Ε2.6. Ρητορικοί τρόποι
Μιλάμε για ρητορικούς (ή ποιητικούς) τρόπους,[241] για να τους διακρίνουμε από τους γραμματικούς, που αφορούν τροπές στη μορφή των λέξεων. Στην περίπτωση χρήσης ενός ρητορικού τρόπου (< αρχ. ελλ. ρ. τρέπω: στρέφω, γυρίζω, μεταβάλλω), στη θέση μιας λέξης που θα χρησιμοποιούνταν με την κυριολεκτική της σημασία, εμφανίζεται μια άλλη (αλλάζουν, τροποποιούνται, (μετα)τρέπονται οι λέξεις· immutatio/-iones verborum, βλ. Κικέρωνα, Brutus 17.69, Partitiones oratoriae 6.19). Ο ρητορικός τρόπος είναι από αυτή την άποψη μια μορφή ακυριολεξίας (improprietas).[242] Άλλωστε και η σημασία της λέξης που λειτουργεί ως υποκατάστατο υφίσταται, προκειμένου να ενταχθεί στα νέα συμφραζόμενά της, μια μικρή και ελαφριά τροποποίηση, που όμως θα πρέπει να είναι κατανοητή και πειστική (Κοϊντιλιανός, Institutio οratoria 8.6.1, 9.1.4). Στόχος των ρητορικών τρόπων είναι γενικά ο στολισμός του λόγου, που προκαλεί το ενδιαφέρον του ακροατή και τον συγκινεί.
Εκτός από την τροπική χρήση μιας λέξης μπορεί να έχουμε και χρήση ενός συνόλου λέξεων που συνθέτουν κατά βάσιν όλες μαζί μια εικόνα και έχουν -ως σύνολο- τροπική σημασία. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η κυριολεκτική σημασία των λέξεων συνιστά το πρώτο (παιγνιώδες) σημασιολογικό επίπεδο. Ωστόσο, αυτή η πρώτη σημασία δεν θα πρέπει να εκληφθεί ως γνήσια και αληθής, αφού στην εικόνα που οι λέξεις σημαίνουν συνολικά θα πρέπει τελικά να δώσει κάποιος διαφορετική από την κυριολεκτική, με άλλα λόγια, συμβολική σημασία. Αυτό το δεύτερο σημασιολογικό επίπεδο συνιστά τη γνήσια σημασία της εικόνας, το σοβαρό μήνυμά της. Θα χαρακτηρίζαμε τους συγκεκριμένους τρόπους ως τρόπους διανοίας (κατά τα σχήματα διανοίας): εδώ η δύναμη και η αποτελεσματικότητα του τρόπου έγκειται στη διάνοια που διατρέχει και καθορίζει τη συνολική εικόνα.[243] Ως τέτοιοι τρόποι διανοίας μπορούν να λειτουργήσουν η αλληγορία και κατά περίπτωση η ειρωνεία, η έμφαση, η συνεκδοχή, η υπερβολή.
Η χρήση του τρόπου επιβάλλεται, όταν δεν υπάρχει άλλη «κατάλληλη» λέξη, για να δηλώσει το πρόσωπο, το πράγμα ή την έννοια για την οποία γίνεται λόγος, και δικαιολογείται, όταν επιδιώκεται ο ρητορικός καλλωπισμός.[244] Αυτή η αντικατάσταση εκτιμάται και αξιολογείται με βάση το κριτήριο του πρέποντος, της σαφήνειας, όπως και τα κριτήρια της γλωσσικής καθαρότητας και ορθότητας.[245] Άλλωστε η εν ευρεία εννοία «μεταφορική» χρήση των λέξεων (η χρήση των λέξεων με τροπική σημασία) δεν είναι τυχαία, αλλά κινείται μέσα σε συγκεκριμένα πλαίσια. Κατονομάζεται, για παράδειγμα, το γένος αντί του είδους ή αντίθετα το είδος αντί του γένους (πρόκειται εδώ συγκεκριμένα για τον ρητορικό τρόπο της συνεκδοχής): «Ο Οδυσσέας έκανε χιλιάδες άθλους» - ο όρος «χιλιάδες» χρησιμοποιείται εδώ καθ' ὑπερβολήνκαι συνεκδοχικά, ως είδος του «πολύς», αντί λοιπόν της φράσης «έκανε πολλούς άθλους», ακριβώς για να προβάλει με επίταση το πλήθος των άθλων του ήρωα.
