Β3.2. Διδακτικά εγχειρίδια της αρχαίας ρητορικής
Σε προηγούμενα λήμματα έγινε αναφορά στα πλέον σημαντικά εγχειρίδια διδασκαλίας της αρχαίας ρητορικής που μας έχουν σωθεί από την αρχαιότητα: στο έργο του Αριστοτέλη, του Κικέρωνα, του Κοϊντιλιανού. Στο προκείμενο λήμμα οι γνώσεις αυτές θα συμπληρωθούν με την παρουσίαση κάποιων ακόμη αξιομνημόνευτων σταθμών στην ιστορία της ανάπτυξης του συστήματος της αρχαίας ρητορικής και της διδασκαλίας της.
Για την ονομασία των διδακτικών ρητορικών εγχειριδίων χρησιμοποιείται ο γενικός όρος τέχνη (ρητορική/λόγων)/τεχνογραφία/τεχνολογία, που όμως, για μεγάλο διάστημα, δεν σημαίνει αποκλειστικά το διδακτικό εγχειρίδιο αλλά και το ίδιο το κείμενο με το οποίο οι σοφιστές, οι δάσκαλοι της ρητορικής, επιδίωκαν να προκαλέσουν το ενδιαφέρον του κοινού και να προσελκύσουν μαθητές.[161] Τα πρώτα συγγράμματα ρητορικής, οι πρώτες τέχναι, συνδέονται με τα ονόματα των Σικελών εισηγητών της ρητορικής, του Κόρακα και του Τ(ε)ισία - τα συγκεκριμένα έργα δεν έχουν διασωθεί. Τέχναι, που επίσης δεν σώζονται, αποδίδονται από την παράδοση και στον Γοργία, στον Θρασύμαχο, στον Αντιφώντα τον Ραμνούσιο και στον Ισοκράτη.[162] Γενικά, τα συγγράμματα θεωρίας της τέχνης που έχουμε από την αρχαιότητα είναι ελάχιστα σε σχέση με την παραγωγή που υποθέτουμε βάσιμα ότι υπήρξε. Φαίνεται όμως πως η (Τέχνη) Ῥητορική του Αριστοτέλη έδωσε νέα σημασία στον συγκεκριμένο όρο, που σήμαινε πια την πραγματεία συστηματικού χαρακτήρα.[163] Είναι χαρακτηριστική η μαρτυρία του Κικέρωνα (De inventione 2.2.6-7) ότι ο Αριστοτέλης παρουσίασε σε άλλο δικό του έργο -ο Διογένης ο Λαέρτιος κάνει λόγο για την Ἐπιτομὴν τῶν ῥητόρων (2.104)-[164] με αριστοτεχνικό τρόπο, ευσύνοπτα και με επιμέλεια τα τεχνικά εγχειρίδια που είχαν προηγηθεί από τη δική του Ῥητορική, ώστε οι μεταγενέστεροι να ανατρέχουν σε αυτή τη σύνοψη, όχι μόνο για να γνωρίσουν τις αριστοτελικές θέσεις αλλά και τις θέσεις όσων προηγήθηκαν από τον Αριστοτέλη.
Εξάλλου στους Σοφιστικοὺς ἐλέγχους του (183b29-33) ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι μετά τον Τ(ε)ισία προήγαγαν και ανέπτυξαν την τέχνη και άλλοι δάσκαλοί της, όπως ο Θρασύμαχος και αργότερα ο Θεόδωρος. Όσοι ασχολήθηκαν με τους εριστικούς λόγους διδάσκοντάς τους αντί τιμήματος ακολουθούσαν τη μέθοδο του Γοργία και όσα εκείνος όριζε στο δικό του εγχειρίδιο. Χαρακτηριστικό της διδασκαλίας των συγκεκριμένων δασκάλων κατά τον Αριστοτέλη ήταν ότι ήταν ταχεία και ταυτόχρονα ἄτεχνος, αφού οι υποτιθέμενοι δάσκαλοί της δεν δίδασκαν την τέχνη, αλλά τα προϊόντα της.
