Β2.1.1. Κικέρων
Ο Μάρκος Τ(ο)ύλλιος Κικέρωνας (Marcus Tullius Cicero, 106-43 π.Χ.) δεν ήταν, ασφαλώς, το ισχυρότερο πολιτικό πνεύμα της Ρώμης, υπήρξε όμως αναντίρρητα ο μεγαλύτερος ρήτοράς της και, επιπλέον, ένας αριστοτέχνης του λατινικού λόγου με μοναδική και καθοριστική για τους μεταγενέστερους εκφραστική δύναμη. Είναι ακόμη ο συγγραφέας μιας σειράς εξαιρετικά σημαντικών φιλοσοφικών και ρητορικών συγγραμμάτων· σε αυτά οφείλουμε εν πολλοίς και τη γνώση μας για τα επιτεύγματα των σκοτεινών για εμάς αλλά εξαιρετικά γόνιμων (από την άποψη της προόδου σε θέματα ρητορικής θεωρίας) ελληνιστικών χρόνων.
Κατά το έθος των ρωμαϊκών οικογενειών που ανήκαν ή είχαν σχέσεις με τους κύκλους της αριστοκρατίας, ο Κικέρωνας μαθήτευσε δίπλα σε επιφανείς άνδρες της εποχής του, στους διασημότερους ρήτορες του πρώτου μισού του τελευταίου προχριστιανικού αιώνα, τον Λεύκιο Λικίνιο Κράσσο (Lucius Licinius Crassus, ύπατο το 95 π.Χ.) και τον Μάρκο Αντώνιο (Marcus Antonius, ύπατο το 99 π.Χ.), όπως και δίπλα στους κορυφαίους νομομαθείς Μούκιο Σκαιβόλα τον Οιωνοσκόπο (Mucius Scaevola Augur) και Μούκιο Σκαιβόλα τον Ποντίφηκα (Mucius Scaevola Pontifex).
Η μαθητεία δίπλα σε μεγάλους ρήτορες συνδυάζεται με έναν ταραχώδη πολιτικό βίο. Το 81 π.Χ. κάνει το δυναμικό «ντεμπούτο» του ως δικηγόρος υπεράσπισης του Σ. Ρωσκίου (Pro S. Roscio) - η υπόθεση αυτή, που έχει δημόσιο χαρακτήρα (causa publica), τον φέρνει αντιμέτωπο με υποστηρικτές του πανίσχυρου Σύλλα. Ακολουθούν δύο χρόνια σπουδών στην Αθήνα, όπου ακούει φιλοσόφους (κυρίως τον Φίλωνα), και στη Ρόδο, όπου μαθητεύει δίπλα στον ρητοροδιδάσκαλο Απολλώνιο τον Μόλωνα, που τον βοηθά να αναπτύξει μια σωτήρια για την υγεία του τεχνική εκφώνησης του λόγου. Όταν επιστρέφει στη Ρώμη, αναλαμβάνει σημαντικές δικανικές υποθέσεις. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν οι καταγγελτικοί λόγοι εναντίον του συγκλητικού Βέρρη, που ως διοικητής της Σικελίας είχε βρει την ευκαιρία να καταλεηλατήσει το νησί (γύρω στα 70 π.Χ.). Το 63 π.Χ. αποκαλύπτει ως ύπατος τη συνωμοσία του Κατιλίνα. Το 58 π.Χ. βάσει νόμου που εισηγείται ο προσωπικός του εχθρός Κλώδιος (Publius Clodius) ως δήμαρχος απειλείται με κατηγορία για παράνομη δράση και με καταδίκη, γιατί οδήγησε στην εκτέλεση τους συνωμότες χωρίς να προηγηθεί δίκη. Εγκαταλείπει ο ίδιος τη Ρώμη πριν από τη σχετική ψηφοφορία και ζει για δεκαπέντε μήνες αυτοεξόριστος. Μετά την επιστροφή του προσεγγίζει τον Πομπήιο. Στον εμφύλιο μεταξύ Καίσαρα και Πομπηίου, που θα ξεσπάσει σε λίγο, ο Κικέρωνας μετά από μια περίοδο δισταγμών θα συμπαραταχθεί τελικά με τον Πομπήιο. Δεν θα λάβει όμως μέρος σε καμία επιχείρηση. Ο Καίσαρας θα τον αμνηστεύσει με το πέρας του πολέμου.