Μολονότι ο Αριστοτέλης δεν κάνει λόγο για τρόπουςούτε χρησιμοποιεί έναν συγκεκριμένο όρο γι' αυτούς, όσα αναφέρει για τη μεταφορά(Ποιητικὴ 21.1457b6-9) -ότι πρόκειται για τη μετακίνηση μιας λέξης από το κανονικό της σημασιολογικό περιβάλλον σε ένα άλλο και τη χρήση της για πράγματα διαφορετικά από αυτά που η ίδια αυτή λέξη δηλώνει κατά κυριολεξία, χρήση που θα πρέπει να διακρίνεται από προσοχή και σαφήνεια- βρίσκουν γενικά εφαρμογή σε κάθε κατηγορία τρόπου. Έτσι η λέξη μπορεί να σημαίνει κατά κυριολεξία το είδος αλλά με την τροπική της σημασία να δηλώνει το γένος (όπως στο προηγούμενο παράδειγμα: «έκανε χίλια καλά» αντί του «έκανε πάρα πολλά καλά») ή, αντίστροφα, να σημαίνει με την αρχική της σημασία το γένος αλλά η τροπική της να αναφέρεται στο είδος («το πλοίο στάθηκε στην είσοδο του λιμανιού» αντί «το πλοίο αγκυροβόλησε …»), ή να σημαίνει τόσο με τη βασική όσο και με την τροπική της σημασία το είδος («τα στάχυα λικνίζονταν στην πνοή του ανέμου») ή, τέλος, να χρησιμοποιείται «κατά το ανάλογον». Σε αυτή την τελευταία περίπτωση, αν η σχέση του α προς το β είναι ανάλογη της σχέσης του γ προς το δ, τότε μπορεί το γ να αντικαταστήσει το α ή το αντίστροφο: «τα τείχη υψώνονταν φρουροί γύρω από την πόλη» (όπως στέκονται οι φρουροί γύρω από εκείνον που φυλάσσουν).
Ο πρώτος που μας δίνει μια λεπτομερή κατηγοριοποίηση των τρόπων είναι ο γραμματικός του δεύτερου μισού του 1ου αι. π.Χ. Τρύφων στο έργο του Περὶ τρόπων. Καταγράφει δεκατέσσερις τρόπους, τους οποίους ονομάζει και ποιητικούς, γιατί οι γραμματικοί αναφέρονται σε αυτούς, όταν ερμηνεύουν το ύφος των ποιητών (Περὶ τρόπων, Spengel III, σελ. 191, στ. 18-22). Οκτώ από τους τρόπους του Τρύφωνος συμπίπτουν με τον κατάλογο του συγγραφέα του έργου Rhetorica ad Herennium (μεταφορά, κατάχρησις, ἀλληγορία, μετωνυμία, συνεκδοχή, ὀνοματοποιία, περίφρασις, ὑπερβατόν). Οι υπόλοιποι έξι είναι οι εξής: αἴνιγμα, μετάληψις, ἀναστροφή, πλεονασμός, ἔλλειψις, παραπλήρωμα. Σε αυτούς τους δεκατέσσερις τρόπους ο Τρύφων προσθέτει εικοσιεπτά φραστικούς τρόπους, τους οποίους συζητά εκτενώς. Εδώ εντάσσει και την αντονομασία και την υπερβολή, στις οποίες αναφέρεται και ο συγγραφέας της Ρητορικής προς Ερέννιον. Βεβαίως ο Κοϊντιλιανός (Institutio oratoria 8.6.1) επισημαίνει με σαφήνεια ότι μεταξύ των γραμματικών και των φιλοσόφων επικρατεί συνεχής διαμάχη για τα είδη, τις μορφές και τον αριθμό των ρητορικών τρόπων.
Ακολουθεί μια σύντομη και επιλεκτική παρουσίαση ορισμένων βασικών ρητορικών τρόπων:
α. Μεταφορά (translatio)
β. Μετωνυμία (denominatio)
γ. Συνεκδοχή (comprehensio, intellectio)
δ. Αντονομασία (pronominatio)
ε. Περίφραση (circumitio)
στ. Λιτότης (litotes, exadversio)
ζ. Ευφημισμός
η. Έμφασις (emphasis)
θ. Υπερβολή (superlatio)
ι. Ειρωνεία (ironia, simulatio/dissimulatio, irrisio, illusio)
***
α. Μεταφορά (translatio)
Πρόκειται για έναν από τους συνηθέστερους και βασικότερους ρητορικούς τρόπους. Είναι μια εξαιρετικά σύντομη και συνοπτική ως προς τη διατύπωσή της σύγκριση-παραβολή, που έχει ως στόχο να προσδώσει σαφήνεια και κόσμον (στολισμό) στον λόγο, ενώ αποκαλύπτει ανάλογα με την ποιότητα, την ευστοχία και την πρωτοτυπία της την ευστροφία του ομιλητή.