Στο πλαίσιο όμως της ρητορικής διδασκαλίας θα πρέπει να ενταχθούν και πραγματείες κριτικής του ύφους, αφού μέρος αυτής της διδασκαλίας αποτελούσε η προσεκτική μελέτη και ανάλυση του ύφους αρχαιότερων κειμένων (ποιητικών και πεζών), η φιλολογική τους, θα λέγαμε, πραγμάτευση με βάση κατηγορίες της γραμματικής. Τέτοια έργα είναι το Περὶ ἑρμηνείας, που αποδίδεται στον Δημήτριο τον Φαληρέα, τα κείμενα του Διονυσίου του Αλικαρνασσέα, το Περὶ ὕψους του Ψευδο-Λογγίνου.
Το παλαιότερο σωζόμενο διδακτικό εγχειρίδιο ρητορικής από την αρχαιότητα ανάγεται στο τέλος της περιόδου της σοφιστικής κίνησης και τοποθετείται γύρω στα 340 π.Χ. Το συνοδεύει μια ψευδεπίγραφη επιστολή που υποτίθεται πως απευθύνει ο Αριστοτέλης στον Αλέξανδρο. Υπό την προστασία του μεγάλου ονόματος το σύγγραμμα διασώθηκε μαζί με τη γνήσια Ῥητορικὴ του Αριστοτέλη ως η Ῥητορικὴ πρòς Ἀλέξανδρον (Rhetorica ad Alexandrum). O ρωμαίος ρητοροδιδάσκαλος Κοϊντιλιανός κάνει λόγο για ένα εγχειρίδιο του Αναξιμένη από τη Λάμψακο στο οποίο διακρίνονταν επτά είδη λόγου. Πρόκειται για τα είδη που γνωρίζει και η Ῥητορικὴ πρòς Ἀλέξανδρον. Το έργο θα μπορούσε λοιπόν να είναι του Αναξιμένη, ενός νεότερου σύγχρονου του Ισοκράτη.[165] Δεν έχουμε πληροφορίες για τον βίο του. Είχε πιθανότατα κάποια σχέση με τον μακεδονικό βασιλικό οίκο και αφιέρωσε από ένα ιστορικό σύγγραμμα στον Φίλιππο Β΄ και στον Αλέξανδρο Γ΄.
Στο πρώτο τμήμα του έργου (κεφ. 1-5) παρουσιάζονται τα επτά είδη λόγου. Δίπλα στα συνήθη έξι (τον προτρεπτικό και τον αποτρεπτικό παραινετικό λόγο, το εγκώμιο και τον ψόγο, τον καταγγελτικό λόγο [κατηγορικός] και τον υπερασπιστικό [ἀπολογικός]) εμφανίζεται ως έβδομος ο εξεταστικός λόγος, που έχει ως αντικείμενο την ανάδειξη των αντιφάσεων και των αναντιστοιχιών που διακρίνουν τον λόγο ή το πρόσωπο που εξετάζεται (αν, για παράδειγμα, κάποιος υποστηρίζει τώρα ό,τι είχε απορρίψει στο παρελθόν ή επιλέγει κάτι αντίθετο προς ό,τι είχε επιλέξει στο παρελθόν). Το δεύτερο τμήμα πραγματεύεται τις αποδείξεις (κεφ. 6-28) (γίνεται λόγος, για παράδειγμα, για το εἰκός, τα τεκμήρια, τα ἐνθυμήματα) όπως και το ύφος. Το τρίτο τμήμα έχει ως θέμα τα μέρη του λόγου (κεφ. 29-38), όπως και τα επιχειρήματα που είναι κατάλληλα για το καθένα από αυτά.[166] Το γεγονός ότι στο συγκεκριμένο έργο δεν γίνεται αναφορά στη θεωρία των στάσεων του Ερμαγόρα, αποτελεί τεκμήριο για την τοποθέτησή του σε προγενέστερη περίοδο.[167]
Το συγκεκριμένο εγχειρίδιο δίνει μια εικόνα για το ποιόν των ανθρώπων εναντίον των οποίων στράφηκε με οξύτητα τόσο ο Ισοκράτης όσο και ο Πλάτωνας. Η διδασκαλία του Αναξιμένη είναι αυστηρά σχετικιστική και μαρτυρεί τον καθαρό οπορτουνισμό του. Πρόκειται για έναν «τυφλοσούρτη», όπου καταγράφεται ένα πλήθος περιπτώσεων που έχει να τιθασεύσει ένας ρήτορας και προσπαθεί να προσφέρει για καθεμία από αυτές ένα πλήθος επιχειρημάτων, που όμως δεν διακρίνονται ούτε αξιολογούνται. Αυτό που προέχει είναι η επίτευξη του στόχου που έχει θέσει ο ομιλητής. Από την άποψη αυτή η διδασκαλία του Αναξιμένη δίνει την εντύπωση ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να κάνει ό,τι μπορεί, για να πείσει, αρκεί να μη χρησιμοποιήσει βία και βεβαίως να διαθέτει ταλέντο.[168]