Από το πλήθος των λόγων που συνέταξε και εκφώνησε μας έχουν παραδοθεί οι σαράντα επτά. Οι λόγοι μοιράζονται σε δέκα περιόδους: «Το ταξίδι στην Ανατολή (79-77 π.Χ.) χωρίζει την πρώτη από τη δεύτερη. Η τρίτη αρχίζει με τους λόγους εναντίον του Βέρρη (70 π.Χ.)· η πραιτωρία και η υπατεία σφραγίζουν την τέταρτη και την πέμπτη περίοδο. Η εξορία (58-57 π.Χ.) αποτελεί τον πυρήνα της έκτης και της έβδομης περιόδου· η όγδοη περίοδος αντιστοιχεί στους χρόνους της ωριμότητας (55-52 π.Χ.). Αυτή η χρονολογική κατάταξη κλείνει με τους Καισαρικούς και τους Φιλιππικούς λόγους, που αποτελούν αντίστοιχα την ένατη και τη δέκατη ενότητα».[127]
Τα ρητορικά συγγράμματα του Κικέρωνα χωρίζονται σε τρεις περιόδους δημιουργίας: την πρώιμη, τη μεσαία και την όψιμη.
Στην πρώτη ανήκει το πρωτόλειο έργο De inventione (81-80 π.Χ.· Περί ευρέσεως). Αφορά το πρώτο μέρος της ρητορικής τέχνης, την εύρεση του υλικού. Άσκησε μεγάλη επιρροή ως διδακτικό εγχειρίδιο μέχρι τον Μεσαίωνα. Ωστόσο, ο ίδιος ο Κικέρωνας είχε τη φιλοδοξία να το αντικαταστήσει με το μεταγενέστερο, πολύ πιο μεθοδικό και ώριμο έργο του, το De oratore(Περί του ρήτορος). Τα προοίμια του έργου αναδεικνύουν ό,τι ο ίδιος είχε αντιληφθεί ως έργο του βίου του: να ενώσει τη φιλοσοφία με τη ρητορική, έχοντας ως πρότυπά του προηγούμενους ρωμαίους ρήτορες, τον Κάτωνα, τους Γράκχους, το Σκιπίωνα, το Λαίλιο.
Η συγγένεια με το ανώνυμο έργο Rhetorica ad Herennium ή Auctor ad Herennium (Ρητορική προς τον Ερέννιο), που πραγματεύεται τη ρητορική τέχνη στο σύνολό της, είναι προφανής και πιθανόν οφείλεται στην αξιοποίηση μιας κοινής πηγής.