Στην περίπτωση της ανεπτυγμένης (με τη χρήση των κατάλληλων παραβολικών φράσεων) σύγκρισης, της παρομοίωσης, το πρόσωπο ή το πράγμα που πρέπει να παρουσιαστεί με ενάργεια και σαφήνεια παραβάλλεται με ένα άλλο συγκρίσιμο προς αυτό, ενώ στην περίπτωση της μεταφοράς, το όνομα του προσώπου ή του πράγματος που πρέπει να δηλωθεί με ακρίβεια (και γι' αυτό συγκρίνεται) αντικαθίσταται από το όνομα αυτού με το οποίο γίνεται η σύγκριση. Έτσι στη φράση λέων ἐπόρουσεν η λέξη λέων συνιστά μεταφορά, ενώ με τη φράση ὡς δὲ λέων ἐπόρουσεν (για τον Αχιλλέα, Ομήρου Ἰλιάς Υ 164) έχουμε παρομοίωση.[246]
Η συσσώρευση μεταφορών (λέξεων με μεταφορική σημασία) για τη σύνθεση μιας ενιαίας και συμβολικής εικόνας ενός προσώπου ή ενός πράγματος, μιας έννοιας ή μιας κατάστασης αποτελεί αλληγορία (permutatio). Στην προκειμένη περίπτωση ο τρόπος δεν έγκειται στη χρήση μιας μόνο λέξης αλλά ενός συνόλου λέξεων (τρόπος διανοίας).
Όταν ο χώρος προέλευσης της μεταφοράς είναι ό,τι κάνει/παθαίνει/βιώνει ο άνθρωπος, αλλά το πλαίσιο χρήσης της δεν εμπίπτει στη συγκεκριμένη περιοχή, κάνουμε λόγο για προσωποποιία (ή προσωποποίηση). Συνήθως σε αυτή την περίπτωση παρουσιάζεται (συνήθως να μιλά ή να δρα) με ανθρώπινα χαρακτηριστικά μια αφηρημένη έννοια. Και σε αυτήν την περίπτωση, όταν έχουμε εκτεταμένη χρήση μεταφορών, μπορούμε να μιλήσουμε για τρόπο διανοίας.
Παράδειγμα προσωποποιίας και ταυτόχρονα αλληγορίας προσφέρουν οι στίχοι 3-7 από τον Ἀπόλογον του Σόλωνα (απ. 36 West): Μάρτυρας αψευδής στο δικαστήριο του Χρόνου / η μεγάλη μητέρα των Ολυμπίων θεών, / η σκοτεινή Γη· από πάνω της εγώ / σήκωσα κάποτε τα σημάδια των συνόρων, / που είχανε καρφωθεί παντού / - τότε ήταν δούλη, τώρα ελεύθερη. (μτφρ. Θ. Κ. Στεφανόπουλου) Γη και Χρόνος συμμετέχουν στη δίκη του ποιητή - η έννοια της Ιστορίας που καταγράφει τη δράση και το έργο όλων αποδίδεται αλληγορικά ως δικαστήριο όπου κριτής είναι ο χρόνος. Η Γη, που δεν είναι πια δούλη, αλλά έχει απελευθερωθεί, καταθέτει ως μάρτυρας σε αυτό το δικαστήριο ότι ο ποιητής επιτέλεσε με επιτυχία το έργο του, δηλαδή την άρση των χρεών (σεισάχθεια, «απόσειση βαρών»). Μέσα από αυτήν την παιγνιώδη σημασία της εικόνας διαφαίνεται το γνήσιο νόημά της: ο Σόλωνας απάλλαξε την αθηναϊκή γη και τους πολίτες της από τις καταστροφικές δεσμεύσεις περιουσίας που επέβαλλαν οι επαχθείς όροι δανεισμού· άφησε έτσι ανεξίτηλο το ιστορικό του στίγμα.
Μια μορφή αλληγορίας είναι το αίνιγμα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η σχέση των κατά κυριολεξία σημαινομένων (του παιγνιώδους νοήματος της αλληγορίας) με το γνήσιο νόημα της εικόνας δεν είναι αμέσως ή εύκολα αντιληπτή.
Στην ευρύτερη κατηγορία της μεταφοράς ανήκει η μεταφορική κατάχρησις: πρόκειται για την αναγκαστική μεταφορά· εδώ χρησιμοποιείται ένας όρος σε ξένα κατά την κυριολεκτική του σημασία συμφραζόμενα, προκειμένου να κατονομαστεί μια έννοια που δεν μπορεί να κατονομαστεί με άλλο τρόπο. Μιλάμε, για παράδειγμα, για τη «μύτη» του μολυβιού, το «κεφάλι» της καρφίτσας, τον «κυματισμό» της σημαίας, το «χείλος» του ποτηριού, τον «τράχηλο» του βουνού κ.λπ.
