Δ2.2.1.ii. Διήγηση
(πρόθεσις, propositio / διήγησις, narratio, expositio)
Στη διήγηση παρουσιάζεται η κρίσιμη για την υπόθεση που εκδικάζεται ή συζητιέται δράση (κατάσταση ή διαδικασία), που μπορεί πράγματι να έχει λάβει χώρα ή μπορεί απλώς να παρουσιάζεται σα να έχει λάβει χώρα (Κοϊντιλιανός, Institutio oratoria 4.2.31). Από αυτή την άποψη το συγκεκριμένο τμήμα αποτελεί ουσιαστικά την πηγή ολόκληρης της υπόλοιπης ομιλίας. Μάλιστα στη διήγηση μπορεί κανείς να αμφισβητήσει κάποια στοιχεία της υπόθεσης, να προσθέσει άλλα, να αλλάξει ορισμένα, ενώ δεν αποκλείεται -ανάλογα με το συμφέρον της πλευράς που εκπροσωπεί ο ομιλητής- κάποια στοιχεία ή πλευρές της υπόθεσης να αποσιωπηθούν.
Πιο συγκεκριμένα, στόχος της διήγησης είναι να ενημερώσει το κοινό για τον πυρήνα της υπόθεσης, να διαφωτίσει, να κατατοπίσει τον ακροατή με τρόπο επωφελή για την πλευρά που εκπροσωπείται, να τον προετοιμάσει για την απόδειξη που ακολουθεί, προκαλώντας του παράλληλα το ενδιαφέρον να παρακολουθήσει την ανάπτυξη του θέματος. Ορισμένα βασικά στοιχεία της απόδειξης διασπείρονται στη διήγηση. Με αυτή τη μέθοδο, που ονομάζεται προκατασκευή (praeparatio), προετοιμάζεται καλύτερα το κοινό για το κατεξοχήν απoδεικτικό μέρος του λόγου.
Ο αρχικός χαρακτηρισμός της διήγησης ήταν πρόθεσις (Αριστοτέλης, Ῥητορική 3.13.1414b8-9). Ωστόσο, ο συγκεκριμένος όρος κατέληξε να σημαίνει απλώς την περιληπτική, συνοπτική και ταυτόχρονα εποπτική παρουσίαση του θέματος (propositio): αν το θέμα παρουσιάζει διάφορες πτυχές, απαριθμούνται εδώ εν συντομία τα μέρη του· οι οπτικές που προσφέρει διαχωρίζονται και γίνεται ξεχωριστή αναφορά σε αυτές, έτσι ώστε ο ακροατής να έχει σαφή εικόνα των ζητημάτων που τίθενται και να μπορεί να παρακολουθήσει την ανάπτυξή τους ή/και την ανάπτυξη των αποδείξεων. Με αυτή τη στενή έννοια η πρόθεσιςμεσολαβεί μεταξύ του προοιμίου και της διήγησης ή μεταξύ της διήγησης και της πίστεως (του αποδεικτικού μέρους του λόγου). Η διάκριση μεταξύ των συγκεκριμένων τμημάτων του λόγου δεν είναι πάντοτε ευκρινής. Έτσι στον λόγο Ὑπὲρ Μαντιθέου του Λυσία η τελευταία περίοδος του προοιμίου (ό.π. 3: πρῶτον δὲ ἀποδείξω ὡς οὐκ ἵππευον [οὔτ᾽ ἐπεδήμουν] ἐπὶ τῶν τριάκοντα, οὐδὲ μετέσχον τῆς τότε πολιτείας, «καταρχάς θα αποδείξω ότι δεν ανήκα στους ιππείς κατά την περίοδο των Τριάκοντα κι ούτε είχα κάποια ανάμειξη στο πολίτευμα εκείνης της περιόδου») λειτουργεί ως πρόθεση, αφού ο Μαντίθεος παρουσιάζει εδώ τα βασικά θέματα της απόδειξης του λόγου του. Η μετάβαση από τη διήγηση στην πίστιν μπορεί να γίνει και μέσω μιας παρέκβασης, μιας αφηγηματικής εξόδου από το βασικό θέμα με στόχο κυρίως τη διέγερση των παθών. Με την παρέκβαση αποφεύγεται εξάλλου μια μακρά διήγηση, που θα μπορούσε να προκαλέσει την κόπωση και τον κορεσμό και, κατά συνέπεια, την απώλεια του ενδιαφέροντος των ακροατών.
Η αποτελεσματική, δηλαδή ενδιαφέρουσα και πειστική, διήγηση διακρίνεται από συγκεκριμένα θετικά χαρακτηριστικά (ἀρεταί τῆς διηγήσεως, virtutes narrationis): θα πρέπει να είναι σύντομη (brevis / brevitas), σαφής (aperta, dilucida / perspicuitas) και αληθοφανής (credibilis, veri similis). Επιπλέον να είναι, όπου αυτό ενδείκνυται, μεγαλοπρεπής (magnifica / magnificentia), να προκαλεί την αίσθηση του ωραίου, ώστε να γοητεύει τον ακροατή (Κοϊντιλιανός, Institutio oratoria 4.2.31, 36, 40, 52, 61-62).
Πώς και από πού ξεκινά η διήγηση; Αρχίζουμε με την προϊστορία της ιστορίας που αποτελεί τον πυρήνα της υπόθεσης; Συχνά κάποια στοιχεία αυτής της προϊστορίας καθίστανται σαφή καθώς προχωρεί η διήγηση. Από αυτήν την άποψη η λεπτομερής αναφορά σε ό,τι έχει προηγηθεί δεν είναι πάντοτε σκόπιμη. Άλλωστε η έναρξη του συγκεκριμένου τμήματος του λόγου μπορεί να εξαρτηθεί ακόμη και από τον τρόπο με τον οποίο έχει παρουσιάσει την ιστορία ο αντίπαλος. Δεν υπάρχει λόγος να επαναληφθεί κάτι, αν έχει ήδη ειπωθεί από εκείνον, εκτός βεβαίως κι αν είναι απαραίτητη η ανασκευή του.