Το 55 π.Χ. είναι η χρονιά του De oratore. To έργο, που έχει κατά βάση διαλογική μορφή και εκτείνεται σε τρία βιβλία, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως παρακαταθήκη του Κράσσου, του σπουδαίου δασκάλου του συγγραφέα, στους μεταγενέστερους. Ο δραματικός χρόνος του υποτιθέμενου διαλόγου είναι το 91 π.Χ. Στο πρώτο βιβλίο ο Κράσσος παρουσιάζει τις προϋποθέσεις για το επάγγελμα του ρήτορα: η φυσική προδιάθεση θα πρέπει να συνδυάζεται με άσκηση και ευρεία μόρφωση (De oratore 1.113-200). O ιδεώδης ρήτορας είναι μια ιδανική προσωπικότητα που γνωρίζει φιλοσοφία, νομικά, ιστορία, ποίηση και διακρίνεται από εξαιρετική ρητορική ευχέρεια. Πρόκειται για μια έξοχη σύνθεση του φιλοσόφου, του πολιτικού και του ρήτορα σε ένα πρόσωπο (De oratore 1.34, 1.48, 1.158-159, 1.201-202). Ο Αντώνιος υποστηρίζει την αντίθετη θέση, ότι αρκεί η ρητορική σκευή για τη σύνθεση ενός αποτελεσματικού λόγου (1.204-265). Ο έπαινος του τέλειου ρήτορα επανέρχεται στο δεύτερο βιβλίο (2.33-38). Ο Αντώνιος παρουσιάζει αμέσως μετά την εύρεση (inventio), τη διάταξη (dispositio) και τη μνήμη (memoria). Η παρουσίασή του διακόπτεται από την εκτενή παρέκβαση για το αστείο, που αναλαμβάνει ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρας Στράβων (2.217-290). Στο τρίτο βιβλίο ο Κράσσος πραγματεύεται το ύφος (elocutio) και την εκφώνηση του λόγου (actio). Στο συγκεκριμένο σύγγραμμα ο Κικέρωνας επιδίδεται στην εξύμνηση της ρητορικής: είναι η υψίστη τέχνη, αφού όλες οι άλλες εξαρτώνται από αυτή, καθώς σε κάθε τέχνη σημασία έχει η μετάδοση γνώσης με τη χρήση του λόγου (1.51, 1.59, 1.61, 1.65, 1.72). Σε κάθε ειρηνικό και ελεύθερο κράτος η σημασία της είναι εξαιρετική (2.33). Προσφέρει ακόμη τη μεγαλύτερη ηδονή στο αυτί και στην καρδιά (2.34). Είναι απαραίτητη για την εκπαίδευση του λαού και εν τέλει είναι αυτή που θα φέρει την τιμωρία στους αχρείους και τη σωτηρία στους αγαθούς και τους αθώους (2.35).
Ο Κικέρωνας στρέφεται εδώ, όπως και ο Πλάτωνας, εναντίον εκείνων που περιορίζουν τη ρητορική σε μια «τεχνική» εκπαίδευση, που αφορά τύπους και φόρμες για τα τμήματα του λόγου χωρίς να μεταφέρει γνώσεις για τους νόμους, τους θεσμούς και την πολιτεία, τη δικαιοσύνη, τα ήθη και τη διαμόρφωσή τους, τα πάθη, τους νόμους που διέπουν το θυμικό των ανθρώπων, τους τρόπους με τους οποίους ο λόγος μπορεί να κατευθύνει τον νου και την ψυχή τους, τις αρχές για το πώς μπορεί κανείς να ζήσει με αξιοπρέπεια που προσδίδει κύρος (De oratore 1.85-87). Από μια άποψη όμως θα μπορούσε κάποιος να δει τη θεωρία του ως μια επιστροφή στο σοφιστικό παιδαγωγικό ιδεώδες.[128] Σε κάθε περίπτωση, ο στόχος του είναι μια επανένωση της ρητορικής με τη φιλοσοφία, τον χωρισμό των οποίων αποδίδει στον Σωκράτη - για τους σοφιστές η ενότητα ήταν αυτονόητη (De oratore 3.60, 3.72). Αν μάλιστα ο Πλάτωνας υποτάσσει τη ρητορική στη φιλοσοφία, ο Κικέρωνας υποβιβάζει τη φιλοσοφία σε υπηρέτρια της ρητορικής.[129]
Οι Partitiones oratoriae (Διαιρέσεις της ρητορικής) είναι ένα διδακτικό εγχειρίδιο που ο Κικέρωνας συνέγραψε πιθανότατα το 54 π.Χ. Το έργο ακολουθεί τον τύπο της κατηχήσεως, είναι δηλαδή γραμμένο με τη μορφή των ερωταποκρίσεων, όπου όμως, αντίθετα προς τα αναμενόμενα, τις ερωτήσεις θέτει ο μαθητής και απαντά σε αυτές ο δάσκαλος. Το έργο αρθρώνεται, με την εξαίρεση του προοιμίου (1-2), σε τρία μέρη:[130] στο πρώτο γίνεται λόγος για τα έργα του ρήτορα (de vi oratoris, 3-26), στο δεύτερο για τα μέρη του ίδιου του λόγου (orationis praecepta, 27-60), στο τρίτο παρουσιάζεται η διδασκαλία για το θέμα του λόγου (de quaestione, 61-138). Ακολουθεί ο επίλογος (139-140).
