ΜΑΡΣΥΑΣ
(ποτάμι)
Ο Μαρσύας είναι γιος του Ύαγνη ή του Όλυμπου ή του Οίαγρου. Είναι Σιληνός, ευρετής του δίαυλου, ακόλουθος της Κυβέλης στους θιάσους της, όπου έπαιζαν αυλό και τύμπανο, συνδεδεμένος και με τον Διόνυσο.
Ο Μαρσύας, όπως είπαμε, θεωρείται ο εφευρέτης του δίαυλου, ενώ ο Πάνας της σύριγγας ή του αυλού· κατάφερε, μάλιστα, οι Φρύγες να αποκρούσουν τους Γαλάτες, ενώ αυτός έπαιζε τον αυλό. Στην Αθήνα παραδίδεται ότι τον αυλό τον είχε εφεύρει η Αθηνά, ενώ άλλες παραδόσεις θέλουν κάποιον Αλφαιό από τη Φρυγία, γιο του Σαγγάριου, να μαθαίνει στη θεά να παίζει· όταν όμως είδε στα νερά ενός ρυακιού ότι ασχήμιζε το πρόσωπό της, πέταξε τον αυλό μακριά. (Εικ. 1409) Άλλοι λένε ότι η θεά έφτιαξε με κόκαλα ελαφιού αυλό για πρώτη φορά σε ένα συμπόσιο των θεών. Όταν η Ήρα και η Αφροδίτη την κορόιδεψαν, γιατί το πρόσωπό της παραμορφωνόταν σε κάθε φύσημα του αυλού, η θεά έτρεξε στη Φρυγία για να δει το πρόσωπό της στα νερά ενός ποταμού. Εκεί πέταξε τον αυλό απειλώντας με φρικτές τιμωρίες όποιον τον μάζευε.
Τον μάζεψε ο Μαρσύας και με αυτόν προκάλεσε τον Απόλλωνα σε μουσικό αγώνα, γιατί θεώρησε τον ήχο του αυλού τον ωραιότερο. Αναπόφευκτη η τιμωρία του, τόσο γιατί αψήφησε την Αθηνά όσο και γιατί συναγωνίστηκε ένα θεό. Η τιμωρία υπήρξε σκληρή, πόσο μάλλον που η πρώτη φάση του διαγωνισμού έμεινε χωρίς νικητή. Γι' αυτό ο Απόλλωνας τον προκάλεσε να γυρίσουν ανάποδα τα όργανά τους και να παίξουν. Σε αυτή τη φύση αποδείχθηκε η ανωτερότητα της λύρας και οι ξεχωριστές ικανότητες του θεού. Κριτής στον αγώνα ορίστηκε ο Τμώλος, ο θεός του ομώνυμου βουνού, και ο Μίδας· κατά άλλους ο Μίδας υπήρξε αυτόκλητος κριτής στη μουσική διαμάχη ανάμεσα στον Απόλλωνα και τον Μαρσύα. Άλλες μαρτυρίες θέλουν κριτές του αγώνα τις Μούσες. Περιπλανώμενος ο Μίδας στα βουνά, έφτασε στο σημείο του διαγωνισμού την ώρα που ο Τμώλος ανακήρυσσε τον Απόλλωνα νικητή· εκείνος πάλι έκρινε την απόφαση ως άδικη. Ο Απόλλωνας θύμωσε και έκανε να βγουν δύο αυτιά γαϊδάρου στο κεφάλι του, προφανώς για να ακούει καλύτερα ή γιατί γαϊδουρινά αυτιά μοιάζουν ακαλαίσθητα σε ανθρώπινο κεφάλι. Όσο για την τιμωρία του Μαρσύα…[35] Επειδή, πριν από την έναρξη του αγώνα, είχε οριστεί ο νικητής να επιβάλει στον ηττημένο όποια τιμωρία ήθελε, ο Απόλλωνας, παρασυρμένος από την οργή του, έδεσε τον Μαρσύα σε πανύψηλο πεύκο (Απολλόδωρος) ή πλάτανο (Πλίνιος) και τον έγδαρε. Μετανιωμένος για τον θυμό του ο θεός έσπασε τη λύρα του και, σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες, μεταμόρφωσε τον Μαρσύα σε ποταμό της Φρυγίας μετονομάζοντας αυτόν που παλαιότερα λεγόταν Πηγή του Μίδα. Κατά την αρχαιότητα κοντά στις Κελαινές, στη Φρυγία, έδειχναν ένα σπήλαιο, όπου ο Απόλλωνας είχε κρεμάσει το δέρμα του σάτυρου Μαρσύα (Ξεν., Κύρου Ανάβ.1.2.8) ή έναν ασκό φτιαγμένο από το δέρμα του (Ηρ. 7.26). Σύμφωνα με άλλο μύθο, το φοβερό εκείνο τρόπαιο είχε κρεμαστεί σ' ένα σπήλαιο της Ακρόπολης. (Εικ. 1410, 1411, 1412, 1413, 1414, 1415, 1416, 1417, 1418, 1419, 1420, 1421, 1422, 1423, 1424, 1425, 1426, 1427, 1428) Ο Πλίνιος γράφει ότι ο τόπος του διαγωνισμού ήταν η Αυλοκρήνη στον δρόμο από την Απάμεια προς τη Φρυγία (5.106, και Στράβ. 12.8.15) και ο Στέφανος Βυζάντιος για τον τάφο του Μαρσύα σ' ένα λόφο κοντά στην Πεσσινούντα, προσθέτει μάλιστα τις πληροφορίες ότι ο Μαρσύας ήταν ιδρυτής της πόλης Τάβαι της Λυδίας και ότι είχε έναν αδελφό, τον Κιβύρα. Ο Φώτιος αναφέρει ότι σε μια γιορτή προς τιμή του Απόλλωνα προσφέρονταν στον θεό δέρματα θυσιασμένων ζώων στη μνήμη του Μαρσύα.
Ο Αλκιβιάδης, στο εγκώμιο που πλέκει για τον Σωκράτη, τον συγκρίνει με τους Σιληνούς γενικά και τον Μαρσύα ειδικότερα, τόσο στη μορφή, στην εξωτερική του εμφάνιση, όσο και στη γοητεία που ασκεί με τα λόγια του και στην κατάληψη του νου του συνομιλητή του. Όπως οι αυλοί του γδαρμένου Σιληνού.
35 Η ήττα του Μαρσύα, αν λάβουμε υπόψη τα λεγόμενα του Παυσανία, ήταν αναμενόμενη εξαιτίας των δυνατοτήτων των δύο οργάνων. Σύμφωνα με τον Παυσανία παλιά έπρεπε οι αυλητές να χρησιμοποιούν τρεις διαφορετικούς αυλούς για να παίζουν κατά τις τρεις τεχνοτροπίες: τη δωρική, τη φρυγική και τη λυδική (9.12.5). Είναι πιθανό ότι ο Απόλλωνας να έπαιξε σε άλλον τόνο, αφού κούρδισε διαφορετικά τη λύρα του· ή ότι έπαιζε και ταυτόχρονα τραγουδούσε, κάτι που δεν μπορούσε να κάνει ο Μαρσύας.