Β1.1.1. Πρώιμες μορφές ρητορείας και ρητορικής
Στο ρητορικό του σύγγραμμα De Inventione (1.2.2-3) ο Κικέρωνας (106-43 π.Χ.) αφηγείται μια ενδιαφέρουσα ιστορία: οι πρώτοι άνθρωποι ζούσαν σε συνθήκες πρωτόγονες, στηρίζονταν στη φυσική τους δύναμη και περιπλανιόνταν στους αγρούς κατά τον τρόπο των άγριων θηρίων χωρίς καμία αντίληψη του μέτρου ή του καθήκοντος. Κάποτε ένας σπουδαίος, σοφός και ευφραδής άνδρας κατάφερε μιλώντας τους να τους στρέψει σε έναν χρήσιμο και αξιοπρεπή τρόπο κοινωνικής συμβίωσης βγάζοντάς τους από τις παλιές τους συνήθειες. Ο μύθος που αφηγείται ο Κικέρωνας μιλά για εκείνον που πρώτος ανακάλυψε τη δύναμη του λόγου να πείθει και να κατευθύνει. Προβάλλει εξάλλου με τον συμβολισμό του την αξία του συνδυασμού της ευγλωττίας με τη σοφία. Για τους Έλληνες, μόνο ένας θεός θα μπορούσε να προσφέρει αυτή τη δύναμη κι αυτός δεν ήταν άλλος από τον Ερμή - καθόλου τυχαία, αν λάβει κανείς υπόψη πως ο συγκεκριμένος θεός ήταν έμπορος, κλέφτης, πονηρός λογοπλόκος, κομιστής ειδήσεων αλλά και των ψυχών στον Κάτω Κόσμο, στη ζωή πέρα από τον θάνατο.[10]
Τα πρώτα κομψοτεχνήματα έντεχνου λόγου στα ελληνικά τα συναντούμε κιόλας στην ποίηση της αρχαϊκής περιόδου (8ος αι.-τέλη 6ου αι. π.Χ.). Ο Νέστορας, «ο γλυκομίλητος αγορητής […], που πιο γλυκά από μέλι ανάβρυζαν τα λόγια του απ' το στόμα» (Ἰλιάς Α 248-249, μτφρ. Φ. Ι. Κακριδή), και ο πολύτροπος Οδυσσέας είναι εμβληματικές μορφές ομιλητών στην ποίηση του Ομήρου, δεν είναι όμως οι μόνες ομηρικές φιγούρες που προσφέρουν με τα λόγια τους δείγματα έντεχνου λόγου. Η Ιλιάδα αποτελείται σχεδόν κατά το ήμισυ από λόγους, ενώ η Οδύσσεια κατά τα δύο τρίτα. Αποδεικνύεται έτσι με σαφήνεια πως η ομιλία για την εξυπηρέτηση πρακτικών στόχων (όπως η προτροπή για ανάληψη συγκεκριμένης δράσης ή η απόδοση ευθυνών) ήταν διαδεδομένη στη ζωή των Ελλήνων των αρχαϊκών χρόνων, συνθήκη απολύτως αναμενόμενη, αν λάβει κανείς υπόψη ότι στις ελληνικές πόλεις της συγκεκριμένης περιόδου υπήρχαν κιόλας οι πολιτικοί και κοινωνικοί θεσμοί που ευνοούσαν ή επέβαλλαν την εκφώνηση λόγου. Άλλωστε στα ομηρικά έπη βρίσκουν εφαρμογή πολλά από όσα συστηματοποιεί αργότερα η τέχνη μέσα από κανόνες (όπως για παράδειγμα ένα πλήθος ρητορικών σχημάτων και τρόπων).