Άμεση λογική συνέπεια αυτού του ορισμού είναι να θεωρήσουμε την κατάχρηση ως μια ευρέως διαδεδομένη μεταφορά, που όταν πια χρησιμοποιείται, δεν εντυπωσιάζει, όπως θα περίμενε κανείς από ένα στοιχείο στολισμού του λόγου. Υπ' αυτή την έννοια, ως παραδείγματα κατάχρησης θα μπορούσαν να θεωρηθούν οι διάφορες χρήσεις του επιθέτου μέγας και των παραθετικών του (μέγιστος) όπως και του ουσιαστικού μέγεθος, για να υπογραμμίσουν τη βαρύνουσα σημασία του θέματος που συζητείται και που βεβαίως δεν διακρίνεται από κατά κυριολεξία μετρήσιμο, φυσικό μέγεθος, για παράδειγμα στο προοίμιο του Περὶ εἰρήνης 1-2 του Ισοκράτη: ταῦτα μέγιστα φάσκειν εἶναι («(συνηθίζουν να) λένε ότι αυτά τα θέματα για τα οποίο πρόκειται να σας μιλήσουν) είναι πάρα πολύ μεγάλα»), Τὸ μὲν οὖν μέγεθος ὑπὲρ ὧν συνεληλύθαμεν τηλικοῦτόν ἐστι («Τόσο μεγάλο είναι λοιπόν το μέγεθος των πραγμάτων για τα οποία έχουμε συγκεντρωθεί»). Με τον ίδιο τρόπο χρησιμοποιούνται στο ίδιο χωρίο οι όροι δύναμις (μεγίστην ἔχει δύναμιν) («έχουν (ενν. τα θέματα) την πιο μεγάλη δύναμη», δηλ. τη μεγαλύτερη σημασία) και ὀρθῶς (τοὺς ὀρθῶς βουλευομένους) («αυτούς που σκέφτονται και κρίνουν ορθά»).
β. Μετωνυμία (denominatio)
Στην περίπτωση της μετωνυμίας μια έννοια αντικαθιστά μια άλλη συγγενή της ως προς τη σημασία. Εδώ δεν τίθεται θέμα σύγκρισης μεταξύ εννοιών, όπως στη μεταφορά, ακριβώς γιατί η νοηματική συγγένεια είναι προφανής. Ο σκοπός αυτής της αντικατάστασης είναι η ποικιλία στο λεξιλόγιο ή η πρόκληση συνειρμών.[247]
Η αντικατάσταση μιας έννοιας από άλλη συγγενή της ακολουθεί κατά βάσιν τους εξής τύπους:
Αναφέρεται:
- το πρόσωπο αντί του πράγματος ή, αντίστροφα, το πράγμα αντί του προσώπου (π.χ. «Διαβάζω Όμηρο», Λυσία Ὑπὲρ Μαντιθέου 5: συγκαταλύσαντας τὸν δῆμον … («αυτούς που κατέλυσαν μαζί τους τη δημοκρατία»)
- ο τόπος ή ο χρόνος αντί για το πρόσωπο ή το πράγμα που εδρεύει/εμπεριέχεται σε αυτόν ή εμπίπτει στη διάρκειά του, π.χ. «αποφάσισε η Βουλή», «ευτυχισμένα χρόνια», «ήπιε μονορούφι το ποτήρι», Λυσία Ὑπὲρ Μαντιθέου 1: Εἰ μὴ συνῄδειν, ὦ βουλή, … («Αν δεν ήμουν βέβαιος, κύριοι βουλευτές, …»), Ισοκράτη Περὶ εἰρήνης 136: οὐ μόνον εὐδαίμονα ποιήσετε ταύτην τὴν πόλιν, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἄλλους Ἕλληνας ἅπαντας. («… θα κάνετε ευτυχισμένη όχι μόνο αυτή την πόλη, αλλά και όλους τους άλλους Έλληνες»)
- το επίθετο που αποδίδει μια ιδιότητα δίπλα στο ουσιαστικό που δηλώνει την αιτία που προκαλεί τη συγκεκριμένη ιδιότητα (π.χ. λευκά γηρατειά, χλωμός θάνατος)
- το αφηρημένο αντί του συγκεκριμένου, για παράδειγμα, στον λόγο Περὶ εἰρήνης 26 ο Ισοκράτης μιλά για τις αφηρημένες έννοιες της ησυχίας, της πολυπραγμοσύνης, της δικαιοσύνης, της αδικίας, της επιμελείας των ιδίων, της επιθυμίας των αλλοτρίων αντί να αναφερθεί σε αντίστοιχες συγκεκριμένες καταστάσεις ή δράσεις: Οὐδὲν δὲ τούτων οἷόν τ᾽ ἐστιν γενέσθαι πρότερον, πρὶν ἂν πεισθῆτε τὴν μὲν ἡσυχίαν ὠφελιμωτέραν καὶ κερδαλεωτέραν εἶναι τῆς πολυπραγμοσύνης, τὴν δὲ δικαιοσύνην τῆς ἀδικίας, τὴν δὲ τῶν ἰδίων ἐπιμέλειαν τῆς τῶν ἀλλοτρίων ἐπιθυμίας. («Τίποτε από αυτά δεν μπορεί να γίνει, προτού πεισθείτε ότι είναι χρησιμότερη και επικερδέστερη η ηρεμία από την πολυσχιδή δράση και η δικαιοσύνη από την αδικία κι ακόμη η φροντίδα για τα προσωπικά αποκτήματα από την επιθυμία για τα ξένα».)