Στα επόμενα τρία χρόνια το ενδιαφέρον του συγγραφέα στρέφεται σε συγγράμματα πολιτικής θεωρίας και θεωρίας του δικαίου. Μέσα στο διάστημα 54 έως 51 π.Χ. συντάσσει το De re publica (Περί της πολιτείας), όπου καταθέτει την πεμπτουσία της πολιτικής του θεωρίας. Ο Κικέρωνας προσφέρει εδώ μια ιδανική εικόνα της ρωμαϊκής πολιτείας. Η ισχυρή παντοκράτειρα Ρώμη παρουσιάζεται ως έκφραση και δραστική ιστορική πραγμάτωση της δικαιοσύνης και της ύψιστης ευτυχίας που οι θεοί όρισαν ως προορισμό των ανθρώπων.[131] Σε παράλληλο πιθανόν διάστημα ο Κικέρωνας συντάσσει το έργο του De legibus (Περί των νόμων) ακολουθώντας ρητά τους Νόμους του Πλάτωνα ως πρότυπο. Έχουμε εδώ μια πρώτη μετά τη Δωδεκάδελτο κωδικοποίηση των διαφόρων μορφών του ρωμαϊκού δικαίου.
Το 46 π.Χ., μετά τις ταραχές και τις προσωπικές περιπέτειες που του επιφύλαξε η περίοδος του εμφυλίου μεταξύ Καίσαρα και Πομπήιου, συντάσσει το έργο Brutus (Βρούτος). Πρόκειται για μια ιστορία της ρωμαϊκής ρητορείας. Ο συγγραφέας διακρίνει πέντε περιόδους: μετά τους αρχαιότερους ρωμαίους ρήτορες (της πρώτης περιόδου, 52-60) ακολουθούν ο Κάτων ο Πρεσβύτερος και οι σύγχρονοί του (61-96)· η τρίτη περίοδος σηματοδοτείται από τη ρητορεία των Γράκχων (96-126). Ακολουθεί η γενιά του Κράσσου και του Αντωνίου (127-228) και τέλος ο ίδιος ο Κικέρωνας, ο Ορτήνσιος και οι σύγχρονοί τους (228-329). Εδώ αναφέρεται στη θλιβερή κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει το ρωμαϊκό πολίτευμα, όπου πια δεν υπάρχει ελεύθερη έκφραση. Μάλιστα με απόλυτη αυτοπεποίθηση παρουσιάζει τους δικούς του λόγους ως το σημείο ακμής της ρητορείας στο ελεύθερο ρωμαϊκό κράτος.
Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς συντάσσεται ο Orator(Ο Ρήτορας) με θέμα το ύφος του ρητορικού λόγου και τη σημασία του ρυθμού στον πεζό λόγο. Ο συγγραφέας αποκρούει εδώ τις επιθέσεις των αττικιστών για το δικό του ρητορικό ύφος και υποστηρίζει ότι ο τέλειος ρήτορας θα πρέπει να έχει φιλοσοφική παιδεία και να χειρίζεται και τις τρεις μορφές ύφους: genus tenue (ἰσχνόν), genus medium (μέσον), genus grande (μεγαλοπρεπές). Η πολεμική εναντίον των ακραίων αττικιστών συνεχίζεται και στο έργο De optimo genere oratorum (Περί του αρίστου είδους ρητόρων, που συντάσσεται ίσως το 46 π.Χ.) - εδώ προβάλλεται ως πρότυπο ύφους ο Δημοσθένης και όχι ο Λυσίας· πρόκειται για μια εισαγωγή στις μεταφράσεις του λόγου του Δημοσθένη Περὶ τοῦ στεφάνου και στον αντίστοιχο λόγο του Αισχίνη. Το 44 π.Χ. ο Κικέρωνας συντάσσει, κατά τη διάρκεια, όπως αναφέρει, ενός ταξιδιού, τα Topica, ακόμη ένα έργο με θέμα την εύρεση των αποδείξεων. Στα ρητορικά συγγράμματα θα μπορούσε να ενταχθεί και το έργο Paradoxa Stoicorum(46 π.Χ.), που ο συγγραφέας το χαρακτηρίζει parvum opusculum («μικρό εργάκι») και το απευθύνει στο Μ. Βρούτο. Εδώ πραγματεύεται ρητορικά θέσεις των Στωικών που έρχονται σε αντίθεση με τη γενική αντίληψη (contra opinionem omnium: prooem. 4).
