Β2.3.2. Κοϊντιλιανός
Όπως και ο Σενέκας, έτσι και ο Κοϊντιλιανός (Marcus Fabius Quintilianus, γεννήθηκε ίσως το 35 μ.Χ. και πέθανε πιθανόν το 96) κατάγεται από την Ισπανία. Ο πατέρας του δίδαξε ρητορική στη Ρώμη. Ο ίδιος μαθήτευσε, πριν γυρίσει και πάλι στην πατρίδα του, δίπλα στον διάσημο γραμματικό Παλαίμωνα (Remmius Palaemon) και στον ρήτορα Domitius Afer. Το 68 ακολουθεί τον Γάλβα και επιστρέφει στη Ρώμη. Για είκοσι χρόνια διδάσκει ρητορική εισπράττοντας για τις υπηρεσίες του χρήματα από το δημόσιο ταμείο. Μετά την αποχώρησή του από τη δημόσια διδασκαλία ο Δομιτιανός τού αναθέτει την εκπαίδευση των ανιψιών και κατοπινών θετών γιών του. Έτσι εξηγείται ο γενναιόδωρος έπαινoς του δασκάλου για τον τύραννο.
Το έργο του De causis corruptae eloquentiae (Περί των αιτίων παρακμής της ρητορείας) δεν έχει σωθεί, ενώ το έργο Declamationes (Μελέται/Επιδείξεις) που του αποδίδεται δεν είναι γνήσιο. Έχει διασωθεί το βασικό του έργο Institutionis oratoriae libri XII (Δώδεκα βιβλία για την εκπαίδευση του ρήτορα), που συνέταξε, όταν είχε πια αποχωρήσει από την ενεργό διδασκαλία. Το έργο δημοσιεύθηκε το 94 μ.Χ. κάτω από την πίεση του εκδότη του συγγραφέα.
Το πρώτο βιβλίο είναι αφιερωμένο στην προβολή της σημασίας της εγκυκλίου παιδείας για τον ρήτορα. Το δεύτερο εισάγει στη ρητορική. Από το τρίτο έως το έβδομο βιβλίο ο συγγραφέας πραγματεύεται την εύρεση (inventio) και την τάξη (dispositio). Τα άλλα τρία έργα του ρήτορα παρουσιάζονται στα επόμενα τέσσερα βιβλία (από το όγδοο έως το ενδέκατο). Το δωδέκατο βιβλίο αναφέρεται στον ρήτορα και στον λόγο. Ιδιαιτέρως σημαντικό είναι το δέκατο βιβλίο, όπου ο Κοϊντιλιανός δίνει μια ιστορία της λογοτεχνίας με ιδιαίτερη έμφαση στη ρωμαϊκή λογοτεχνική παραγωγή, ώστε ο εκπαιδευόμενος ρήτορας να έχει έναν λογοτεχνικό «κανόνα» που ορίζει τα πιο αξιανάγνωστα κείμενα.
Το κοινό προς το οποίο απευθύνεται ο Κοϊντιλιανός δεν είναι τόσο οι εκπαιδευόμενοι ρήτορες όσο οι ίδιοι οι δάσκαλοί τους. Σε αυτούς δίνονται κατευθύνσεις για το μάθημά τους, πώς δηλαδή μπορούν οδηγήσουν τους μαθητές τους στην τελειότητα.
Καθώς ο Κοϊντιλιανός καταγράφει τις θέσεις παλαιότερων συγγραφέων στους οποίους έχει στηριχτεί, η πραγματεία παρουσιάζει ενδιαφέρον και ως πηγή πληροφοριών για την ιστορία της αρχαίας ρητορικής. Αν και είχε γνώσεις Ελληνικών (τουλάχιστον στοιχειώδεις), επιδεικνύει μια προτίμηση προς τις λατινικές πηγές. Κάποτε παραπέμπει στον Αριστοτέλη και τον Θεόφραστο, δεν φαίνεται όμως να εκτιμούσε ιδιαίτερα την αριστοτελική Ρητορική, ενώ δεν συσχετίζει τη θεωρία του για το ύφος με τον Θεόφραστο, μολονότι θα μπορούσε χάρη στα έργα του Κικέρωνα να αντιληφθεί τις εκλεκτικές συγγένειες των θέσεών του.