- το υλικό αντί του πράγματος, π.χ. Όμηρος, Ἰλιάς Δ 528: πάγη δ' ἐν πνεύμονι χαλκός («ο χαλκός (ενν. η αιχμή του δόρατος) καρφώθηκε στον πνεύμονα»)[248]
- το σύμβολο μιας ενέργειας (για παράδειγμα, η φράση οἱ τὰς ἀσπίδας ἀποβάλλοντες («αυτοί που πετούν τις ασπίδες») από τον Περὶ εἰρήνης του Ισοκράτη (143) σημαίνει τους λιποτάκτες - η μετοχική φράση συνιστά καταρχήν τρόπο διανοίας, ενώ καθαρή περίπτωση μετωνυμίας αποτελεί το συνώνυμο ουσιαστικό οἱ ῥιψάσπιδες).
γ. Συνεκδοχή (comprehensio, intellectio)
Σκοπός του συγκεκριμένου τρόπου είναι η ποικιλία στην έκφραση και η διέγερση της φαντασίας του ακροατή, η πρόκληση συνειρμών που διευκρινίζουν τη γενική και σύντομη διατύπωση.[249]
Δύο είναι οι βασικοί τύποι της συνεκδοχής: η χρήση του μέρους αντί του όλου (pars pro toto) και, το αντίστροφο, η χρήση του γένους αντί του είδους (genus pro specie). Η συνεκδοχή θα μπορούσε λοιπόν να χαρακτηριστεί ως μια μορφή μετωνυμίας (αναφέρεται το γενικό ή αφηρημένο αντί του ειδικού ή συγκεκριμένου και αντίστροφα).
Έτσι η φράση καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλατταν(και στην ξηρά και στη θάλασσα) (Ισοκράτης, Περὶ εἰρήνης 68) αποτελεί παράδειγμα συνεκδοχής (το γένος αντί του είδους): έχουμε γενική και συνοπτική αναφορά στην ξηρά και στη θάλασσα αντί για την ειδική αναφορά στα συγκεκριμένα μέρη της ηπειρωτικής και της θαλάσσιας χώρας όπου, εν προκειμένω, διαδραματίστηκαν οι συγκρούσεις. Βλ. ακόμη: καὶ τῷ βαρβάρῳ πολέμιοι γεγονότες (κι αφού έγιναν εχθροί των βαρβάρων), Ισοκράτους Ἀρεοπαγιτικός 10, όπου ο γενικός όρος βάρβαρος αναφέρεται σε έναν συγκεκριμένο ξένο λαό, τους Πέρσες. Παράδειγμα συνεκδοχής όπου αναφέρεται το μέρος αντί του όλου προσφέρει η φράση πολὺ ἂν δικαιότερον ἐκείνοις τοῖς γράμμασιν ἢ τούτοις πιστεύοιτε («πολύ πιο δίκαια θα εμπιστευόσαστε εκείνα τα δημόσια έγγραφα παρά αυτά» - ενν. τα αρχεία που προσκομίζουν οι κατήγοροι), Λυσία Ὑπὲρ Μαντιθέου 7, όπου ο όρος γράμματα χρησιμοποιείται με τη (διαδεδομένη συνεκδοχική) σημασία «δημόσια έγγραφα» - εδώ ειδικότερα δηλώνει τις καταστάσεις με τα ονόματα των πολιτών που όφειλαν χρήματα.