Κάποιοι ρητοροδιδάσκαλοι έβλεπαν μάλιστα στον Όμηρο τον ευρετή της ρητορικής.[11] Kι είναι αλήθεια πως στα ομηρικά έπη δεν εντοπίζουμε απλά τα πρώτα δείγματα ρητορείας, αλλά και τα πρώτα, αν και ισχνά, δείγματα στοχασμού για τη δύναμη του προφορικού λόγου,[12] όπως και διδασκαλίας της σύνθεσής του. Στην τρίτη ραψωδία της Ιλιάδας, για παράδειγμα, ο Αντήνορας περιγράφει τον τρόπο ομιλίας του Μενέλαου και του Οδυσσέα, όταν ήλθαν για πρώτη φορά ως πρεσβευτές στην Τροία, επιμένοντας μάλιστα στην εντύπωση που προκάλεσαν στο κοινό (Γ 212-224), ενώ στην ένατη ραψωδία ο παιδαγωγός του Αχιλλέα, ο Φοίνικας, ισχυρίζεται, ως μέλος της πρεσβείας στον θυμωμένο ήρωα, πως είχε από τον Πηλέα εντολή να διδάξει τον νεαρό Αχιλλέα όχι μόνο να δρα αλλά και να μιλά (Ι 443).[13]
Δεν είναι όμως ο Όμηρος ο μόνος ποιητής της αρχαϊκής περιόδου που αναγνωρίζει τη δύναμη του λόγου: για τον Ησίοδο (Θεογονία 83-87) όποιος δικάζει, στο όνομα του υψηλού αξιώματός του στην κοινότητα, είναι ευλογημένος από τις Μούσες, αφού έχει τη δύναμη να πείσει με τον λόγο του για τις δίκαιες αποφάσεις του. Εξάλλου στον ομηρικό Ύμνο στον Ερμή (Εἰς Ἑρμῆν 322-396, πιθ. 6ος αι. π.Χ.) έχουμε την αρχαιότερη σωζόμενη στην αρχαία ελληνική γραμματεία σκηνή που θυμίζει δίκη, καθώς εδώ διασταυρώνουν τους λόγους τους ενώπιον του Δία, που αναλαμβάνει ρόλο κριτή, ο Απόλλωνας και ο Ερμής: ο πρώτος κατηγορεί τον δεύτερο για την κλοπή των βοδιών του· ο κατηγορούμενος προσπαθεί να κερδίσει την εύνοια του κριτή.
Βεβαίως, τίποτε δεν μας δεσμεύει να υποθέσουμε ότι κιόλας στους αρχαϊκούς χρόνους η σύνθεση λόγου διδάσκεται με τρόπο συστηματικό.[14] Άλλωστε οι συνθήκες που θα καταστήσουν τον λόγο εργαλείο εντυπωσιακά αποτελεσματικό για τη δικαίωση και την κοινωνική και πολιτική καταξίωση του ατόμου, ανεξάρτητα από την κοινωνική του προέλευση ή/και το μερίδιό του στην αρετή, δεν έχουν διαμορφωθεί ακόμη. Μπορεί λοιπόν ο Θερσίτης της Ιλιάδας να μιλά με οξύτητα, νεύρο και ορμή -ο χαρακτηρισμός του ως λιγέως ἀγορητοῦ (Ἰλιάς Β 246), ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι διαποτίζεται από το υπονομευτικό πνεύμα της ειρωνείας, τον φέρνει κοντά στον ευφραδή Νέστορα- ωστόσο, παραμένει μια απολύτως αντιηρωϊκή μορφή, που κάθε άλλο παρά καταφέρνει να κερδίσει την εκτίμηση των συμπολεμιστών του.[15]
Βιβλιογραφία:
Φάνης Ι. Κακριδής, Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη), Θεσσαλονίκη 2006 (Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση 3, 1η ανατύπωση, με μικρές διορθώσεις. 1η έκδ. 2005).
George A. Kennedy, Ιστορία της κλασικής ρητορικής αρχαίας ελληνικής και ρωμαϊκής. Μτφρ. Ν. Νικολούδης, επίβλ. Ι. Αναστασίου. 5η έκδ., Εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα 2004 (1η έκδ. 2000ˑ τίτλ. πρωτ.: A New History of Classical Rhetoric, Princeton University Press, Νέα Υερσέη 1994).
Ludwig Radermacher, Artium Scriptores (Reste der voraristotelischen Rhetorik), Βιέννη 1951 (Österreichische Akademie der Wissenschaften. Philosophisch-historische Klasse, Sitzungsberichte, 227. Bd., 3. Abhandlung).
10 Βλ. Πλάτωνα, Κρατύλος 407e5-408a2 και Radermacher 1951, A.I.2. Βλ. επίσης για την Πειθώ ως αρχαία ελληνική θεότητα Kennedy 2004, 24.
11 Βλ. Radermacher 1951, A.IV.1-4.
12 Βλ. Radermacher 1951, Α.ΙΙΙ.1.
13 Βλ. Κακριδή 2006, 136.
14 Βλ. για το πιθανό περιεχόμενο της διδασκαλίας σύνθεσης λόγου σε αυτή την περίοδο Kennedy 2004, 24: «Ενδεχομένως η διδασκαλία περιελάμβανε την ακρόαση μεγαλύτερων σε ηλικία ομιλητών και, όπως στην περίπτωση των ραψωδών, τη μάθηση τύπων, μοτίβων, αποφθεγμάτων και ενός αποθέματος θεμάτων, όπως μύθων, ιστορικών παραδειγμάτων …».
15 Στον Θερσίτη αποδίδεται επιπλέον ἀμετροέπεια, ἀκοσμία και ἀκρισία (Ἰλιάς Β 212-213, 246). Τον δημαγωγικό του λόγο διακρίνει επιπλέον, κατά το σχόλιο του Σώπατρου στον Ερμογένη, ἀταξία (βλ. Radermacher 1951, Α.ΙΙΙ.6).