Η βασική θέση που διατρέχει το έργο είναι ότι η ρητορική είναι η τέχνη της «καλής ομιλίας» (2.15.34: bene dicendi scientia). Κατά την άποψή του μάλιστα μόνο ένας καλός, ηθικά δηλαδή ακέραιος άνθρωπος, μπορεί να είναι καλός ρήτορας (1.pr.9). Δίνει έτσι μια νέα διάσταση στον ορισμό του ρήτορα από τον Μάρκο Πόρκιο Κάτωνα τον Τιμητή (Marcus Porcius Cato Censorius, 234-149 π.Χ.) "vir bonus dicendi peritus" -η ρήση έχει και στωικές καταβολές- συμπληρώνοντας παράλληλα τη σύλληψη του ιδανικού ρήτορα από τον Κικέρωνα: αν ο τελευταίος θεωρούσε πως ο ρήτορας θα πρέπει να συνδυάζει τη σοφία (sapientia) με την ευγλωττία (eloquentia), ο Κοϊντιλιανός πιστεύει πως όποιος θέλει να διεκδικήσει τον τίτλο του ρήτορα, θα πρέπει να συνδυάζει την ευγλωττία με την αρετή, την ηθική ακεραιότητα. Πολύ περισσότερο, ένας κακός άνθρωπος δεν μπορεί να είναι ρήτορας. Ο ρήτορας θα πρέπει πάντοτε να έχει κατά νου το καλό, να αποβλέπει στην προβολή και την υποστήριξή του, να το προτείνει, να το ενισχύει (12.1.25). Είναι προφανές ότι η συγκεκριμένη θέση έχει τη δύναμη να θαμπώσει τη λάμψη πολλών δικανικών ρητόρων και θα μπορούσε να έχει προκύψει από μια πολεμική διάθεση εναντίον συγκεκριμένων δικανικών πρακτικών που στήριζαν την ικανοποίηση ποταπών στόχων και σχεδίων.[150] Ωστόσο, o Κοϊντιλιανός αναγνωρίζει την ανάγκη του ρήτορα να πει κάποιο ψέμα, αν με αυτή την απάτη επιδιώκει να προφυλάξει τους αδαείς δικαστές από την πλάνη ή να προκαλέσει σε κάποιες περιπτώσεις πάθη στο κοινό του, ώστε να το πείσει. Παραδέχεται εξάλλου ότι η ρητορεία θα περιοριζόταν στη σύνταξη καλαίσθητων λόγων, αν οι ακροατές δεν είχαν τόσο ασταθή κρίση και συνείδηση κι αν η αλήθεια δεν υποτασσόταν συχνά στην κακία και την αθλιότητα των ανθρώπων. Αυτές οι συνθήκες αναγκάζουν συχνά, πιστεύει, τον ρήτορα να καταφύγει σε συγκεκριμένες τεχνικές, αφού «αυτός που έχει εκτοπιστεί από τον ίσιο δρόμο μπορεί να επιστρέψει σε αυτόν μόνο μέσα από μια άλλη παράκαμψη» (Institutio oratoria 2.17.27-29).
Βιβλιογραφία:
Wilfried Stroh, Die Macht der Rede. Eine kleine Geschichte der Rhetorik im alten Griechenland und Rom, Ullstein Buchverlage, Βερολίνο 2009.
150 Βλ. Stroh 2009, 432-436. Ιδιαιτέρως στις σσ. 435-436 γίνεται λόγος για τους delatores, έναν τύπο εισαγγελέων που συχνά στρέφονταν από εμπάθεια ή σκοτεινά κίνητρα εναντίον ρωμαίων πολιτών.