δ. Αντονομασία (pronominatio)
Το σύνηθες όνομα ενός προσώπου αντικαθίσταται από λέξη που θα μπορούσε να λειτουργεί σε θέση παράθεσης σε αυτό το ίδιο το όνομα. Έτσι η αντονομασία μπορεί να θεωρηθεί είδος συνεκδοχής, αφού το γένος αντικαθιστά το άτομο (species pro individuo). Το ακόλουθο παράδειγμα προέρχεται από τον λόγο του Λυσία Ὑπὲρ Μαντιθέου (15): …ὕστερος ἀνεχώρησα τοῦ σεμνοῦ Στειριῶς τοῦ πᾶσιν ἀνθρώποις δειλίαν ὠνειδικότος(«έφυγα ύστερα από τον "σπουδαίο" Στειριέα, που καταμαρτύρησε σε όλους δειλία»). Ο στρατηγός Θρασύβουλος ονομάζεται εδώ Στειριεύς, γιατί ανήκε στον δήμο Στειρία (της Πανδιονίδος φυλής). Η αντονομασία προκαλεί την εντύπωση της ποιητικής ανοικείωσης, προσδίδει ποικιλία στην έκφραση, ενώ σε άλλες περιπτώσεις βοηθά στην αποφυγή «απαγορευμένων» λέξεων.[250]
ε. Περίφραση (circumitio)
Ο συγκεκριμένος τρόπος προβλέπει την αντικατάσταση μιας λέξης από περισσότερες από μια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα προσφέρει η φράση σθένος Ἰδομενῆος (Όμηρος, Ἰλιάς 13.248) αντί του απλού ονόματος Ἰδομενεύς. Ο ρητορικός στόχος του συγκεκριμένου τρόπου είναι η ποικιλία στην έκφραση, ο στολισμός του λόγου, κάποτε, ιδιαιτέρως στην ποίηση, η αποφυγή συνηθισμένων και τετριμμένων εκφράσεων ή και εκφράσεων που θα μπορούσαν να θεωρηθούν προκλητικές ή ακόμη και αναιδείς. Βλ. για παράδειγμα Λυσία Ὑπὲρ Μαντιθέου 11: τῶν νεωτέρων ὅσοι περὶ κύβους ἢ πότους ἢ [περὶ] τὰς τοιαύτας ἀκολασίας τυγχάνουσι τὰς διατριβὰς ποιούμενοι… (αντί της απλής μετοχής διατρίβοντες) («από τους νεότερους όσοι τυχαίνει να περνούν τον καιρό τους παίζοντας ζάρια ή πίνοντας ή κάνοντας παρόμοιες ασωτίες …»). Ιδιαίτερα προκαλεί το ενδιαφέρον η περιφραστική απόδοση μιας έννοιας, όταν αυτή γίνεται με λέξεις που δεν σχετίζονται (απαραιτήτως) ετυμολογικά με τον όρο που αντικαθίσταται: Βλ. για παράδειγμα Λυσία Ὑπὲρ Μαντιθέου 13: ἡγούμενος αἰσχρὸν εἶναι τοῦ πλήθους μέλλοντος κινδυνεύειν ἄδειαν ἐμαυτῷ παρασκευάσαντα στρατεύεσθαι («επειδή πίστευα ότι είναι επονείδιστο εγώ να πάρω μέρος στην επιχείρηση έχοντας φροντίσει για τον εαυτό μου να έχω μια ασφαλή θέση, ενώ το πλήθος επρόκειτο να διακινδυνεύσει»). Η περίφραση ἄδειαν ἐμαυτῷ παρασκευάσαντα αντικαθιστά την απλή αιτιατική (ἐμέ) ἀσφαλῆ, έτσι ώστε να προβληθεί εμφατικά ο ανιδιοτελής χαρακτήρας της στάσης του Μαντίθεου.
Ακριβώς επειδή για τον σχηματισμό της περίφρασης απαιτούνται περισσότερες από μια λέξεις είναι αμφιλεγόμενη η ένταξή της στους τρόπους. Ο Κοϊντιλιανός, για παράδειγμα, την εντάσσει στα σχήματα (Institutio οratoria 9.1.3).
στ. Λιτότης (litotes, exadversio)
Μία αρνητική περιφραστική διατύπωση αποδίδει την αντίστοιχη θετική έννοια και μάλιστα με επίταση. Το ακόλουθο παράδειγμα προέρχεται από τον λόγο Ὑπὲρ Μαντιθέου του Λυσία (10): Ἐγὼ γὰρ πρῶτον μέν, οὐσίας μοι οὐ πολλῆς καταλειφθείσης διὰ τὰς συμφορὰς καὶ τὰς τοῦ πατρὸς καὶ τὰς τῆς πόλεως… (οὐ πολλῆς: ελάχιστης, πάρα πολύ μικρής) («Γιατί εγώ καταρχάς, μια που ελάχιστη κληρονομιά μού είχε απομείνει εξαιτίας των συμφορών που βρήκαν τόσο τον πατέρα μου όσο και την πόλη…»). Η λιτότης έχει στοιχεία παιγνίου και παρουσιάζει κάποια συγγένεια με την ειρωνεία - θα πρέπει να εννοήσει κανείς την αντίθετη ακριβώς έννοια από αυτή που αρνείται ο ομιλητής και μάλιστα σε υπερθετικό βαθμό. Πρόκειται για μια κατά βάσιν μετριοπαθή αρνητική διατύπωση που όμως μεταφέρει κεκαλυμμένα ένα ισχυρό θετικό σημαινόμενο.
