ΠΕΡΔΙΚΑΣ ή ΤΑΛΩΣ ή ΚΑΛΩΣ
(πουλί, περδίκι)
Ο Πέρδικας ήταν γιος της Πέρδικας, κόρης του Ευπάλαμου και αδελφής του Δαίδαλου, στο εργαστήρι του οποίου μαθήτευσε. Διακρινόταν για τη δεξιοτεχνία και την ευρηματικότητά του και του απέδιδαν την ανακάλυψη του τροχού της αγγειοπλαστικής. Τα χαρίσματά του προκάλεσαν τη ζήλεια του θείου του, τόσο που την ημέρα που ανακάλυψε το πριόνι, εμπνευσμένος από το σαγόνι ενός φιδιού, ο Δαίδαλος θέλησε να τον σκοτώσει, ρίχνοντάς τον από την Ακρόπολη. Τον λυπήθηκε η Αθηνά που τον μεταμόρφωσε σε περδίκι. (Εικ. 1574, 1575, 1576, 1577, 1578, 1579) Σε αυτό οφείλει και το όνομα Πέρδιξ, με το οποίο τον αναφέρει ο Σοφοκλής στη χαμένη τραγωδία του Καμικοί (από τους κατοίκους της πόλης Κάμικος ή Καμικός που ίδρυσε Δαίδαλος στη Σικελία, κοντά στον Ακράγαντα). Όσο για τον θείο του, καταδικάστηκε από τον Άρειο Πάγο για το έγκλημά του, αλλά δραπέτευσε και κατέφυγε στην Κρήτη, όπου βρήκε άσυλο στο παλάτι του Μίνωα. Η δε μητέρα του Πέρδικα από απελπισία κρεμάστηκε και οι Αθηναίοι της απέδωσαν τιμές ιδρύοντας ιερό στην ακρόπολη, το Πέρδικος ἱερόν. Πάντως, ο νέος, σαν πουλί πια, με χαρά παρευρέθηκε στην ταφή του Ίκαρου, ο θάνατος του οποίου οφειλόταν επίσης σε πτώση.