Για μια ιδιαίτερα μακρά περίοδο -από την εποχή του Αριστοτέλη μέχρι τους χρόνους που ξεκινά η εμφάνιση των λατινικών πηγών (λίγο μετά το 90 π.Χ.)- δεν έχουμε άμεση παράδοση ρητορικών συγγραμμάτωνˑ εξαίρεση αποτελεί το σύγγραμμα Περὶ ἑρμηνείας, του οποίου βεβαίως η χρονολόγηση ερίζεται, όπως άλλωστε και η πατρότητα.[169]
Το αρχαιότερο λατινόγλωσσο εγχειρίδιο ρητορικής που μας έχει παραδοθεί ολόκληρο από την περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας, είναι η Rhetorica ad Herennium (Ῥητορικὴ πρòς Ἑρέννιον), που εκτείνεται σε τέσσερα βιβλία. Παλαιότερα το έργο αποδιδόταν στον Κικέρωνα. Τοποθετείται στις αρχές του 1ου αι. π.Χ., πιθανόν γύρω στο 80. Ίσως μάλιστα είναι έργο μαθητή της πρώτης και βραχύβιας ρωμαϊκής ρητορικής σχολής, της σχολής του Πλώτιου. Πραγματεύεται ολόκληρη τη ρητορική θεωρία δίνοντάς της την εξωτερική μορφή που έχει από την εποχή της αριστοτελικής Ῥητορικῆς. Το έργο αντλεί από προγενέστερες ελληνικές πηγές, αν και υπάρχουν εμφανή σημεία απόκλισής του από την ελληνική παράδοση: ο συγγραφέας αντιδρά στην υπέρμετρη συσσώρευση κανόνων (1.1), δίπλα στα παραδοσιακά μυθολογικά θέματα (που χαρακτηρίζουν το ελληνικό μάθημα, 1.17, 1.25 - και στα δύο χωρία η σύνθεση λόγου αφορά πτυχές του μύθου του Ορέστη) καταγράφονται θέματα από τον ρωμαϊκό βίο, όπως το θέμα της δολοφονίας του Π. Σουλπικίου, όπου ο κατηγορούμενος ομολογεί ότι διέπραξε τον φόνο, ισχυρίζεται όμως ότι το έκανε με εντολή των υπάτων, που μάλιστα του υπέδειξαν και τον τρόπο της δολοφονίας (1.25). Εδώ καταγράφεται εξάλλου η διάκριση τριών ειδών ύφους (χαρακτῆρες τοῦ λόγου, τῆς λέξεως): μεγαλοπρεπές ή βαρύ είδος (genus grave), μέσον είδος (genus mediocre), ἰσχνόν είδος (genus adtenuatum) (4.16).[170]
Στους πιο σημαντικούς ρητοροδιδάσκαλους της αυτοκρατορικής περιόδου ανήκει ο Ερμογένης από την Ταρσό της Κιλικίας (περ. 160 - περ. 240), για τον οποίο έχουμε ελάχιστες πληροφορίες. Μετά από μια λαμπρή αλλά σύντομη καριέρα ως ρήτορας, αφοσιώθηκε στη συγγραφή τεχνικών συγγραμμάτων. Ανάμεσά τους υπάρχουν μη γνήσια έργα, γνήσια όμως θεωρούνται το Περὶ στάσεων -βρίσκεται κάτω από την επιρροή του Ερμαγόρα- και το Περὶ ἰδεῶν, που αναφέρεται σε θέματα ύφους. Η πατρότητα των Προγυμνασμάτων, του Περὶ εὑρέσεως και του Περὶ μεθόδου δεινότητος έχει αμφισβητηθεί. Η βασική καινοτομία του έγκειται στην αντιμετώπιση της ρητορικής ως επιστήμης που φθάνει στην απόλυτη αφαίρεση. Χαρακτηριστική είναι η εισήγηση επτά αφηρημένων υφολογικών δυνατοτήτων, που χαρακτηρίζονται από τον Ερμογένη ως ἰδέαι: σαφήνεια, κάλλος, μέγεθος, γοργότης, ἦθος, ἀλήθεια και δεινότης. Η τελευταία μορφή ύφους χαρακτηρίζεται ως τέλεια, γιατί προκύπτει από τον συνδυασμό των υπολοίπων.[171] Τα έργα του Ερμογένη γνώρισαν μεγάλη απήχηση κυρίως από τον 5ο αι. και εξής. Οι βυζαντινοί συνέταξαν γι' αυτά προλεγόμενα, σχόλια και υπομνήματα.