ζ. Ευφημισμός
Ένας όρος αντικαθίσταται από κάποιον άλλο, ώστε να μετριαστεί η αρνητική σημασία του. Μπορεί μάλιστα η σημασία των δύο όρων να απέχει τόσο, ώστε οι όροι να είναι μεταξύ τους αντώνυμοι. Το ακόλουθο παράδειγμα προέρχεται από τον λόγο Ὑπὲρ Μαντιθέου του Λυσία (15): καὶ μάλιστα τῆς ἡμετέρας φυλῆς δυστυχησάσης, καὶ πλείστων ἐναποθανόντων… («και μολονότι η δική μας φυλή είχε τη μεγαλύτερη ατυχία και ενώ πάρα πολλοί έχασαν τη ζωή τους…»). Η μετοχή δυστυχησάσης χρησιμοποιείται αντί της σημασιολογικά και συναισθηματικά ισχυρότερης μετοχής ηττηθείσης.
η. Έμφασις (emphasis)
Ο συγκεκριμένος ρητορικός τρόπος προβλέπει τη χρήση μιας λέξης με όσο γίνεται πιο διευρυμένη τη βασική σημασία της. Σε αυτήν την περίπτωση ο ρητορικός στόχος είναι η στροφή της προσοχής του κοινού, η διέγερση των συνειρμών και ο προβληματισμός του, όπως και η πρόκληση πάθους. Η αποτελεσματικότητα της έμφασης ενισχύεται συνήθως από τον τρόπο της εκφώνησης, της προφοράς του όρου (pronuntiatio), και ακόμη από την υποστήριξη της εκφώνησης με τις κατάλληλες κινήσεις του σώματος. Για παράδειγμα ο λόγος του Λυσία Ὑπὲρ Μαντιθέου κλείνει με τη φράση οὐ γὰρ ἕτεροι περὶ αὐτῶν κριταί εἰσιν, ἀλλ' ὑμεῖς (21) («γιατί δεν κρίνουν άλλοι γι' αυτά, αλλά εσείς»). Ο τύπος της προσωπικής αντωνυμίας ὑμεῖςχρησιμοποιείται εδώ εμφατικά, δηλαδή με ενισχυμένο σημασιολογικό βάρος: δεν δηλώνει απλώς τα πρόσωπα των κριτών αλλά επιπλέον υπογραμμίζει έμμεσα και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτών των προσώπων με βάση όσα προανέφερε ο ομιλητής. Στο τέλος του λόγου του ο Μαντίθεος είναι σα να λέει «κρίνετε εσείς, επομένως όχι οποιοιδήποτε, αλλά πολίτες που εκτιμούν ιδιαίτερα όσους ανήκουν σε οικογένειες με λαμπρή προσφορά στην πόλη».
θ. Υπερβολή (superlatio)
Στη συγκεκριμένη περίπτωση ένας όρος χρησιμοποιείται με υπερβολική σημασία, ώστε να προκαλέσει το πάθος και τη συγκίνηση. Όταν η υπερβολήλειτουργεί ως τρόπος διανοίας, εκτείνεται δηλαδή σε περισσότερες λέξεις, μπορεί να προσδίδει ενάργεια και σαφήνεια στην περιγραφή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα υπερβολής και των δύο μορφών προσφέρει το προοίμιο του λόγου Περὶ τῆς Ῥοδίων ἐλευθερίας του Δημοσθένη (1): ἐγὼ δ᾽ οὐδεπώποθ᾽ ἡγησάμην χαλεπὸν τὸ διδάξαι τὰ βέλτισθ᾽ ὑμᾶς (ὡς γὰρ εἰπεῖν ἁπλῶς, ἅπαντες ὑπάρχειν ἐγνωκότες μοι δοκεῖτε), ἀλλὰ τὸ πεῖσαι πράττειν ταῦτα· ἐπειδὰν γάρ τι δόξῃ καὶ ψηφισθῇ, τότ᾽ ἴσον τοῦ πραχθῆναι ἀπέχει ὅσονπερ πρὶν δόξαι. («Εγώ ποτέ ως τώρα δεν έκρινα δύσκολο να σας εξηγήσω ποιό είναι το καλύτερο -γιατί, για να το πω απλά και καθαρά, όλοι γενικά μου δίνετε την εντύπωση ότι το γνωρίζετε-, αλλά το να σας πείσω να το εφαρμόσετε· γιατί, όταν αποφασίσετε και ψηφίσετε κάτι, τόσο απέχει και τότε από το να γίνει πράξη όσο ακριβώς και πριν το αποφασίσετε».). Ο ρήτορας θεωρεί εδώ ότι δεν υπάρχει ούτε ένας Αθηναίος που να μην αντιλαμβάνεται ποιό είναι σε κάθε περίπτωση το ορθό - είναι όμως προφανές ότι αυτή η προϋπόθεση (η γνώση της ορθής τοποθέτησης σε κάθε ζήτημα) δεν μπορεί να ισχύει για τον καθένα. Μέσα