To 46 και το 45 είναι για τον Κικέρωνα χρονιές προσωπικών και οικογενειακών περιπετειών, με αποκορύφωμα τον θάνατο της κόρης του Τ(ο)υλλίας. Αναζητά παρηγοριά στη φιλοσοφία και συντάσσει μια προσωπική παραμυθία για την απώλεια του αγαπημένου προσώπου. Μετά τη δολοφονία του Καίσαρα στις Ειδούς του Μαρτίου (15 Μαρτίου) του 44 π.Χ., ο Κικέρωνας αφοσιώνεται ως υποστηρικτής της ρωμαϊκής Δημοκρατίας στον αγώνα εναντίον του Αντωνίου. Οι Φιλιππικοί του λόγοι (Philippicae), τους οποίους συντάσσει ακολουθώντας ως πρότυπο τους Κατὰ Φιλίππου λόγους του Δημοσθένη, διακρίνονται για την ιδιαίτερα αυστηρή τους γλώσσα. Ο Αντώνιος σε συνεργασία με τον Οκταβιανό θα συμπεριλάβει το όνομα του αντιπάλου του, του λαμπρότερου ρήτορα της Ρώμης, στις προγραφές (proscriptiones). Το 43 π.Χ. ο Κικέρωνας αποκεφαλίζεται από τους διώκτες του. Το κεφάλι και τα χέρια του εκτίθενται με εντολή του Αντωνίου στο ρωμαϊκό Φόρουμ (Forum Romanum).
Βιβλιογραφία:
Karl Bayer & Gertrud Bayer, M. Tullius Cicero, Partitiones Oratoriae. Rhetorik in Frage und Antwort. Lateinisch und deutsch. Herausgegeben, übersetzt und erläutert von K. und G. Bayer, Wissenschaftliche Buchgesellschaft, Darmstadt 1994 (Lizenzausgabe der Artemis Verlags-AG Zürich).
Karl Büchner, «Cicero, M. Tullius» στο Der Kleine Pauly. Lexikon der Antike in fünf Bänden, τ. 1, Deutscher Taschenbuch Verlag, Μόναχο 1979, 1174-1186.
Gudrun Fey, Das ethische Dilemma der Rhetorik in der Theorie der Antike und der Neuzeit, Diss. an der Universität Konstanz, Rhetor Verlag, Στουτγκάρδη 1990.
Michael von Albrecht, Ιστορία της Ρωμαϊκής Λογοτεχνίας από τον Ανδρόνικο ως τον Βοήθιο και η σημασία της για τα νεότερα χρόνια, επιμ. μτφρ. Δ. Ζ. Νικήτας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2013 (1η έκδ. σε δύο τόμους: 1997. Τίτλ. πρωτ.: Geschichte der Römischen Literatur I, zweite, verbesserte und erweiterte Auflage, Μόναχο 19942).
127 Βλ. von Albrecht 2013, 588-589ˑ βλ. επίσης στην ίδια πηγή για αναλυτική επισκόπηση των λόγων σσ. 589-599.
128 Βλ. Fey 1990, 89.
129 Βλ. Fey 1990, 89.
130 Βλ. Bayer & Bayer 1994, 128-131.
131 Büchner 1979, 1179-1180.