Στο έργο του De doctrina christiana (Περί της χριστιανικής παιδείας) ο Αυγουστίνος, Πατέρας της Καθολικής Εκκλησίας, θέτει την αρχαία ρητορική στην υπηρεσία της ερμηνείας και της διδασκαλίας της Αγίας Γραφής: η ρητορική αποκαλύπτει και μεταφέρει τον αληθή λόγο του Θεού. Σε αυτή την περίπτωση η αρχαία τέχνη προσφέρει τη θεωρία όχι πια για τη σύνθεση λόγου, αλλά αποκλειστικά για την ερμηνεία ενός (ιερού) κειμένου.
Βιβλιογραφία:
Thomas Cole, The Origins of Rhetoric in Ancient Greece, Baltimore 1991.
Manfred Fuhrmann, Die antike Rhetorik. Eine Einführung, Artemis & Winkler Verlag, Ζυρίχη 19954 (1η έκδ. Μόναχο, 1984).
Franco Montanari, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας. Από τον 8ο αι. π.Χ. έως τον 6ο αι. μ.Χ. με τη συνεργασία του Fausto Montana, επιμ. Δ. Ιακώβ, Α. Ρεγκάκος. Μτφρ. Σ. Κουτράκης, Δ. Κουκουζίκα, Κ. Σιββά, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2008 (τίτλ. πρωτ.: Storia della letteratura greca, Ρώμη, Μπάρι 1998).
Laurent Pernot. Η ρητορική στην αρχαιότητα. Μετάφραση Ξανθίππη Τσελέντη, Επιμέλεια Βάλια Σερέτη, Δαίδαλος, Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 2005 (τίτλ. πρωτ.: La rhétorique dans l'antiquité, Παρίσι 2000).
Ludwig Radermacher, Artium Scriptores (Reste der voraristotelischen Rhetorik), Βιέννη 1951 (Österreichische Akademie der Wissenschaften. Philosophisch-historische Klasse, Sitzungsberichte, 227. Bd., 3. Abhandlung).
Franz Susemihl, Geschichte der griechischen Litteratur in der Alexandrinerzeit II, Hildesheim 1965 (1η έκδ., Λειψία 1892).
James D. Williams. An Introduction to Classical Rhetoric. Essential Readings, Wiley-Blackwell, Malden/Oxford/Chichester, West Sussex 2009.
161 Βλ. Williams 2009, 385 με παραπομπή στονCole 1991, 81.
162 Βλ. Radermacher 1951, A V 16.
163 Williams 2009, 385 - με παραπομπές στην παλαιότερη σχετική βιβλιογραφία.
164 Το έργο είναι γνωστό και με τον τίτλο Συναγωγὴ τεχνῶν.
165 Βλ. Fuhrmann 1995, 28.
166 Βλ. Fuhrmann 1995, 28-29.
167 Βλ. Susemihl (1892) 1965, 453-455.
168 Βλ. Fuhrmann 1995, 29.
169 Βλ. εδώ κεφ. Β1.3.3. Δημητρίου (;) «Περὶ ἑρμηνείας».
170 Βλ. Pernot 2005, 103.
171 Βλ. Montanari 2008, 943.