από αυτήν την ανεπιφύλακτα και υπερβολικά ευνοϊκή στάση προς όλους επιδιώκει προφανώς να κερδίσει τη συμπάθεια του συνόλου των ακροατών. Από την άλλη, διατυπώνει την άποψη ότι οι αποφάσεις της Εκκλησίας του Δήμου, ακόμη κι όταν έχουν ληφθεί, είναι σα να μην υπάρχουν ακριβώς εξαιτίας της αναβλητικότητας των Αθηναίων. Ωστόσο είναι σαφές ότι ακόμη κι αν οι πολίτες αναβάλλουν την εφαρμογή των αποφάσεών τους, παραμένει γεγονός αναμφισβήτητο και αμετάκλητο ότι τις έχουν λάβει, ότι δηλαδή έχουν προχωρήσει αρκετά στον δρόμο που χωρίζει τη στιγμή της συζήτησης για τη λήψη της απόφασης από εκείνη της υλοποίησής της. Ο ομιλητής όμως δείχνει να αμφισβητεί τη σημασία αυτής της προφανούς συνθήκης, ακριβώς γιατί επιθυμεί να δραματοποιήσει την κατάσταση που περιγράφει, να προσδώσει, με άλλα λόγια, στην απροθυμία των συμπολιτών του να θέσουν σε εφαρμογή τις αποφάσεις τους μεγαλύτερη ένταση και βαρύτητα με την ελπίδα ότι θα συγκινήσει τους ακροατές του και θα κινήσει το φιλότιμό τους, ώστε να δείξουν, τουλάχιστον στη συγκεκριμένη περίπτωση, μεγαλύτερη ετοιμότητα απ' ό,τι συνήθως.
ι. Ειρωνεία (ironia, simulatio/dissimulatio, irrisio, illusio)
Η ειρωνεία χρησιμοποιείται και ως απλός ρητορικός τρόπος και ως τρόπος διανοίας. Στην πρώτη περίπτωση χρησιμοποιείται μόνο μια λέξη που θα πρέπει να εννοηθεί με σημασία ακριβώς αντίθετη από αυτή που έχει κανονικά. Ως ρητορικός τρόπος διανοίας (o Κοϊντιλιανός μιλά για σχήμα(schema), Institutio οratoria 9.2.44) η ειρωνεία αποτελεί μορφή αλληγορίας. Ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση η απόσταση μεταξύ της πρώτης, «παιγνιώδους» σημασίας της φράσης και της γνήσιας σημασίας που θα πρέπει να της αποδοθεί είναι ίση με αυτή που χωρίζει μια θέση από την ακριβώς αντίθετή της.[251] Από αυτή την άποψη ο λόγος είναι εν προκειμένω ψευδής.
Ο ἀληθευτικός (αληθής) βρίσκεται κατά τον Αριστοτέλη στη μέση μεταξύ των αλαζόνων δοκησίσοφων (όπως είναι οι σοφιστές στα κείμενα του Πλάτωνα) και του υπερβολικά σεμνού εἴρωνα, που ισχυρίζεται ότι δεν γνωρίζει τίποτε (Ἠθικὰ Νικομάχεια 4.7.1127a21-26) - ο χαρακτηριστικότερος εἴρων είναι ο Σωκράτης (Πλάτωνας, Πολιτεία 1.337a4-5). Βεβαίως, στην περίπτωση του Σωκράτη η προσποίηση άγνοιας εξυπηρετεί την ανάδειξη της πραγματικής άγνοιας του συνομιλητή μέσα από ερωτήσεις και την εύρεση μιας θέσης που βρίσκεται κατά το δυνατόν κοντά στην αλήθεια. Η ειρωνεία μπορεί λοιπόν να αναλάβει έναν ιδιαίτερα λειτουργικό ρόλο στους φιλοσοφικούς διαλόγους.
241 Βλ. Σέξτος Εμπειρικός, Κατὰ τῶν Μαθηματικῶν 250, όπου γίνεται αναφορά στη συμβολή του Διονυσίου του Θρακός.
242 Βλ. Lausberg 1990, §552.
243 Βλ. Lausberg 1990, §§893-894.
244 Βλ. Kennedy 2004, 147.
245 Βλ. Ueding -Steinbrink 1994, 224.
246 Βλ. Lausberg 1990, §558. Η παρομοίωση εντάσσεται κανονικά στα σχήματα διανοίας.
247 Βλ. Richter-Reichhelm 1988, 14.
248 O συγκεκριμένος τύπος μετωνυμίας χαρακτηρίζεται και ως συνεκδοχή. Βλ. Lausberg 1990, §573,2.
249 Βλ. Richter-Reichhelm 1988, 9.
250 Βλ. Richter-Reichhelm 1988, 11.
251 Βλ. Lausberg 1990, §902.4.