ΚΥΚΝΟΣ
(πουλί)
Διάφοροι ήρωες σώζονται με το όνομα Κύκνος. Ο ένας είναι γιος του Ποσειδώνα και της Καλύκης και ο μύθος του ανήκει στον Τρωικό κύκλο. Ένας άλλος Κύκνος είναι πάλι γιος του Ποσειδώνα και της Σκαμανδροδίκης. Τρίτος Κύκνος είναι ο γιος του Άρη και της Πελοπίας, που τον σκότωσε ο Ηρακλής. Αυτοί που εμπλέκονται σε ιστορία μεταμόρφωσης είναι ένας τέταρτος και ένας πέμπτος Κύκνος.
Κύκνος 1
Ο τέταρτος Κύκνος ήταν βασιλιάς της Λιγυρίας (ΒΔ. στην ιταλική χερσόνησο), φίλος του Φαέθοντα, γιου του Ήλιου, προικισμένος από τον Απόλλωνα με μελωδική φωνή. Όταν ο Δίας κεραυνοβόλησε αναγκαστικά τον Φαέθοντα, για να αποφευχθεί μια καθολική πυρπόληση, καθώς ο νέος είχε χάσει τον έλεγχο του άρματος του πατέρα του Ήλιου, ο Κύκνος θρήνησε τόσο που ο Δίας τον μεταμόρφωσε σε κύκνο, στο πουλί εκείνο που τραγουδά μελωδικά την ώρα που πεθαίνει (κύκνειο άσμα). Μεταμόρφωσε και τις αδελφές του Φαέθοντα, τις Ηλιάδες, σε δέντρα, ιτιές κλαίουσες, επειδή και αυτές θρηνούσαν ακατάπαυστα. (Εικ. 980, 981, 982, 983, 984, 985, 986, 987, 1313)
Κύκνος 2
Ένας πέμπτος Κύκνος είναι γιος του Απόλλωνα και της Θυρίης, κόρης του Αμφίνομου. Εξελίχθηκε σε όμορφο νέο και ικανό κυνηγό, όμως υπήρξε δύστροπος και άξεστος -πόσο μάλλον που κατοικούσε στους αγρούς, στο ενδιάμεσο μεταξύ Πλευρώνας και Καλυδώνας στην Αιτωλία, οπότε δεν ήταν σε επαφή με τα ήθη μιας οργανωμένης κοινωνίας.
Πολλοί τον ερωτεύτηκαν για την ομορφιά του, όμως ο Κύκνος αλαζονικά τους απέρριπτε όλους και τους απογοήτευε, με αποτέλεσμα να τον εγκαταλείπουν ο ένας μετά τον άλλον, εκτός από τον ωραίο Φύλιο, που κι αυτόν όμως ο Κύκνος τον αντιμετώπιζε υπεροπτικά και κάθε φορά του έβαζε μια δοκιμασία.
Όταν εμφανίστηκε ένα λιοντάρι που αφάνιζε τους Αιτωλούς και τα κοπάδια τους, ο Κύκνος ζήτησε από τον Φύλιο να το σκοτώσει χωρίς όπλο. Εκείνος το υποσχέθηκε και πέτυχε τον άθλο με τέχνασμα. Γνωρίζοντας ποια ώρα το λιοντάρι επρόκειτο να έρθει, γέμισε την κοιλιά του με πολλή τροφή και κρασί και, όταν πλησίασε το θηρίο, ξέρασε τις τροφές. Το λιοντάρι από την πείνα του έφαγε όσα απέβαλε το στομάχι του Φύλιου, όμως μέθυσε από το κρασί και σαν ναρκωμένο αποκοιμήθηκε. Τότε ο Φύλιος έσφιξε το λιοντάρι με το μπράτσο του και του έφραξε το στόμα με το ρούχο που φορούσε. Με αυτόν τον τρόπο το σκότωσε. Ύστερα το σήκωσε στους ώμους του και το πήγε στον Κύκνο.
Επειδή ο Φύλιος έγινε ξακουστός για το κατόρθωμα τούτο, ο Κύκνος του όρισε κι άλλον άθλο πιο παράδοξο: να του φέρει ζωντανούς τους γύπες που είχαν εμφανιστεί στη χώρα -θηρία υπερφυσικά και μεγάλα- και σκότωναν πολλούς. Ο Φύλιος δεν ήξερε τι να κάνει, όμως οι θεοί τον βοήθησαν. Έστειλαν έναν αετό που είχε αρπάξει λαγό και, αντί να τον πάει στη φωλιά του, τον πέταξε μισοπεθαμένο στη γη. Ο Φύλιος άπλωσε επάνω του το αίμα του λαγού και ξάπλωσε στη γη. Τα όρνια, νομίζοντας τον Φύλιο νεκρό όρμησαν επάνω του, και τότε εκείνος έπιασε από τα πόδια δύο και τα πήγε στον Κύκνο.
Ακόμη δυσκολότερο ήταν το τρίτο εγχείρημα που όρισε ο Κύκνος στον Φύλιο: να πιάσει με τα χέρια του έναν ταύρο της αγέλης και να τον πάει στον βωμό του Δία. Ο Φύλιος, μη ξέροντας τι να κάνει, προσευχήθηκε στον Ηρακλή ζητώντας τη βοήθειά του. Τότε εμφανίστηκαν δύο ταύροι μανιασμένοι για μια αγελάδα και, χτυπώντας ο ένας τον άλλον με τα κέρατα τους, έπεσαν στη γη. Εξαντλημένοι όπως ήταν από τη μεταξύ τους αμάχη, ο Φύλιος έπιασε τον έναν ταύρο από το πόδι και τον έσυρε στον βωμό.
Με παρέμβαση του Ηρακλή ο Φύλιος δεν παρέδωσε τον ταύρο στον Κύκνο, ο οποίος από την ντροπή και την οργή του έπεσε στη λίμνη Κωνώπη και χάθηκε. Από τη λύπη της για τον θάνατο του γιου της, η Θυρίη έπεσε κι αυτή στην ίδια λίμνη. Με απόφαση του Απόλλωνα οι δύο τους έγιναν πουλιά της λίμνης και οι άνθρωποι τη μετονόμασαν σε Κυκνείη. Σε αυτήν, την εποχή του οργώματος εμφανίζονταν πολλοί κύκνοι. Εκεί κοντά βρισκόταν και το μνήμα του Φύλιου. (Εικ. 1314)