρχαίες πηγές πληροφοριών μας για τα προγυμνάσματα βλ. Webb 2001, 293.
178 Marrou 1961, 394, Pernot 2005, 100 σημ. 1, Williams 2009, 386.
179 Βλ. Förster - Münscher 1925, 2509, 17. Κατά τον Russell 1983, 10 η μελέτη ως άσκηση αφορά τη σύνθεση δικανικού ή συμβουλευτικού λόγου. Πρόκειται εξάλλου για έναν ολόκληρο λόγο και όχι για κάποιο τμήμα του. Βλ. όμως και Pernot 2005, 237: «Οι επιδεικτικές φωνασκίες, που μιμούνται ένα εγκώμιο ή μια μομφή είναι περιθωριακές και εξαιρετικά σπάνιες».
180 Βλ. Russell 1983, 9.
181 Βλ. Pernot 2005, 204, 215, 237-246.
182 Βλ. Lesky 1983, 1143.
183 Βλ. Κοϊντιλιανό, Institutio oratoria 2.2.9-12, 2.7.1, 10.5.21.
184 Βλ. Σενέκα, Controversiae 1.2.
185 Βλ. Marrou 1961, 287.